Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Tàssies, μου έκλεψαν το όνομά μου

Μετάφραση: Δημήτρης Ψαρράς, ΕΨΥΠΕ, Αθήνα 2011




 
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Μια ιστορία σχολικού εκφοβισμού και βίας ειπωμένη σκληρά, ειλικρινά, ωμά. Ο αφηγητής είναι το θύμα: ο καλός μαθητής, το ήσυχο παιδί, εκείνος που δεν μπλέκει σε καβγάδες και φασαρίες. Στοχοποιημένος από μια ομάδα συμμαθητών του, εγκαταλειμμένος απ’ όλους –το τρομαγμένο πλήθος αυτών που δεν ανακατεύονται γενικώς, ξέρετε, εκείνων των συμπαθητικών, καλόβολων τύπων που νομιμοποιούν το έγκλημα διά της τίμιας, αξιοπρεπούς, ατσαλάκωτης σιωπής τους–, μόνος. Έχει χάσει –ή μάλλον του έχουν κλέψει– το κέφι του για το σχολείο, το κέφι του για τη ζωή, το ίδιο του το όνομα, το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της μοναδικότητάς του. Κι όταν στον καθρέφτη δεν αναγνωρίζει καν τον εαυτό του, η ιδέα της φυγής μέσω της αυτοκτονίας δεν απέχει πολύ από την πραγματοποίηση. Τι τον σώζει τελικά απ’ το απονενοημένο διάβημα; Εμείς. Εγώ, εσείς, κάποιοι άλλοι που ακούσαμε την ιστορία του. Που τον πονέσαμε, τον καταλάβαμε, τον αισθανθήκαμε. Που του θυμίσαμε ότι είναι άνθρωπος, ότι έχει όνομα και υπόσταση. Πάνω απ’ όλα, ότι δεν είναι μόνος.

Σκοτεινά, μουντά χρώματα από τον Tàssies, ομοιόμορφες στολές –η εκπαίδευση στην πιο ισοπεδωτική, κανονιστική εκδοχή της, ήδη εκφοβιστική από μόνη της –, κεφάλια απρόσωπα, καθώς η σουρεαλιστική επιλογή του συγγραφέα-εικονογράφου να βάλει στη θέση τους μήλα απαλείφει την προφάνεια των εκφράσεων κι επιτρέπει στα σώματα να αφηγηθούν παραστατικά την ιστορία φρίκης και μοναξιάς που βιώνει το παιδί πρωταγωνιστής. Σε δυο μονάχα περιπτώσεις βλέπουμε πρόσωπα: στη μέση περίπου του βιβλίου, όταν αποκαλύπτονται οι μορφές θύτη και θύματος, και στο τέλος, όταν ο αφηγητής, ύστερα απ’ την εξομολόγησή του σε μας, μας απευθύνεται επιτέλους ανακουφισμένος τείνοντάς μας χείρα γνωριμίας. Στο προηγούμενο μόλις δισέλιδο έχει αποτυπωθεί εικαστικά η σκέψη του να αυτοκτονήσει. Λόγια εγκλωβισμένα σ’ ένα μικρό λευκό παραθυράκι - το κενό που χάσκει απειλητικό και άγνωστο μπροστά στα μάτια του. Αντιστρέφοντας την οπτική, απ’ τη δική μας πλευρά ιδωμένο, το ίδιο αυτό παραθυράκι φαντάζει ένα κομμάτι ελεύθερης ανάσας, μια στάλα ουρανού. Κι είναι αυτή η διαφορετική οπτική των πραγμάτων που του προσφέρουμε η οποία σώζει τελικά τον επίδοξο αυτόχειρα.                                   

