Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Quentin Gréban, Πώς να εκπαιδεύσετε το (μικρό) μαμούθ σας

Μετάφραση: _ , Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)

 
  

Το βιβλίο του Quentin Gréban είναι αυτό ακριβώς που λέει: μία μέθοδος για να εκπαιδεύσετε το μαμούθ σας. Το μικρό μαμούθ σας για την ακρίβεια. Όσο μικρό μπορεί να είναι αυτό. Όσο υπαρκτό μπορεί να είναι ένα μαμούθ στις μέρες μας. Και, στην τελική, όσο κατοικίδιο μπορεί να είναι το εν λόγω ζωάκι.

Γιατί μαμούθ λοιπόν; Γιατί ένα γιγαντιαίο ζώο χρόνια εξαφανισμένο από τη Γη; Γιατί όχι γατάκι, σκυλάκι, καναρινάκι, χαμστεράκι, κάτι μικρό και χαδιάρικο, βολικό και προσαρμοστικό;
 
Ίσως γιατί στο κεφάλι ενός εικονογράφου που είναι και συγγραφέας οι εικόνες να προηγούνται των λέξεων. Κι η εικόνα ενός μαμούθ ως κατοικίδιου –πολλώ δε μάλλον όταν η λιλιπούτεια ιδιοκτήτριά του πρέπει να του διδάξει κι ένα σωρό κανόνες…– είναι από μόνη της τόσο εξωφρενική ώστε να αποδειχτεί εξαιρετικά ελκυστική για τα παιδιά, που γυρεύουν να ανακαλύψουν πώς στο καλό θα λειτουργήσει αυτό το φιλόδοξο παιδαγωγικό εγχείρημα.

Τα πράγματα είναι απλά: Από το μια το κείμενο, δέκα συμβουλές όλες κι όλες, για την κοινωνικοποίηση, το πρόγραμμα, τη διατροφή, τον ύπνο, την καθαριότητα, την υγιεινή, την άθληση, την ψυχαγωγία και τη δημιουργική έκφραση του μικρού μαμούθ. Πάνω κάτω οι ίδιες που θα έδινε κανείς και σε μια μαμά για τη φροντίδα και το μεγάλωμα του παιδιού της. Κι από την άλλη η εικονογράφηση: ανατρεπτική, διασκεδαστική, υπονομευτική. Το κοριτσάκι πασχίζει να εφαρμόσει στο κατοικίδιό του τους κανόνες. Όσο για το καημένο το μαμούθ, δε λες ότι δεν είναι συνεργάσιμο, δε λες ότι δε θέλει να μάθει ή δεν το διασκεδάζει, αλλά, όπως και να το κάνουμε, είτε λόγω μεγέθους είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας είτε λόγω παιδικής αδεξιότητας, τα ψιλοκάνει μαντάρα. Έτσι, όσο πιστά κι αν εφαρμόζεται ο κανόνας στα χαρτιά, το αποτέλεσμα, δοσμένο απ’ την εικόνα, είναι τουλάχιστον διασκεδαστικό, ενίοτε και καταστροφικό!

Έξυπνος τρόπος για να αποτυπωθούν αβίαστα οι κανόνες της καθημερινής ρουτίνας στο κεφαλάκι ενός μικρού παιδιού. Αλλά και να απενοχοποιηθεί το ίδιο για τις δικές του αδεξιότητες και μικροζημιές. Άλλωστε, τι να τα λέμε, εκπαιδεύτρια κι εκπαιδευόμενος μοιάζουν τόσο πολύ! Θα το παραδεχτεί η μικρή αφηγήτρια στο τέλος του βιβλίου. Ίσως έχει ήδη προλάβει να σας το ξεφουρνίσει κάπου εκεί στα μισά της ιστορίας και το δικό σας μικρό («Κοίτα, μαμά, το κοριτσάκι πρέπει να φροντίζει το μαμούθ του σαν να είναι κι αυτό παιδάκι!»).
Κι αν τυχόν είναι πολύ ψαγμένος και έμπειρος αναγνώστης, φτάνοντας στο προτελευταίο σαλόνι, εκεί που το μαμούθ έχει πασαλειφτεί με μπογιές, παραπέμποντας στο διάσημο πολύχρωμο ήρωα του David McKee, το βλαστάρι σας μπορεί να σας πετάξει και την ατάκα που θα στείλει στους εφτά ουρανούς κάθε πωρωμένη βιβλιόφιλη μάνα: «Μαμά, κοίτα, το μαμούθ ζωγραφίστηκε Έλμερ!»

