Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Ιωάννα Μπαμπέτα, Λέξη σαν μύγα


Εικονογράφηση: Μάρω Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα 2016



Οι λέξεις έχουν μεγάλη δύναμη. Μπορούν να αναστατώνουν τη δασκάλα, να πανικοβάλλουν τη γιαγιά, να φέρνουν σε τρελή αμηχανία τη μαμά. Κι εσένα να μη σε αφήνουν στιγμή σε ησυχία. 

Οι λέξεις είναι μεγάλος πειρασμός, κι ας μην ξέρεις τι σημαίνουν – μη σου πω ότι η άγνοια κάνει ακόμα πιο ζόρικα τα πράγματα.

Οι λέξεις οδηγούν σε απειλές, τιμωρίες, φασαρίες, συνελεύσεις γονιών, αϋπνίες…

Αλήθεια, αξίζει τον κόπο τόσος πανικός;

Η Ιωάννα Μπαμπέτα καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα – αυτό των «απαγορευμένων» λέξεων. Και, στην προσπάθειά της να το προσεγγίσει με τρόπο κατανοητό αλλά και χιουμοριστικό, χρησιμοποιεί ένα έξυπνο εύρημα: οι «κακές» λέξεις, μας λέει, είναι σαν τις μύγες. Ενοχλητικές και βουερές και εκνευριστικές. Στιγμή δε σου επιτρέπουν να ησυχάσεις. Είναι ο τρόπος που έχει το απαγορευμένο να τρυπώνει στο μυαλό και να μην το αφήνει σε χλωρό κλαρί. Ειδικά όταν αυτό το απαγορευμένο είναι και ακατανόητο, κάνοντας τη φαντασία να οργιάζει.

Γύρω από την κομβική αυτή παρομοίωση χτίζει η συγγραφέας την ιστορία της, με μια γραφή χαριτωμένη, που κινείται αβίαστα εντός της καθημερινότητας του παιδιού, προσεγγίζοντας με παιγνιώδη διάθεση τις ανησυχίες, τις απορίες και τις ενοχές του, περιγράφοντας με αρκετή δόση χιούμορ την υπερβολή στη συμπεριφορά των ενηλίκων και προτείνοντας τελικά μια απενοχοποιητική λύση, που φέρνει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις. Όχι στρογγυλεύοντας αλλά καλώντας μικρούς, και κυρίως μεγάλους, να αφήσουν στην άκρη υπερβολές και αφοριστικές λογικές, που μεγεθύνουν, επιβαρύνουν, κουράζουν και δεν παρέχουν ουσιαστικές λύσεις.

Η εικονογράφηση της Μάρως Αλεξάνδρου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις εκφράσεις των προσώπων, απηχεί σε μεγάλο βαθμό τη χιουμοριστική, παιγνιώδη διάθεση του κειμένου, στο οποίο χρήσιμο θα ήταν να ρίξουν μια καλή ματιά, εκτός των παιδιών, και γονείς όπως και εκπαιδευτικοί, βάζοντας κάμποσο νερό στο δικό τους αλάθητο, τη ρίζα εξάλλου τόσων και τόσων διαιωνιζόμενων προβλημάτων και παθογενειών.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Αργυρώ Πιπίνη, Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι...



Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα2016





Για δεύτερες ευκαιρίες μιλούσα προ ημερών, για δεύτερες ευκαιρίες μιλά και το βιβλίο Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι…, που μας χάρισαν πριν από λίγους μήνες η Αργυρώ Πιπίνη και η Ίρις Σαμαρτζή. Για τη δεύτερη ευκαιρία που δίνεται σε ένα σπίτι εγκαταλειμμένο, ερειπωμένο, να ξαναζωντανέψει χάρη στον ερχομό μιας οικογένειας φερμένης από μακριά, που κι αυτή γυρεύει ένα μέρος να στεγάσει τα δικά της όνειρα, τις ξαναγεννημένες της ελπίδες, αδράχνοντας με τη σειρά της κι η ίδια μια δεύτερη ευκαιρία ζωής. 

Καλοκαίρι καταφτάνει η οικογένεια στο έρημο σπίτι με τα λιγοστά της υπάρχοντα, που ωστόσο αρκούν, μαζί με φωνές και γέλια, για να αποδιώξουν τη μοναξιά της εγκαταλειμμένης μονοκατοικίας. Καθώς ο χρόνος κυλά, οι μέρες γίνονται νύχτες κι οι εποχές δίνουν η μια τη σκυτάλη στην άλλη, η απρόσκοπτη καθημερινότητα των ανθρώπων, αυτό που πεζά θα αποκαλούσαμε ρουτίνα, ζεσταίνει τους τοίχους με χρώματα, ντύνει τις σιωπές με ήχους, κάνει το σπίτι να ανθίσει σιγά σιγά με τον τρόπο που ανθίζουν κι οι άνθρωποι όταν εισπράττουν αγάπη, με τον τρόπο που ανθίζει κι η φύση με τον ερχομό της άνοιξης. Σπίτι κι ένοικοι, καθώς γνωρίζουν ο ένας τον άλλο καλύτερα, ξανασυναντούν γνωστά συναισθήματα, ανακαλύπτοντας μέσα τους νέες ποιότητες, νέους τόνους κι αποχρώσεις. Η αγάπη ανασκαλεύει τη μνήμη, μεταλλάσσοντάς τη από γεγονότα κλεισμένα, ίσως και σκόπιμα ξεχασμένα, στη σοφίτα του μυαλού, σε μια νέα, αισιόδοξη πραγματικότητα, όπου οι κρυφές αναμνήσεις του ενός συναντούν εκείνες του άλλου, μεταπλάθοντας τον κόσμο και των δυο τους.

