Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Αγαθή Δημητρούκα, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος - Ελ Γκρέκο

Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014 (από 7 ετών)

 


Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: ο μεγάλος αναγεννησιακός ζωγράφος που μοίρασε τη ζωή του σε τρεις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), διαμορφώνοντας μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική φυσιογνωμία και μένοντας γνωστός στους αιώνες με ένα όνομα που συμπυκνώνει όλη την προσωπική και καλλιτεχνική του διαδρομή: Ελ Γκρέκο, με το ισπανικό «Ελ» («Ο») και το ιταλικό «Γκρέκο» («Έλληνας») να δηλώνουν την ελληνική του καταγωγική αφετηρία.

Αφορμώμενη από την επέτειο των τετρακοσίων χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου αυτού ζωγράφου, η Αγαθή Δημητρούκα σε αυτό το καινούριο βιβλίο της τον ακολουθεί σε όλη τη διαδρομή του, από τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη και τις πρώτες –βυζαντινές– επιρροές ως τις σπουδές στην Ιταλία και στη συνέχεια τη μετοίκιση στην Ισπανία – και πιο συγκεκριμένα στο χωνευτήρι των πολιτισμών, το Τολέδο. Παράλληλα, και με σταθερό της μότο την ποιητική φράση «Για πάντα, ποτέ!», επιχειρεί να φωτίσει πτυχές της ιδιαίτερης προσωπικότητας του μεγάλου Κρητικού άρρηκτα συνδεδεμένες με το καλλιτεχνικό του έργο, σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο επέδρασε ο Γκρέκο στη νεότερη τέχνη και προτρέπει τους νεαρούς της αναγνώστες να συλλογιστούν πάνω στη φύση του καλού και στη σχέση του με την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και με τη ζωή.

Άξιος συμπαραστάτης της ο Νικόλας Ανδρικόπουλος, ο οποίος βαδίζει εικαστικά πάνω στα χνάρια του Θεοτοκόπουλου εικονογραφώντας μορφές που αποτυπώνουν το κλίμα της εποχής του και αποδίδουν, χωρίς να φείδονται συναισθήματος, την πορεία του μεγάλου ζωγράφου από την παιδική του ηλικία ως τη νεκρική κλίνη. Συνδιαλεγόμενος διαρκώς με το έργο του Ελ Γκρέκο (ψηλόλιγνες φιγούρες, έντονα χρώματα), ο Ανδρικόπουλος κατορθώνει να συνταιριάξει με απόλυτη φυσικότητα και να ενσωματώσει στην εικονογράφησή του ατόφια έργα του Κρητικού ζωγράφου, εισάγοντας έτσι αβίαστα το παιδί αναγνώστη στην τεχνοτροπία του.

Μία ευτυχής σύμπραξη δύο σημαντικών δημιουργών, που πετυχαίνουν όχι απλώς να βιογραφήσουν αλλά να καταδυθούν στον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο του ιδιοφυούς καλλιτέχνη, με μίτο το πολύχρωμο κουβάρι του πρωτοποριακού, ρηξικέλευθου για την εποχή του έργου του.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Βασίλης Παπαθεοδώρου, Ιπτάμενες σελίδες

Εικονογράφηση: Πέτρος Μπουλούμπασης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011 (από 11 ετών)

 
 
 
Ένα μάτσο σελίδες εγκαταλείπουν ύστερα από μια αλυσίδα γεγονότων ένα βιβλίο και πλημμυρίζουν τον ουρανό της αυταρχικής, μίζερης, κλειστοφοβικής Νότιας Πανδυσίας. Οι σκόρπιες σελίδες θα φτάσουν σε πολλά διαφορετικά χέρια, νέων κυρίως ανθρώπων, βοηθώντας τους με τρόπο μαγικό να πιστέψουν σε μια διαφορετική ζωή, πέρα από κανόνες, υποχρεώσεις, αρρώστιες, φόβους, τεχνητές έχθρες και ανασφάλειες. Μόνο που η απόπειρά τους αυτή ν’ αλλάξουν τη ζωή τους θα συναντήσει τη βίαιη αντίδραση της εξουσίας, που θα επιδιώξει πάση θυσία να αποκρύψει από τους υποψιασμένους κατόχους των ιπτάμενων σελίδων την αλήθεια.