Πώς να εκπαιδεύσετε το (μικρό) μαμούθ σας λοιπόν, ή, αλλιώς, πώς να εισαγάγετε το πιτσιρίκι σας, μεταξύ άλλων, ΚΑΙ στις έννοιες της λογοτεχνικής επιρροής και της διακειμενικότητας…        

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Τζον Μπόιν, Μπάρναμπι Μπρόκετ

Εικονογράφηση: Όλιβερ Τζέφερς, μετάφραση: Μαλβίνα Αβαγιανού, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2013 (από 11 ετών)

 
 


Ο Μπάρναμπι Μπρόκετ είναι το τρίτο παιδί μιας καθ’ όλα συνηθισμένης, αξιοσέβαστης και βαρετής οικογένειας, ωστόσο ο ίδιος, από τη στιγμή που γεννιέται, δε φαντάζει καθόλου βαρετός και συνηθισμένος, αφού αιωρείται, αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας. Πανικόβλητοι, οι γονείς του προσπαθούν να το κρύψουν, απομονώνοντάς τον στο σπίτι, στέλνοντάς τον σε ένα σχολείο για «ιδιαίτερα παιδιά» ή φορτώνοντάς τον με δυσβάσταχτα βάρη για να τον κρατήσουν στη γη. Δε δίνουν μία για τα ταλέντα και τα ενδιαφέροντά του, όπως η αγάπη του για το διάβασμα. Στη δική τους αντίληψη για τον κόσμο, οτιδήποτε ξεπερνάει το μέτριο είναι καταδικαστέο, ενώ ουκ ολίγες φορές αποδίδουν την ιδιαιτερότητα του Μπάρναμπι σε ισχυρογνωμοσύνη και απείθεια. Ώσπου μια μέρα, απαυδισμένοι, αποφασίζουν να τον ξεφορτωθούν αφήνοντάς τον να φύγει ψηλά στον ουρανό… Εκεί στους αιθέρες θα τον ψαρέψει ένα αερόστατο με δυο γηραιές κυρίες, κι η γνωριμία του παιδιού μαζί τους θα σταθεί η αφορμή για ένα μαγικό ταξίδι σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου: Νότια και Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, Αφρική, ακόμα και στο διάστημα θα φτάσει η χάρη του! Στην περιπλάνησή του, θα κάνει ένα σωρό φίλους που θα τον βοηθήσουν στα δύσκολα, θα σταθεί κι ο ίδιος βοηθός για πολλούς από αυτούς, θα αντιμετωπίσει κινδύνους και απρόβλεπτες καταστάσεις, ακόμα και παλιούς, χαμένους φίλους θα ξανανταμώσει! Κι όλα αυτά ενώ εκεί πίσω στην πατρίδα του την Αυστραλία κάποιοι, αμήχανοι αλλά αμετανόητοι, εξαφανίζουν κάθε αποδεικτικό στοιχείο της πρόθεσης του ιπτάμενου πιτσιρικά να επιστρέψει στα πάτρια, ενώ κάποιοι άλλοι τον νοσταλγούν, χάνουν το κέφι τους και τη διάθεσή τους τσακισμένοι από την απουσία του…

Ξαναγυρνάμε στον Μπάρναμπι, του οποίου ο διακαής πόθος είναι η επιστροφή στο λατρεμένο του Σίδνεϊ. Θα τα καταφέρει τελικά να γυρίσει, και μάλιστα μέσω διαστήματος! Κι όχι μονάχα αυτό: Το φινάλε του ταξιδιού του μπορεί να μην του χαρίσει το θαύμα που προσδοκά, θα του παράσχει ωστόσο ιατρική λύση στο πρόβλημά του. Αλήθεια, πώς θα σας φαινόταν ένας «προσγειωμένος» Μπάρναμπι; Τι το μοναδικό, ιδιαίτερο, συναρπαστικό θα είχε η συναναστροφή μαζί του; Και το ταξίδι του; Θα είχε ποτέ πραγματωθεί αν ο μικρός υπάκουε αυστηρά στους νόμους της βαρύτητας; Κάπως έτσι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας αντιλαμβάνεται ότι, αν δεν ήταν αυτός που είναι, τίποτα από τα θαυμαστά που έζησε, κανένας απ’ τους ανθρώπους που αντάμωσε δε θα είχε βρεθεί στο δρόμο του. Συνειδητοποιεί ότι δικοί μας είναι εκείνοι που μας δέχονται έτσι ακριβώς όπως είμαστε – και κανένας άλλος. Κι αυτό θα αποδειχθεί έμπρακτα στο απογειωτικό φινάλε του βιβλίου, καθώς στην απόφασή του να τραβήξει το δικό του δρόμο θα τον ακολουθήσει συνειδητά εκείνος που περισσότερο απ’ όλους πόνεσε στη διάρκεια της απουσίας του.