                                     

Συνήθως δεν καταθέτω προσωπικές σκέψεις, πολλώ δε μάλλον ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, όταν παρουσιάζω βιβλία. Κι ούτε με θεωρώ κατάλληλη να μιλήσω για τη σχολική βία και τον εκφοβισμό. Οι εμπειρίες μου απ’ την εκπαίδευση είναι απειροελάχιστες και μακρινές, τα δε παιδιά μου είναι ακόμη μικρά. Θέλω απλώς να σταθώ σε αυτό το χιλιοειπωμένο ότι σε μεγάλο βαθμό για το πρόβλημα ευθύνεται η κοινωνία στην οποία ζούμε. Δε διαφωνώ. Αυτό ωστόσο που βολικά ξεχνάμε όλοι μας είναι ότι αυτή η ρημάδα η κοινωνία στην οποία με τόση άνεση φορτώνουμε καθετί στραβό είμαστε εμείς οι ίδιοι και κύτταρό της οι δικές μας οικογένειες. Ανήκοντας σε μια γενιά γονιών που ήδη από τη νιότη της δε φημίστηκε για τις επαναστάσεις και τις ρήξεις της αλλά πάσχισε απελπισμένα και μάλλον άχαρα να ταυτιστεί με τσιτάτα και συνθήματα άλλων εποχών, τη βλέπω με θλίψη να ποτίζει τα παιδιά της με το ίδιο δηλητήριο που φαρμάκωσε και τη δική της παιδικότητα. Μασκαρεύοντας τη δική της μετριότητα και απαιδευσιά πίσω από κορνιζαρισμένα πτυχία. Αποδίδοντας κάθε ήττα ή αποτυχία της στις παθογένειες του επάρατου συστήματος. Φορτώνοντας κάθε απωθημένο όνειρό της στα δύσμοιρα παιδιά της. Μανάδες που παρηγορούνται για όλους τους συμβιβασμούς της ζωής τους παίρνοντας εκδίκηση απ’ το σύμπαν μέσω του νταή γιου. Ανασφαλείς πατεράδες που μετράνε το αντριλίκι του παιδιού τους ανάλογα με τις φάπες με τις οποίες ο λεβέντης τους φιλοδώρησε πλάσματα πιο αδύναμα απ’ αυτόν. Άνθρωποι ανεκτικοί ως εκεί που αντέχει ο καθωσπρεπισμός τους. Δημοκρατικοί και προοδευτικοί ως εκεί  που κυριαρχεί η δική τους μοναδική άποψη. Άνθρωποι που κατά βάθος προτιμάνε να είναι το παιδί τους «κωλόπαιδο παρά ευαίσθητο».
 
Προ ημερών είχαμε εθνική γιορτή, κι εμένα πάντα τέτοιες μέρες με πιάνει μελαγχολία, γιατί σκέφτομαι τα γελοία δράματα που παίζονται στα ανά την Ελλάδα σπίτια για το ποιος θα κρατήσει τη σημαία. Είμαι σίγουρη ότι όλοι έχετε ακούσει ιστορίες απύθμενου μίσους μεταξύ συμμαθητών που κάποτε φτάνουν στη στοχοποίηση και στη βία λόγω μικροδιαφορών στις σχολικές βαθμολογίες τους. Με υποβολέα πάντα μια υστερική μάνα ή έναν μονομανή πατέρα. Με αναφορά όχι την προσωπική επιλογή, ιδιαιτερότητα ή μοναδικότητα αλλά τον εξοβελισμό του όποιου τυπικά ή συμπτωματικά «καλύτερου» άλλου.

Δε θέλω να συνεχίσω. Μια κουβέντα μόνο: Το πρόβλημα με τη βία, ψυχολογική, σωματική, δεν ξέρω τι άλλο, είναι ότι παράγει βία. Κι όταν αφήνεις/προτρέπεις/βάζεις το παιδί σου, έστω κι ασυνείδητα, έστω και με, υποτίθεται, τις πιο αθώες προθέσεις, έστω και για λόγους «αυτοάμυνας», για  να το γλιτώσεις από τα χειρότερα, να παίξει στο δίπολο θύμα-θύτης, στην πραγματικότητα ποτέ δεν ξέρεις πού θα κάτσει η μπίλια, αν όχι τώρα, πάντως κάποια στιγμή στο μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου