Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Εύη Παπαδοπούλου - Βασίλης Χρυσικόπουλος, Ο πρίγκιπας με τα τρία πεπρωμένα



Εικογράφηση: Farida El Gazzar, Εκδόσεις Μάρτης, Αθήνα 2017 




Το παραμύθι συνιστά έναν συναρπαστικό τρόπο και τόπο συνάντησης με μια χώρα κι έναν πολιτισμό. Πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για έναν από τους μεγαλύτερους αρχαίους πολιτισμούς, τον αιγυπτιακό, τόσο κοντινό γεωγραφικά και ιστορικά στην Ελλάδα και ταυτόχρονα τόσο εξωτικό για μεγάλη μερίδα του ελληνικού κοινού. Η σειρά Αρχαία Αιγυπτιακά Παραμύθια, των Εύης Παπαδοπούλου και Βασίλη Χρυσικόπουλου, από τις Εκδόσεις Μάρτης, αποτελεί έναν ενδιαφέροντα οδηγό που θα ταξιδέψει τον αναγνώστη αρκετά πιο πέρα από τη σχηματική τηλεοπτική ή κινηματογραφική εικόνα που περιορίζεται συνήθως σε εξερευνήσεις μυστηριωδών πυραμίδων και σε αγωνιώδη συναπαντήματα με μούμιες.

Το πρώτο βιβλίο της σειράς, Ο πρίγκιπας με τα τρία πεπρωμένα, είναι ένα διασκευασμένο παραμύθι που ανάγεται στον 13ο π.Χ. αιώνα και σώζεται ημιτελές σε πάπυρο ο οποίος φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο. Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού πρίγκιπα που από τη στιγμή που γεννιέται κουβαλάει μια βαριά μοίρα: θα βρει τον θάνατο από κροκόδειλο, φίδι ή σκύλο. Οι γονείς του κάνουν ό,τι μπορούν για να τον προστατέψουν, κρατώντας τον κλεισμένο σε ένα πέτρινο σπίτι. Ώσπου ο πρίγκιπας επαναστατεί και εγκαταλείπει την Αίγυπτο για να ταξιδέψει και να αναζητήσει αλλού την τύχη του. Φτάνει σε μια χώρα μακρινή, όπου κατορθώνει να παντρευτεί τη μοναχοκόρη του εκεί βασιλιά, για να βρεθεί στη συνέχεια αντιμέτωπος με τα τρία πεπρωμένα του.

Στο παραμύθι διακρίνουμε αρκετά στοιχεία που συναντάμε και σε παραμύθια άλλων λαών και μεταγενέστερων εποχών: όπως η δυσκολία του βασιλικού ζεύγους να αποκτήσει απογόνους, το βασιλόπουλο που από τη γέννησή του κουβαλάει μια βαριά μοίρα, η απόπειρα του γονιού να το προφυλάξει διά της απομόνωσης, η επιθυμία του νέου να φύγει για να αναζητήσει αλλού την τύχη του, κρύβοντας μάλιστα την αληθινή του ταυτότητα, η πριγκίπισσα που είναι φυλακισμένη, ο αριθμός τρία κτλ. Από την άλλη, στοιχεία όπως οι Επτά Αθώρ, το αντίστοιχο των δικών μας μοιρών, ο κροκόδειλος και το φίδι, η παρέμβαση των θεών που σπλαχνίζονται τον νέο και τον βοηθούν μας δίνουν μια γεύση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων αλλά και των αντιλήψεων που κυριαρχούσαν στην αρχαία Αίγυπτο. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η σχέση ανάμεσα στον πρίγκιπα και στη γυναίκα του, με αυτή την τελευταία όχι απλώς να τον στηρίζει αλλά και να δείχνει έμπρακτα τόσο την αγάπη όσο και την ευφυΐα της, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλία προκειμένου να τον απαλλάξει από το πεπρωμένο του.

Αυτή η συνύπαρξη κοινών αλλά και ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων, σε συνδυασμό με ένα ελληνικό κείμενο ισορροπημένο και προσιτό, στο οποίο οι όποιες υφολογικές παρεμβάσεις και συναισθηματικές αποχρώσεις δε λειτουργούν ανασχετικά προς τον ρυθμό και την αφηγηματική οικονομία του, οδηγεί σε ένα ελκυστικό αποτέλεσμα, όπου η αρχαία ιστορία δίνεται μέσα από μια φρέσκια, αναζωογονητική ματιά. Η επιλογή των συγγραφέων της ελληνικής διασκευής να δώσουν ευτυχές τέλος στο ημιτελώς σωζόμενο παραμύθι αφήνει μια γλυκιά επίγευση και ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα του αναγνώστη, ενώ ενδιαφέρων από αφηγηματική άποψη είναι ο τρόπος με τον οποίο "αλληλοακυρώνονται" δύο από τα τρία πεπρωμένα του πρίγκιπα. Οι εικόνες της Φαρίντα Ελ Γκαζάρ, ατμοσφαιρικές και εμπνευσμένες τόσο θεματικά όσο και χρωματικά από την αρχαία αιγυπτιακή τέχνη, προσκαλούν και εντάσσουν τον αναγνώστη στο πνεύμα και στην αισθητική του τόπου και της εποχής. Μια συνολικά πολύ προσεγμένη έκδοση, που αξίζει να φτάσει στα χέρια μικρών και μεγάλων.