Έντονα αντιρεαλιστικά στοιχεία από τον Τζον Μπόιν, με πρώτο και καλύτερο το διαζύγιο που έχει πάρει ο ήρωάς του με τη βαρύτητα! Η χρήση αντιρεαλιστικών στοιχείων μέσα σε ένα τυπικά ρεαλιστικό πλαίσιο αποδεικνύεται ευφυής, αφού απαλύνει ικανοποιητικά τη σκληρή πραγματικότητα –ένα παιδί που δεν το θέλουν οι γονείς του–, σε αρκετές περιπτώσεις προωθεί αβίαστα την πλοκή –όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την έξω από κάθε λογική περιπλάνηση του μικρούλη στο διάστημα, αλλά και με το γεγονός ότι, αν και οχτώ χρονών, περιφέρεται από χώρα σε χώρα με αεροπλάνα και βαπόρια χωρίς ποτέ κανείς να του ζητήσει διαβατήριο–, επί της ουσίας απλοποιεί τόσο τα πράγματα ώστε να αφεθεί απρόσκοπτα ο αναγνώστης στη μαγεία της περιπέτειας. Σε κάποιες περιπτώσεις η επιλεκτικότητα στη διαχείριση πρακτικών ζητημάτων είναι κραυγαλέα, όπως συμβαίνει όταν ο Μπάρναμπι ξεμένει από λεφτά για ταξί, πράγμα που πάντως δεν τον εμποδίζει αμέσως μετά να μπει χωρίς εισιτήριο σε ένα στάδιο… Είναι κι αυτός, νομίζω, ένας από τους τρόπους του συγγραφέα να απαλλάξει το μυθιστόρημά του από το βάρος ενός μέρους της πραγματικότητας. Όσο για το χιούμορ, άλλοτε υποδόριο κι άλλοτε σαρκαστικό και πικρό, δεν αποφορτίζει μόνο, αλλά γίνεται και το εργαλείο για να βγει στην επιφάνεια η ανθρώπινη σκληρότητα σε όλο της το μεγαλείο και να ειπωθούν αβάσταχτες, οδυνηρές αλήθειες.

Η διαχείριση των χαρακτήρων παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Σε ό,τι αφορά τον πρωταγωνιστή, για παράδειγμα, κινητήρια δύναμή του είναι η ικανότητά του να επιβιώνει βασισμένος στις δυνάμεις του, η παιδική του αισιοδοξία, η καλοσύνη του κι η πεποίθησή του πως αιτία των περιπετειών του υπήρξε ένα ατυχές συμβάν, όχι η συνειδητή απόφαση των γονιών του να τον διώξουν από κοντά τους. Μπορεί βαθιά μέσα του να έχει τις αμφιβολίες του, πάντως αυτό δε θα κλονίσει την απόφασή του να γυρίσει πίσω, ούτε θα τον εμποδίσει να βοηθήσει τους ανθρώπους που θα συναντήσει να αποκαταστήσουν τις χαμένες ισορροπίες με τις δικές τους οικογένειες. Η σταδιακή του ωρίμανση επιτυγχάνεται μέσα από τις πολλές διαφορετικές του εμπειρίες στη διάρκεια του ταξιδιού του, καθώς χάρη σ’ αυτές ανακαλύπτει ότι υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που και τον αποδέχονται αλλά και τον χρειάζονται.