Με τις ιπτάμενες σελίδες του να λειτουργούν αφηγηματικά ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, ο Παπαθεοδώρου κινείται αβίαστα από το ατομικό επίπεδο της ζωής κάθε μεμονωμένου χαρακτήρα του στην κοινή, συλλογική προσπάθεια. Ας μην είναι όλοι οι ήρωές του ίδιοι, ας τους χωρίζουν πολλά, ας αποκαλυφθούν στην πορεία παθογένειες, αδυναμίες, εγκλωβισμός σε παγιωμένες συνήθειες κι αντιλήψεις. Εξάλλου η αλήθεια, όπως και η ζωή, δεν κινείται γραμμικά και προβλέψιμα, βρίσκει πολλούς, ακόμα και παράδοξους ή τυχαίους τρόπους για να αποκαλυφθεί. Γι' αυτό κι ευφυώς, νομίζω, ο συγγραφέας δίνει κομβικό ρόλο στην πλοκή του στον πιο παθητικό και κοινωνικά αδιάφορο ήρωα του βιβλίου του – ένα αγόρι βουλιμικό, που απεχθάνεται το διάβασμα, κι όμως, παρά τη θέλησή του, θα λειτουργήσει δύο φορές ως ο καταλύτης στην εξέλιξη της υπόθεσης. Άξιος συμπαραστάτης του, συνειδητός αυτός, ένα γηραιό όργανο της τάξης, που, κουρασμένο από συμβιβασμούς και παραχωρήσεις, αποφασίζει τελικά να κάνει την επανάστασή του.

Παράλληλα με τη δράση των προσώπων, σ’ ένα άλλο επίπεδο, ξεδιπλώνεται σελίδα με τη σελίδα ένα άγρια δυστοπικό σκηνικό –αυτό της Νότιας Πανδυσίας, σε μόνιμη κατάσταση έχθρας με τη Βόρεια–, μιας χώρας σε μικρογραφία, που -κατά τρόπο ειρωνικό- ίσα που φτάνει τα όρια μιας πόλης, με στρατηγούς που φέρουν τον βαθμό του λοχαγού και ηγέτες της εμβέλειας δημάρχου, με εθνικό ήρωα μισιακό με τους άσπονδους Βόρειους γείτονες. Ένα αυταρχικό καθεστώς που χειραγωγεί τα πλήθη με την προώθηση υλιστικών προτύπων, την παντελή έλλειψη πνευματικότητας, την ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων, την καλλιέργεια φόβου, τη διαστρέβλωση της ιστορίας και την αντικατάστασή της από μια άλλη, τεχνητή. Τόσο τεχνητή όσο κι η συντηρούμενη έχθρα με τη Βόρεια Πανδυσία, για λόγους που εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο τα σχέδια των δύο καθεστώτων.

Η εικονογράφηση του Πέτρου Μπουλούμπαση, σκοτεινά υποβλητική και απέριττα υπαινικτική, δένει εξαιρετικά με αυτό το βιβλίο στο οποίο η αλήθεια –έστω και τσαλαπατημένη, κακοποιημένη, φιμωμένη, κρυμμένη, κατακερματισμένη, προσωρινά ηττημένη– είναι καταδικασμένη να λάμψει, μεταλλάσσοντας τη διχασμένη, θλιβερή, αφιλόξενη Πανδυσία σ’ αυτό που αληθινά της αξίζει να είναι – μια πανδαισία χρωμάτων, συναισθημάτων, εικόνων κι ονείρων.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Εύα Ιεροπούλου, Το παγκάκι που ήθελε να γίνει βάρκα

Εικόνες: Νίκη Λεωνίδου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013 (από 7 ετών)

 
 


