Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Μάνος Κοντολέων, Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε

Εικόνες: Κατερίνα Βερούτσου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2020 


Στο Νησί, έναν τόπο που καταστρέφεται αργά από την παρακμή και τη λήθη, το γερασμένο κι άκληρο ζευγάρι των ηγεμόνων του αναζητά τη διάδοχη κατάσταση που θα ξαναφέρει την ελπίδα και τη ζωή. Αποφασίζουν λοιπόν να προκηρύξουν έναν πρωτότυπο λογοτεχνικό διαγωνισμό, επιλέγοντας τον διάδοχό τους μεταξύ των ανώνυμων συγγραφέων των ιστοριών που θα φτάσουν στα χέρια τους. Τελικά, λαμβάνουν έξι μόνο φακέλους διαφορετικού χρώματος, που ο καθένας τους κρύβει και μια διαφορετική ιστορία: η μια μιλά για έναν ματαιωμένο έρωτα κι η άλλη για τη σχέση έρωτα και καλλιτεχνικής δημιουργίας, η τρίτη για το θαύμα της αστείρευτης μητρικής αγάπης κι η τέταρτη για τη λαχτάρα ενός πατέρα να κάνει αληθινό το όνειρο του γιου του, η πέμπτη για τον σπόρο της εξέγερσης και της αλλαγής που αφήνει στο πέρασμά του ένας φωτισμένος δάσκαλος κι η έκτη για τη φθορά της εξουσίας, ικανή να καταλύσει τη μνήμη και τη σχέση του ανθρώπου με την κληρονομιά του. Ποια απ’ όλες αυτές τις ιστορίες όμως θα είναι η εκλεκτή; Ποιος από τους ανώνυμους συγγραφείς θα κληθεί να διαδεχτεί το ηλικιωμένο ζευγάρι; (Η συνέχεια εδώ.)


 

 

Η λογοτεχνική γοητεία της καθημερινότητας

 

Ο δεκάχρονος Αλφ κι η οχτάχρονη αδερφή του Κατίνκα σώζουν ένα παιδάκι από πνιγμό και αποκτούν τρεις κάρτες ελευθέρας που επιτρέπουν στους δυο τους και στον εφτάχρονο αδερφό τους, τον Ρόμπι, να περάσουν ολόκληρο το καλοκαίρι σε μια ανοιχτή πισίνα. Φοβερή η προοπτική για τα τρία παιδιά, καθώς η κάθε άλλο παρά προνομιούχα οικογένειά τους ποτέ δεν έχει χρήματα για διακοπές. Και κάπως έτσι ξεκινά για τους τρεις τους ένα υπέροχο, αλλιώτικο από τ’ άλλα καλοκαίρι: το καλοκαίρι στην πισίνα. (Η συνέχεια εδώ.)

D. Litchfield, Ο Αρκούδος, το πιάνο και η Τελευταία Συναυλία

 Μτφρ. Μαριάννα Ψύχαλου, Μικρή Σελήνη, Αθήνα 2020 


Στα έξι χρόνια που γράφω βιβλία, έχει τύχει κάποιες λίγες φορές να λάβω μηνύματα από ανθρώπους που, όπως κι εγώ, ασχολούνται ερασιτεχνικά με τις βιβλιοπαρουσιάσεις και τις βιβλιοκριτικές στα οποία περίπου μου απολογούνται επειδή δεν πρόλαβαν να γράψουν για κάποιο βιβλίο μου. Πάντοτε τους απαντώ ότι δε χρειάζεται καν να το συζητάμε, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γράφει για κανέναν, εξάλλου όταν στέλνουμε κάπου ένα βιβλίο δε θεωρούμε δεδομένο ότι οι παραλήπτες θα γράψουν γι’ αυτό – πολλώ δε μάλλον, ότι θα γράψουν μόνο καλά λόγια. Ξέρω πολύ καλά το συναίσθημα – άλλωστε κι εγώ γράφω για βιβλία άλλων. Κι είναι πολλά, πάρα πολλά αυτά για τα οποία δεν έχω γράψει. Σε όλους μας το ίδιο δε συμβαίνει εξάλλου; (Η συνέχεια εδώ.)