Οι περισσότεροι από τους καινούριους του φίλους, βλέπετε, είναι άνθρωποι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «ιδιαίτεροι», είτε επειδή έχουν κάνει επιλογές ζωής που απέχουν από τις συνήθεις, είτε επειδή έχουν αποφασίσει να καλλιεργήσουν ένα ταλέντο, είτε γιατί έχουν κάποια σωματική αναπηρία – πάντοτε όμως, ακόμα κι αν έχουν πετύχει στη ζωή, βαθιά μέσα τους χάσκει μια πληγή, αφού για να κυνηγήσουν το όνειρό τους χρειάστηκε να αποκοπούν ολοκληρωτικά από τις απορριπτικές οικογένειές τους. Η συνάντηση του Μπάρναμπι μαζί τους θα μπορούσε να εκφυλιστεί σε βαρετή περιπτωσιολογία, αν ο συγγραφέας δεν είχε ενσωματώσει στη ροή της βασικής αφήγησης, ως αποτέλεσμα κάποιας αιφνίδιας μεταστροφής στην περιπλάνηση του ήρωά του, την εμφάνιση καθενός τους. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι οι ιστορίες τους μένουν ανοιχτές, αφού πάντοτε ο αποχωρισμός τους από τον μικρό πρωταγωνιστή τούς αφήνει στα πρόθυρα ενός μεγάλου βήματος που εμείς απλώς φανταζόμαστε ότι θα συμβεί. Αν μάλιστα αναλογιστούμε την ομοιότητα που διαθέτει καθεμιά από αυτές τις ιστορίες με την προσωπική περιπέτεια του ίδιου του Μπάρναμπι –γονεϊκή απόρριψη–, ο ατελής τους χαρακτήρας ενισχύει το αίσθημα αισιοδοξίας και προσμονής για το αίσιο τέλος και της δικής του περιπλάνησης.

Όσο για τους απίθανους γονείς του μικρού, τι να πει κανείς γι’ αυτούς τους τύπους; Άραγε δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για την εξωφρενική στάση τους; Ω, μα ναι! Οι δικοί τους καταπιεστικοί, απαιτητικοί γονείς, που, θέτοντας στα παιδιά τους δυσθεώρητους στόχους, τα έκαναν να επιδιώκουν την πλήρη αφάνεια και μετριότητα για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Όλοι κουβαλάμε τις πληγές μας τελικά. Το ζητούμενο είναι πώς τις διαχειριζόμαστε ώστε να μη μεταλλασσόμαστε από θύματα σε θύτες των άλλων. Κι οι γονείς του Μπάρναμπι Μπρόκετ, δυο καρικατούρες «καθωσπρέπει» ανθρώπων, είναι δυστυχισμένα πλάσματα που έχουν επιλέξει ως στάση ζωής τη λογική του κουκουλώματος και της δήθεν κανονικότητας σε μια απόπειρα απόδρασης από την τραυματική παιδική τους ηλικία.

Δεκαπέντε ασπρόμαυρες εικόνες από τον Όλιβερ Τζέφερς και τρεις καρτ ποστάλ γραμμένες απ’ το «χέρι» του ήρωα συνοδεύουν το κείμενο. Ο Τζέφερς σε κάποια σημεία παίρνει τις ελευθερίες του, όπως στην εικόνα του Μπάρναμπι στο διάστημα, η οποία απέχει από την περιγραφή που δίνει το κείμενο. Αλλού μας κλείνει πονηρά το μάτι με αναφορά στην εικονογράφηση των δικών του βιβλίων – όπως συμβαίνει με εκείνο το ελάφι με τα σαν ξύλα ποδαράκια μέσα στο πάρκο, που κάτι μας θυμίζει…

Ο Μπάρναμπι Μπρόκετ οφείλει τη γοητεία του στο ότι είναι ένα κράμα πολλών διαφορετικών πραγμάτων: από τη μια ένα βιβλίο διασκεδαστικό, περιπετειώδες, γεμάτο ανατρεπτική φαντασία, από την άλλη μια προσωπική ιστορία απόρριψης σκληρά αποκαλυπτική, οδυνηρά αληθινή. Πάνω απ’ όλα όμως το βιβλίο του Μπόιν είναι βαθιά αισιόδοξο απ’ την αρχή του ως το ασυμβίβαστο φινάλε του, εκεί που το Σίδνεϊ, «η πιο υπέροχη πόλη του κόσμου», η Ιθάκη που έδωσε στον πρωταγωνιστή το ωραίο ταξίδι, αντί να σηματοδοτήσει το τέλος –έστω και συμβατικά ή συμβιβαστικά ευτυχές– της διαδρομής, γίνεται η αφετηρία για μια νέα βουτιά στον υπέροχο απέραντο κόσμο, μια βουτιά που είναι αδύνατον να τη χαρείς αν δεν έχεις αγαπήσει κι αποδεχτεί ολοκληρωτικά αυτό τον εαυτό που κουβαλάς μέσα σου.      

