Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Μαρίζα Ντεκάστρο, Οι δικοί μου άνθρωποι

 Εικονογράφηση: Χαρά Μαραντίδου, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2022

 

Όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο με ενοχλούν βιβλία που γαντζώνονται στην ανάγκη για μεγαλοστομία και εντυπωσιασμό. Που τα σχήματα λόγου ξεπετάγονται εδώ και κει στις σελίδες τους σαν ξεχασμένη αγριάδα σε καθαρό χωράφι. Που θεωρούν ότι το υψηλό και το μεγάλο μπορεί να συναρμολογηθεί όπου να ’ναι παράγοντας σπουδαία τέχνη. Σαν πολυέλαιος σε κοντέινερ λόγου χάρη.

Παρότι δε θέλω να μιλήσω για τέτοιου είδους βιβλία, αναπόφευκτα παρέλασαν όλα από μπροστά μου καθώς διάβαζα χτες βράδυ ένα βιβλίο που κινείται στη διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Ένα βιβλίο μνημείο απλότητας. Είναι οι Δικοί μου άνθρωποι της Μαρίζας Ντεκάστρο, σε εικόνες της Χαράς Μαραντίδου, μια ιστορία διάσωσης μιας οικογένειας Εβραίων συγγενών της συγγραφέως από τους κατοίκους ενός χωριού της ορεινής Κορινθίας την περίοδο της Κατοχής.

Δε θα σταθώ στην υπόθεση ούτε στο ιστορικό πλαίσιο, έχουν γραφτεί πολλά και εύστοχα τις τελευταίες μέρες. Θα περιοριστώ μόνο να μιλήσω για την αμεσότητα, την ειλικρίνεια και την περιεκτικότητα της αφήγησης της κεντρικής ηρωίδας, Ρεβέκκας-Κούλας, που δεν επιστρατεύει τρανταχτά σχήματα, θορυβώδη επίθετα και μελοδραματισμούς για να μιλήσει για τη ζωή στην Αθήνα του πολέμου και της Κατοχής, για τη φυγή από αυτή και για την άλλη ζωή, εκείνη στο χωριό. Κι ωστόσο, μέσα από τα λιγοστά της λόγια, αποτυπώνει όχι μόνο το προσωπικό βίωμα, αλλά και την ατμόσφαιρα, την καθημερινότητα, τις συνήθειες, τον ρυθμό ζωής μιας ολόκληρης εποχής. Μην επιτρέποντας στιγμή στον αναγνώστη να πάρει τα μάτια από τις σελίδες του βιβλίου.

Θέλω να σταθώ και στο ευφυές αφηγηματικά εύρημα της συνύπαρξης, από κάποιο σημείο και μετά, της αφήγησης της Ρεβέκκας-Κούλας με τις θραυσματικές, διάσπαρτες αναμνήσεις των κατοίκων του χωριού, ενός ενδιαφέροντος διαλόγου που –εμένα τουλάχιστον, και συγχωρήστε μου τον όποιο υποκειμενισμό– με παρέπεμψε σε εμβληματικά έργα πολυφωνικής προφορικότητας της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Θέλω, τέλος, να σταθώ στο πληροφοριακό υλικό στο τέλος του βιβλίου για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί κατορθώνει ξεκινώντας από το προσωπικό βίωμα να μεταβεί στο ιστορικό γεγονός. Και, δεύτερον, γιατί αποδεικνύει ότι το βιβλίο γνώσης -κι η γνώση εν γένει τελικά– δεν είναι συσσώρευση αλλά αφαίρεση. Και σύνθεση. Καλό είναι να το έχουν κατά νου όσοι επιχειρούν να φορτώσουν με τόνους ατάκτως ερριμμένων πληροφοριών τους πολύπαθους αναγνώστες τους.

Σ’ ένα αντίστοιχο πνεύμα αφαίρεσης και σύνθεσης κινείται και η εικονογράφηση της Χαράς Μαραντίδου. Με φειδωλή, πλην ουσιώδη, παρουσία του χρώματος, με την εμβόλιμη αλλά όχι κουραστική χρήση και φωτογραφικού υλικού, με εξαιρετική διαχείριση της προοπτικής, χωρίς να συσσωρεύει, να επαναλαμβάνεται, να βοά, κινούμενη με άνεση ανάμεσα στο ατομικό και στο ιστορικό, κατορθώνει να συμβαδίσει αρμονικά με το εξαιρετικό κείμενο.