Ίσως επειδή σπίτι και ένοικοι κουβαλούν και το μεν και οι δε κατά βάθος παρόμοιες πληγές. Εγκαταλειμμένο το πρώτο, διωγμένοι, καταπώς φαίνεται, οι δεύτεροι. Μήπως κι η εγκατάλειψη δεν είναι κάποιου είδους διωγμός; Μια εξορία από τη ζωή και τις χαρές της; Και μήπως τελικά είναι αυτή η αμοιβαία θητεία στον πόνο, στην απώλεια της πρότερης ευτυχίας ή ασφάλειας που καθιστά τόσο πολύτιμη και για τις δυο πλευρές αυτή τη δεύτερη ευκαιρία που βρέθηκε στον δρόμο τους; Αυτή που κάνει τους άχαρους τοίχους να φαντάζουν όμορφοι και προστατευτικοί, τη βαρυχειμωνιά πανηγύρι, τη ρουτίνα ασφάλεια, το αέναο πέρασμα των εποχών –όπως εμφατικά τονίζεται και από τον τίτλο, που ευθέως παραπέμπει στην εκπληκτική ταινία του Κιμ Κι Ντουκ Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας… και άνοιξη– οικείο και μαζί μοναδικό;

Όπως μοναδικά εναλλάσσονται οι μαγικές εικόνες της Ίριδας Σαμαρτζή, στεγάζοντας στοργικά, ζεστά, οικεία και μαζί αναπάντεχα το λιτό αλλά συναισθηματικά μεστό κείμενο της Αργυρώς Πιπίνη. Συντονισμένες με την επιλογή της συγγραφέα, που κοιτάει την ιστορία της από την πλευρά του σπιτιού, εστιάζουν στον χώρο και στα αντικείμενά του, παίζοντας με την προοπτική, ακολουθώντας κατά βήμα τις εποχές καθώς οδεύουν από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, παρατηρώντας τη δράση των προσώπων. Οι εναλλαγές στο φόντο, η συνύπαρξη ζωγραφιών και φωτογραφιών, το πανηγύρι των χρωμάτων –στα δυο τελευταία κυρίως σαλόνια– φτιάχνουν ένα αισιόδοξο, χορταστικό αποτέλεσμα που χαμογελά πλατιά στη ζωή. Όπως οι άνθρωποι, ή και τα σπίτια, όταν, υπερβαίνοντας δυσκολίες και ματαιώσεις, ξαναβρίσκουν τον δρόμο προς τη χαρά.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Christopher Corr, Ένα σπίτι για όλους



Απόδοση: Αντώνης Παπαθεοδούλου, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2016



Το βιβλίο για το οποίο γράφω σήμερα πριν το διαβάσεις κάθεσαι και το χαζεύεις. Χάνεσαι μες στα μεθυστικά χρώματα των εικόνων του, θαυμάζεις το πανέμορφο εξώφυλλό του, χαίρεσαι με την καρδιά σου την καλαίσθητη έκδοση. Και μετά, αφού χορτάσει το μάτι, πας και στην ιστορία.


Η οποία ιστορία, βασισμένη σε ένα ρώσικο λαϊκό παραμύθι, μας πηγαίνει σε ένα ξύλινο λευκό σπιτάκι βαθιά στο δάσος, με εννιά παράθυρα και μια κόκκινη εξώπορτα. Εκεί θα βρουν στέγη μια σειρά από διαφορετικά ζώα, που επιλέγουν να ζήσουν αρμονικά παρέα. Ως τη στιγμή που εμφανίζεται ο μεγάλος καφέ αρκούδος. Που δε χωράει στην πόρτα ούτε στα παράθυρα. Κι έτσι, μες στη λαχτάρα του να μπει κι αυτός στο σπίτι, παρά την άρνηση των κατοίκων του, που βλέπουν το αδύνατο του πράγματος, ανεβαίνει στη στέγη. Το λευκό ξύλινο σπιτάκι γίνεται χίλια κομμάτια. 

Είναι η αυθαίρετη παραβίαση και κατάλυση όχι μονάχα της στέγης ως καταφύγιου, αλλά και κάθε κανόνα και όρου αρμονικής συνύπαρξης. Το ανεξέλεγκτο θυμικό του ενός που αδιαφορεί για το δικαίωμα και τις επιλογές των πολλών. Η ιστορία όμως δεν μπαίνει στη λογική αφορισμών και τετελεσμένων. Πάει παρακάτω: Ο δράστης θα είναι αυτός που θα βρει τη λύση. Και θα την υλοποιήσει με τη συνδρομή όλων των άλλων. Πετυχαίνοντας κάτι αληθινά θαυμαστό.

Και κάπως έτσι, μέσα από την περιπλάνηση σε αυτή την οπτική πανδαισία από λαϊκότροπες εικόνες, κοντά από αυτή την άποψη στο πνεύμα του παραμυθιού, ντυμένες με έντονες, απαστράπτουσες,  απίθανες αποχρώσεις, ο αναγνώστης ανακαλύπτει πως πολλές φορές η έμπρακτη συγγνώμη, αυτή που δε στέκεται στα μεγάλα λόγια, μπορεί να γίνει αφετηρία για να γεννηθεί κάτι ακόμα καλύτερο, ομορφότερο, ουσιωδέστερο από αυτό που χάθηκε από απροσεξία, αδιαφορία, εγωκεντρική διάθεση, έλλειψη ενσυναίσθησης. Είναι η δεύτερη ευκαιρία που δε δίνεται απλώς αλλά κατακτιέται, σώζοντας τελικά την παρτίδα. Σπουδαίο μάθημα για τους μικρούς και, δυστυχώς, καθόλου αυτονόητο για αρκετούς από εμάς τους μεγάλους.