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Μαρία Αγγελίδου, Ιστορίες που τις είπε ο πόλεμος

Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012 (από 9 ετών)

 
 



Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί, ενώ τα βιβλία μυθολογίας για παιδιά κυκλοφορούν σε αφθονία, τα αντίστοιχα βιβλία ιστορίας είναι αισθητά λιγότερα; Η απάντηση, νομίζω, είναι προφανής: Η μυθολογία σού παρέχει μια ιστορία έτοιμη: υπόθεση, πλοκή, ήρωες, συχνά ακόμα και ηθικό δίδαγμα. Αντιθέτως, η ιστορία, ως παράταξη πραγματικών γεγονότων, και παρά τις αιτιακές συνδέσεις που τη διέπουν, δεν παύει να είναι έρμαιο του τυχαίου, του αναπάντεχου: Σου πεθαίνει, για παράδειγμα, στα καλά του καθουμένου ο βασικός πρωταγωνιστής κι εσύ τρέχεις και δε φτάνεις! Αφήνω τις διαφορετικές ερμηνείες κι εκτιμήσεις, τις αναπόφευκτες συναισθηματικές αποχρώσεις, ακόμα και τις μυστικές ή ασαφείς πτυχές των ίδιων των γεγονότων… 
Η συγγραφέας των Ιστοριών που τις είπε ο πόλεμος φαίνεται πως είχε κατά νου όλες αυτές τις δυσκολίες όταν ξεκίνησε να καταγράψει στιγμές από τους πολέμους Ελλήνων και Περσών σ’ ένα βιβλίο που περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια: τα τρία πρώτα αφορούν τις μάχες του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας· το τέταρτο κάνει ένα άλμα στο χρόνο και μας πάει στη μάχη του Αλέξανδρου με το Δαρείο τον Γ’ στα Γαυγάμηλα. Τέσσερις μάχες με τους ίδιους λαούς αντιμέτωπους, αλλά με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές, σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς όρους. Ποια είναι η συνδετική γραμμή ανάμεσά τους; Μα ο κοινός αφηγητής. Που δεν είναι όποιος κι όποιος, αλλά ο καθ’ ύλην αρμόδιος να μιλήσει για τέτοια ζητήματα: ο κυρ Πόλεμος αυτοπροσώπως!
Κι αν κάτι μας ξεκαθαρίζει εξαρχής ο αφηγητής μας, είναι ότι κάθε μάχη είναι ένας άλλος κόσμος, μια άλλη ιστορία. Ότι δεν υπόκειται σε κατηγοριοποιήσεις και κανόνες. Αυτό καθιστούν σαφές και οι τίτλοι των τεσσάρων επιμέρους κεφαλαίων: τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι ομοιόμορφες, τυποποιημένες ιστορίες βαλμένες στην αράδα, που περιμένουν από σένα να τις θυμηθείς με βάση μονάχα ονόματα κι ημερομηνίες· καθένα έχει τη δική του, μοναδική υπόσταση: άλλες μάχες κερδίζονται με την τρεχάλα, σ’ άλλες θριαμβεύουν οι νικημένοι και σ’ άλλες οι νικητές, κάποιες άλλες, πάλι, με διαφορετικές προθέσεις ξεκινάνε κι αλλιώς καταλήγουν…
Κάποτε ο τίτλος μπορεί να υποδεικνύει και τον βασικό αφηγηματικό άξονα, το εύρημα εκείνο που μπολιάζει τα ιστορικά γεγονότα μεταλλάσσοντάς τα σε συνεκτικές αφηγήσεις. Όπως γίνεται στην περίπτωση της μάχης που κερδήθηκε τρέχοντας – γνωστής και ως μάχης του Μαραθώνα. Άντε μετά από τόση τρεχάλα να βρεθεί έστω και μισό παιδί που να μην έχει εμπεδώσει αυτό το θαυμαστό επίτευγμα ανθρώπινης θέλησης! Άλλοτε το στίγμα το δίνει μια –φαινομενικά ασήμαντη– λεπτομέρεια, όπως η ιεροτελεστία της φροντίδας της κόμης πριν από τη μάχη, όπως γίνεται στην εξιστόρηση της μάχης των Θερμοπυλών, κι άλλοτε μια χαρακτηριστική φράση ενός ηγέτη που μπορεί να αλλάξει διαμιάς τον ρου των γεγονότων.