Τα αιώνια δράματα της ζωής: Ένα παγκάκι δεν είναι ευτυχισμένο με τον εαυτό του και το έργο που επιτελεί, και θέλει να γίνει βάρκα. Κατορθώνει με κάποιον τρόπο να βουτήξει στη θάλασσα και, φυσικά, πάει άπατο. Μες στης θάλασσας τα βάθη θα γνωρίσει αρχικά την απαξίωση. Στην πορεία βέβαια θα ανακαλύψει ότι ακόμα και στο βυθό μπορεί να φανεί χρήσιμο, κατανοώντας επιτέλους αυτό που δεν του είχε καν περάσει απ’ το μυαλό όσο βρισκόταν στη φυσική του θέση: πόσο υπέροχο είναι να χτίζονται πάνω σου φιλίες, αγάπες, ζεστές ανθρώπινες σχέσεις, που σε ακολουθούν για μια ζωή.

Όταν δεν είμαστε ευχαριστημένοι και συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας, λέει η ιστορία της Εύας Ιεροπούλου, συχνά οδηγούμαστε να κυνηγήσουμε στόχους που δεν μπορούν να υλοποιηθούν γιατί πάσχουν από παντελή έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Αν ωστόσο το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, το ταξίδι στ’ όνειρο, ακόμα κι αν δε σε πάει εκεί ακριβώς που φανταζόσουν, πάντα έχει κάτι καινούριο κι εποικοδομητικό να σου προσφέρει, επιτρέποντάς σου ταυτόχρονα να ανακαλύψεις και να αξιοποιήσεις ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη τις πραγματικές σου δυνατότητες και κλίσεις.

Ρέουσα αφήγηση, ζωηροί διάλογοι κι εκφραστική εικονογράφηση από τη Νίκη Λεωνίδου συνοδεύουν το παγκάκι μας στην πορεία του προς την αυτογνωσία και την προσωπική συμφιλίωση.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Βούλα Μάστορη, Γιαγιά στο ψυγείο

Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Ψυχογιός, Αθήνα 2013 (από 7 ετών)

 


Δυο ζωηροί πιτσιρικάδες, φοβούμενοι ότι η γιαγιά τους θα «ξεραθεί», όπως όλες οι γιαγιάδες, πασχίζουν να βρουν τρόπο να την κρατήσουν φρέσκια και δροσερή: την «ενυδατώνουν» με τον δικό τους τρόπο, προσπαθούν να κατασκευάσουν ένα νέο τύπο αντιγηραντικής κρέμας για να την πασαλείψουν ολόκληρη, τελικά αποφασίζουν να τη βάλουν σε ψυγείο. Ναι, αλλά σε τι ψυγείο…

Μια ευρηματική ιστορία για το πώς βλέπουν τα παιδιά το γήρας και τη συνακόλουθη φθορά του. Ισορροπώντας έξυπνα ανάμεσα στην τρυφερότητα και στο χιούμορ, η συγγραφέας βυθίζεται χωρίς ταμπού στον κόσμο της παιδικής φαντασίας και του παιχνιδιού ψηλαφώντας φόβους και ανασφάλειες και μιλώντας στους μικρούς της αναγνώστες για το αναπότρεπτο πέρασμα του χρόνου, που, μαζί τις ρυτίδες της ηλικίας, μας φιλοδωρεί και με συναισθήματα, εμπειρίες και ρόλους που δε θα μπορούσε ποτέ να μας χαρίσει η αιώνια νεότητα. Ταυτόχρονα, αξιοποιώντας τους αφελείς παραλληλισμούς και τις παρανοήσεις των δυο παιδιών, φωτίζει από μια ξεκαρδιστική, σαρκαστική οπτική τις συνταγές «αιώνιας ομορφιάς» και τη ματαιότητά τους.
 
Ένα χαριτωμένα ευαίσθητο κι απροσποίητα ειλικρινές βιβλίο, ιδανικό για ανήσυχα εγγονάκια αλλά και γι’ ανασφαλείς γιαγιάδες. Εικονογραφημένο υπέροχα, όπως πάντα, από την Ίριδα Σαμαρτζή.