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Αγγελική Δαρλάση, Ιστορίες Νεοελληνικής Μυθολογίας

  • Οι Μοίρες, εικόνες Σάντρα Ελευθερίου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2017

  • Το Πετροκάραβο, εικόνες Θέντα Μιμηλάκη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2017

     

    Ανακάλυψα την ελληνική λαϊκή παράδοση φοιτήτρια, μέσα από το μάθημα της λαογραφίας. Παρότι η σχέση μου μαζί της δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αφού η νεανική μου επαναστατικότητα αντιστάθηκε αρχικά σθεναρά στην ιδέα να πάρω στα σοβαρά εκείνο το φαινομενικά βαρετό γνωστικό αντικείμενο, τελικά, μέσα στα τέσσερα χρόνια των σπουδών μου, στη διάρκεια των οποίων αφιέρωσα άπειρες ώρες στη συγκέντρωση λαογραφικού υλικού, έφτασα όχι μονάχα να την αγαπήσω αλλά και να ανακαλύψω τη γραμμή που συνέδεε την ενηλικίωσή μου με τον μαγικό κόσμο των παιδικών μου χρόνων. Το παρόν μου με ό,τι φάνταζε μακρινό και για πάντα χαμένο στο παρελθόν.

    Αυτά σκεφτόμουν προ καιρού, σαν έπιασα στα χέρια μου τα δυο βιβλία της Αγγελικής Δαρλάση από τη σειρά «Ιστορίες Νεοελληνικής Μυθολογίας»: τις Μοίρες και το Πετροκάραβο. Δυο βιβλία στα οποία η καταξιωμένη συγγραφέας επιχειρεί να γνωρίσει στα παιδιά ιστορίες από τη νεοελληνική παράδοση: Εκείνη των τριών Μοιρών από τη μια – πού ζουν, τι κάνουν, πώς και πότε επισκέπτονται το νεογέννητο μωρό, τι είδους υποδοχή τούς επιφυλάσσουν οι μανάδες και πώς τελικά εκείνες ορίζουν την τύχη του. Και τον θρύλο του πετροκάραβου, την τραγική ιστορία της καπετάνισσας που θέλησε να αναμετρηθεί με το φεγγάρι και πλήρωσε την αλαζονεία της με τη ζωή της.

    Όσο απλό κι αν φαντάζει, το εγχείρημα με το οποίο καταπιάνεται η Δαρλάση δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού όποιος το αποτολμήσει οφείλει από τη μια να σεβαστεί, χωρίς να αλλοιώσει ή να διαστρεβλώσει, την παγιωμένη μέσα στον χρόνο παράδοση, κι από την άλλη να την καταστήσει οικεία κι ενδιαφέρουσα στον σύγχρονο αναγνώστη. Κάτι που η συγγραφέας εδώ πετυχαίνει ικανοποιητικά επιστρατεύοντας τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, τον στίχο που συνδέεται άρρηκτα με τη δημοτική μας ποίηση. Έναν δεκαπεντασύλλαβο όμως που λειτουργεί ως φορέας μιας ζωντανής, τρέχουσας γλώσσας, κι όχι ως προθήκη βαρύγδουπων γλωσσικών απολιθωμάτων. Μιας γλώσσας που με ακρίβεια και εκφραστική λιτότητα περιγράφει ή αφηγείται με τρόπο εύληπτο και αβίαστο, χωρίς να εκβιάζει, χωρίς να σκοντάφτει, χωρίς να γεννά απορία ή αμηχανία. Όπως ακριβώς θα άρμοζε σ’ ένα κείμενο που θα επιθυμούσε να διατηρήσει ζωντανή την παράδοση σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, μακριά από ενοχλητικές γραφικότητες.



    Χωρίς βεβαίως να αποτελεί ο δεκαπεντασύλλαβος πανάκεια, μαγική συνταγή, πολλώ δε μάλλον όταν το θέμα με το οποίο καταπιάνεται σε καθένα από τα βιβλία η συγγραφέας απαιτεί εντελώς διαφορετική αφηγηματική διαχείριση: στο πρώτο η Δαρλάση κατορθώνει να τονώσει ένα υπό άλλες συνθήκες έντονα περιγραφικό τελετουργικό εισάγοντας το στοιχείο της ενεστωτικής δράσης – κάτι στο οποίο συμβάλλει και η εικονογράφηση της Σάντρας Ελευθερίου, με τις εντυπωσιακές, ψηλόλιγνες και άκρως εκφραστικές φιγούρες της, που αποπνέουν έντονο μυστήριο. Στο δεύτερο, πάλι, όπου η δράση είναι δεδομένη, η σταδιακή κλιμάκωσή της χρωματίζεται από την εστίαση της αφήγησης στα έντονα συναισθήματα της κεντρικής ηρωίδας, με την εικονογράφηση, της Θέντας Μιμηλάκη αυτή τη φορά, να συνομιλεί με την παράδοση μέσα από έντονα δραματικές, ποιητικές εικόνες.

    Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, η «σύγχρονη» ματιά στη λαϊκή μας παράδοση υπογραμμίζεται από το αποφορτιστικό και σκεπτικιστικό φινάλε, όπου η εγκυρότητα των όσων έχουν προειπωθεί τίθεται εν αμφιβόλω, όχι πάντως με διάθεση αφοριστική και υπαγορευμένη από κάποιου είδους στεγνή, επιστημονική λογική, αλλά με την τρυφερότητα και την επιείκεια που τόσο ανάγλυφα αποτυπώνονται στην προσφώνηση «καρδούλα μου». Συμφιλιώνοντας το χτες με το σήμερα, την αλήθεια με τον θρύλο, μέσα από την ιαματική ισχύ και την ομορφιά των ιστοριών – αληθινών ή όχι και τόσο, αν και αυτό δεν κάνει τελικά και τόσο σπουδαία διαφορά…