Μόνο που στις αφηγήσεις υπάρχουν και τα πρόσωπα, αυτοί που κινούν τα νήματα. Γι’ αυτό και ανάλογη έμφαση δίνεται στην παρουσίαση των ιδιαίτερων χαρακτηρολογικών στοιχείων αλλά και στην αντιπαράθεση της ψυχοσύνθεσης των μεγάλων πρωταγωνιστών (Ξέρξης-Λεωνίδας, αλλά και Ξέρξης-Θεμιστοκλής, όπως και Αλέξανδρος-Δαρείος Γ’). Από κει και πέρα, μες στις αδρές αυτές γραμμές μπορούν να χωρέσουν περίπου τα πάντα: οι ιδιαίτερες συνθήκες των μαχών, οι αναπάντεχες εφορμήσεις του τυχαίου στο ρου των γεγονότων, οι πολιτισμικές διαφορές των λαών, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, ο ρόλος δευτερευόντων προσώπων και γεγονότων. Μπορούν να διαφανούν οι αιτίες – ή έστω κάποιες από αυτές. Αλλά και να αποκατασταθούν παρεξηγήσεις, απόρροια μάλλον συναισθηματικής φόρτισης, όπως η αντίληψη ότι ο Δαρείος ή ο Ξέρξης ήταν βασιλιάδες της πλάκας… Ακόμα και να διατυπωθούν νύξεις για τον τρόπο με τον οποίο γράφεται τελικά η ιστορία – με τις αναφορές στις μάχες που δίνονται στα βάθη των βιβλίων!
Χιούμορ αλλά και κριτική διάθεση, προσήλωση στα γεγονότα αλλά και αποστασιοποίηση από πολεμοχαρείς κι εθνικιστικές εμμονές, μια νηφάλια ματιά μέσα από ένα σύγχρονο αλλά και βαθιά ανθρώπινο πρίσμα.  
Κι ερχόμαστε στην εικονογράφηση: Για την Ίριδα Σαμαρτζή έχω την αίσθηση ότι, όσο ετερόκλητα κι αν είναι τα βιβλία που καλείται κάθε φορά να εικονογραφήσει, έχει την ικανότητα, χωρίς να προδίδει στο ελάχιστο το προσωπικό καλλιτεχνικό της στίγμα, να αποτυπώνει με εκπληκτική ακρίβεια το πνεύμα του εκάστοτε κειμένου. Όχι σχολιάζοντας αλλά συνδημιουργώντας. Εδώ, για παράδειγμα, η εικονογράφηση θυμίζει ανασκαφή: εικόνες αλλά και θραύσματα εικόνων· αναφορές σε αρχαιοελληνικά μοτίβα και τεχνοτροπίες· σπαράγματα χαρτών, αγαλμάτων και αγγείων· αλλά και χρωματικές αντιθέσεις δηλωτικές της αντιπαράθεσης των δύο πολιτισμών. Με δυο λόγια, η αποσπασματικότητα μιας ιστορίας που έφτασε ως τις μέρες μας μέσα από ό,τι κατόρθωσε να διασωθεί από τη μήνι του χρόνου και των ανθρώπων.
Τις Ιστορίες που τις είπε ο πόλεμος τις αγόρασα πριν από λίγους μήνες για να τις δωρίσω σ’ ένα γνωστό μου δεκάχρονο παιδάκι το οποίο απεχθανόταν την ιστορία. Υποψιαζόμουν ότι γι’ αυτή την απέχθεια δεν έφταιγε ούτε η ιστορία ούτε το παιδί, αλλά ο τρόπος με τον οποίο είχαν επιλέξει να του την επιβάλουν: αποστειρωμένη, αποκομμένη από τα πάντα, νεκρή. Εγώ, από την άλλη, ήθελα να του δώσω να καταλάβει πως ό,τι καταγράφηκε ως ιστορικό γεγονός στο πέρασμα του χρόνου έλαβε χώρα όχι σε κάποιο διαστημικό τοπίο ούτε σε μια στιγμή αποκομμένη από το χρόνο, αλλά κάπου εδώ δίπλα, σε μιαν ώρα σαν και τούτη. Ότι εκείνος ο μακρινός Μαραθώνας ήταν ο ίδιος μ’ αυτόν που είχε πάει πολλές φορές για κολύμπι, ότι εκείνη η ηρωική Σαλαμίνα είναι το νησάκι που πετάχτηκε άλλες τόσες φορές για μια κυριακάτικη εκδρομή. Ομολογώ ότι όταν διάβασα το βιβλίο μετά βίας αντιστάθηκα στην παρόρμηση να γράψω γι’ αυτό. Σκέφτηκα να το παρουσιάσω κάποια στιγμή στο μέλλον μαζί με όλα τα υπόλοιπα βιβλία της σειράς. Αν αποφάσισα τελικά να μιλήσω μόνο γι’ αυτό σήμερα, ήταν επειδή, όταν καταστάλαξε η πρώτη εντύπωση στο μυαλό μου, θεώρησα ότι, εντάσσοντάς το σε ένα ευρύτερο σύνολο, θα αδικούσα τη μοναδικότητά του, θα κατέπνιγα ενδεχομένως την αυθεντικότητα της φωνής του αφηγητή του. Αυτής της φωνής που σ’ ένα σημείο του βιβλίου ενδίδει στη συγκίνηση από την απέλπιδα προσπάθεια του Λεωνίδα, των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων στις Θερμοπύλες. Και που κάπου αλλού μας υπενθυμίζει, σχεδόν τρυφερά, ότι η «μάχη που κερδήθηκε τρέχοντας» έγινε «μια γλυκιά μέρα του Σεπτέμβρη» σαν και τη σημερινή, σε μια παραλία λίγα χιλιόμετρα από το σημείο όπου γράφονται οι τελευταίες λέξεις αυτής εδώ της ανάρτησης.
 
 
 

 

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Ελένη Πριοβόλου, Ο τρυφεράκανθος

Εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου, Καλέντης, Αθήνα 2013 (από 5 ετών)




Ο τρυφεράκανθος ζει σ’ ένα πανέμορφο λιβάδι. Έχει φίλους τον ήλιο, το φεγγάρι, τον αέρα, το ουράνιο τόξο. Εσωστρεφής, ντροπαλός, διαισθητικός και ονειροπόλος όμως καθώς είναι, δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από τα άλλα ζωντανά του λιβαδιού, που τον κοροϊδεύουν. Οι φίλοι του, ο ήλιος, ο αέρας, η ίριδα και το φεγγάρι, τον στηρίζουν λέγοντάς του ότι τους αρέσει ακριβώς όπως είναι, ωστόσο αυτός αποφασίζει να αλλάξει, να προξενεί το φόβο στους άλλους. Και με τη βοήθεια του ξωτικού του δάσους, μεταμορφώνεται σε ακανθόχοιρο, σκορπώντας πόνο γύρω του, βλάπτοντας όχι μονάχα εκείνους που τον κοροϊδεύουν αλλά και τους ίδιους τους φίλους του, που παίρνουν των ομματιών τους από το λιβάδι, οδηγώντας και τους υπόλοιπους κατοίκους του στην απόφαση να ξενιτευτούν. Ο τρυφεράκανθος συνειδητοποιεί το λάθος του και, κατορθώνοντας να ανακαλύψει βαθιά μέσα του ένα κομμάτι του παλιού του εαυτού, ξαναβρίσκει την πρώτη του μορφή, φέρνοντας πάλι τη χαρά και τη ζωή στο λιβάδι.

Η βία, ακόμα και λεκτική, ακόμα και ακούσια, παράγει βία, μας λέει η Ελένη Πριοβόλου. Κάποτε μάλιστα βία πολλαπλάσια της αρχικής, ανεξέλεγκτη, τυφλή. Όταν ο ήρωάς μας αποφασίζει να αλλάξει, στόχος του είναι απλώς να τρομάξει αυτούς που τον περιγελούν. Μόνο που καταλήγει να γίνει αποκρουστικός κι επικίνδυνος ακόμα και για τους αγαπημένους του, για τον ίδιο του τον εαυτό. Το χειρότερο, από θύμα γίνεται θύτης, κατηγορούμενος, υπόλογος απέναντι σε κείνους που πρώτοι τον αδίκησαν.

Δηλαδή η ειρωνεία, ο εμπαιγμός, η κοροϊδία δεν είναι μορφή βίας; θα μου πείτε. Φυσικά και είναι, και μάλιστα βία ύπουλη και βασανιστική. Μόνο που ο τρυφεράκανθος δε στέκει απροστάτευτος απέναντι στην ανόητη, αφελή, ενδεχομένως και ζηλόφθονη στάση των πλασμάτων του λιβαδιού: έχει τη ζεστασιά και την αγάπη φίλων καλών κι αγαπημένων’ την εξήγηση της σοφής κουκουβάγιας («ό,τι δεν μπορούν να καταλάβουν το κοροϊδεύουν»)’ αλλά και την έγκαιρη προειδοποίηση του ξωτικού του δάσους («Όταν σε φοβούνται… δε θα σ’ αγαπούν»). Κι όμως, εμμένει στην απόφασή του να γίνει μισητός. Και φυσικά το πληρώνει. Όταν μάλιστα πάει να εκφράσει το παράπονό του στα πλάσματα του λιβαδιού για τη συμπεριφορά τους, εκείνα αποσείουν την ευθύνη ισχυριζόμενα πως «απλώς έπαιζαν». Να σας πω την αλήθεια, εμένα δε με πείθουν εντελώς. Ίσως μάλιστα ο μικρός αναγνώστης, έχοντας συμπονέσει τον τρυφεράκανθο στην αρχή της ιστορίας, να περίμενε τουλάχιστον από μέρους τους μια παραδοχή και των δικών τους ευθυνών, που όμως δεν έρχεται ποτέ. Ευτυχώς έχει προηγηθεί η εξήγηση της κουκουβάγιας, αυτό το «δεν μπορούν να καταλάβουν», που τους παρέχει ένα ελαφρυντικό για τη στάση τους. Όσο για τον τρυφεράκανθο, η πορεία επιστροφής του προς τον πρότερο εαυτό του θα αποδειχθεί μοναχική και επώδυνη. Κανένα στοιχείο της φύσης δε θα διευκολύνει το δρόμο του, κανένα ξωτικό δε θα ζωντανέψει από τη δύναμη της διαίσθησής του. Η βύθιση στον εαυτό του, η συνειδητοποίηση του λάθους του είναι αυτές που θα ξαναφέρουν στην επιφάνεια αυτό που κάποτε ήταν, αποκαθιστώντας τις ισορροπίες στο λιβάδι.

Η συγγραφέας ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο επιστρατεύοντας χρώματα, ήχους, ευωδιές και την πολυμορφία της πανίδας με έμφαση στα μικρά πλασματάκια, ενώ ανεμόσκαλες, βροχοκλωστές και βροχοσκάλες κάνουν δυνατή την επικοινωνία με τα φυσικά και υπερφυσικά στοιχεία, μεταλλάσσοντας το λιβάδι σε ένα θαυμαστό τοπίο όπου η μαγεία γίνεται απτή μόνο χάρη στην ιδιαίτερη ευαισθησία αυτού που την αναζητά. Η εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου, απόλυτα εναρμονισμένη με το κείμενο, δίνει το απαραίτητο χρώμα και βάθος, ζωντανεύοντας το σκηνικό και τους κατοίκους του και αποτυπώνοντας διαθέσεις και συναισθήματα χάρη στην εναλλαγή ανάμεσα σε φως και σκοτάδι, σε χρώματα και υφές, με εξαιρετικό για άλλη μια φορά αποτέλεσμα.

Ο Τρυφεράκανθος δεν είναι μόνο ένα βιβλίο για το σεβασμό στη διαφορετικότητα ή για τις πολλές κι αλληλένδετες μορφές της βίας. Επιπλέον, θίγει καίρια ζητήματα αυτογνωσίας (είμαστε συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας ανεξάρτητα από το τι λένε οι άλλοι για μας;), ανθρώπινων σχέσεων (είναι δυνατόν να μας καταλαβαίνουν όλοι;), αλλά και ατομικής επιλογής και ευθύνης (είναι αρκετή η βία των άλλων για να δικαιολογήσει αντίστοιχες δικές μας συμπεριφορές και αποφάσεις;). Η απουσία διδακτισμού μπορεί να συνεπάγεται λίγο περισσότερο παίδεμα κατά την ανάγνωση, αν και στο δικό μας σπίτι οι συζητήσεις γύρω από το συγκεκριμένο βιβλίο υπήρξαν αρκούντως παραγωγικές, κάνοντάς μας να συνδέσουμε την ιστορία του τρυφεράκανθου με στιγμές από τη δική μας πραγματικότητα αλλά και δίνοντας πάντα στην ερμηνεία μας μια καινούρια οπτική ή απόχρωση που την προηγούμενη φορά μάς είχε διαφύγει.