Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Jean-Pierre Siméon - Olivier Tallec, Να ένα ποίημα που γιατρεύει ψάρια


Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη, Μικρή Σελήνη, Αθήνα 2018



Ο μικρός Άρθουρ φοβάται πως το ψάρι του ο Λίον βαριέται τόσο πολύ ώστε θα πεθάνει από πλήξη και βάζει σκοπό να το γιατρέψει. Η βιαστική μαμά του, όταν ζητά τη συμβουλή της, του απαντά πως ένα ποίημα θα ήταν μια χαρά γιατρικό. Τι όμως είναι ποίημα; αναρωτιέται ο Άρθουρ και, μια κι η μαμά είναι ήδη φευγάτη και το σπίτι του δε μοιάζει ικανό να δώσει ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημά του, βγαίνει στη γειτονιά κι αρχίζει να ρωτά από δω κι από κει. Κάπως έτσι ξεκινά το Να ένα ποίημα που γιατρεύει ψάρια, ένα υπέροχο βιβλίο που μας χάρισε πριν από λίγες μέρες η Μικρή Σελήνη, σε ευρηματικό, ποιητικό κείμενο του Jean-Pierre Siméon, ντυμένο με τις πανέμορφες εικόνες του Olivier Tallec και μεταφρασμένο άψογα από την Αργυρώ Πιπίνη. 

Πολύ κόσμο ρωτάει στη βόλτα του ο Άρθουρ, με πρώτο και καλύτερο τον μονίμως ερωτευμένο Λολό, τον ιδιοκτήτη του ποδηλατάδικου, που όχι, δεν απαντά στον μικρό πως «η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου», αλλά ταυτίζει το ποίημα με την απέραντη ευτυχία του ερωτευμένου. Η κυρία Ροντύ, η φουρνάρισσα, πάλι, έχει άλλη άποψη, το ίδιο κι ο γερο-Μαχμούντ από την έρημο κι ο Αριστοφάνης το καναρίνι: για καθέναν από αυτούς το ποίημα κρύβει τη μυστική νοστιμιά, την κρυφή ένταση, το απωθημένο όνειρο της δικής τους μοναδικής εμπειρίας, της δικής τους ανάγκης κι επιθυμίας. Αν για τους μη ειδικούς η ποίηση ορίζεται με βάση το βίωμα, για την κάπως πιο θεωρητική γιαγιά του μικρού η ποίηση είναι εκείνη που με τρόπο μαγικό γυρίζει τις λέξεις τα μέσα έξω, μεταμορφώνοντας τον κόσμο. Και για τον ποιητή; Τι πάει να πει ποίημα για εκείνον που το γράφει; Ποιος άραγε ξέρει… Και ποιος ακόμα γνωρίζει αν κι ο ίδιος ο ποιητής έχει επίγνωση της ποιητικής του ιδιότητας… Ή πόσο παράδοξα μπορεί να είναι τα υλικά που επιστρατεύει - πόσο ποιητική, λόχου χάρη, μπορεί να είναι ακόμα κι η ίδια η σιωπή... Γιατί, τελικά, όσο υποκειμενικό ζήτημα είναι η προσέγγιση της ποίησης από την πλευρά του αναγνώστη, άλλο τόσο προσωπική, βιωματική και μοναδική είναι κι η ίδια η ποιητική έκφραση. Το ποίημα, λέει ο Γιώργος Σεφέρης, «μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια/ θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις», κι αυτό μοιάζουν να το ξέρουν πολύ καλά όλοι οι συνομιλητές του Άρθουρ. Ακόμα κι ο άρρωστος φίλος του, το ψάρι του ο Λίον.

Ο Olivier Tallec ντύνει το κείμενο του Siméon με μπόλικο χρώμα και άφθονη φαντασία. Έντονες αποχρώσεις, ονειρικά τοπία, σουρεαλιστικές εικόνες, ζωηρές χρωματικές αντιθέσεις από σαλόνι σε σαλόνι αποτυπώνουν τη μοναδική άποψη καθενός από τα πρόσωπα που συμβουλεύεται ο Άρθουρ, και μαζί τις καταβολές τους, τα όνειρα, τις επιθυμίες τους, την ψυχική τους κατάσταση, τονίζοντας, κραυγάζοντας μάλλον, την ομορφιά του κόσμου, της δημιουργίας και, κυρίως, της σύνθεσης πολλών διαφορετικών οπτικών ικανών να κάνουν απτό, κατανοητό, οικείο και στον μικρό και στον μεγάλο αναγνώστη το μεγάλο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας. Γιατί το Να ένα ποίημα που γιατρεύει ψάρια είναι ένα βιβλίο χωρίς ηλικιακές ταμπέλες και όρια. Όπως, νομίζω, κάθε ωραίο βιβλίο.  


Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Πέιτερ Χους, Χρονολόγιο - Ένα ταξίδι στην ιστορία


Κείμενα: Πέιτερ Χους και Σύλβια Φάντεν Χέιντε, εικονογράφηση: Πέιτερ Χους, μετάφραση: Μαργαρίτα Μπονάτσου, επιμέλεια, Κατερίνα Σέρβη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018



Μέρες τώρα ξεφυλλίζω ένα εξαιρετικό βιβλίο: το Χρονολόγιο του Πέιτερ Χους, ένα βιβλίο-ταξίδι στην ιστορία, που, μέσα σε λιγότερα από σαράντα σαλόνια, κατορθώνει να χωρέσει ολόκληρη τη διαδρομή του πλανήτη μας από τη στιγμή της δημιουργίας της ζωής ως το σήμερα: εκεί οι δεινόσαυροι, η εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων, οι μεγάλοι πολιτισμοί, οι αυτοκρατορίες του Μεσαίωνα, οι επαναστατικές αλλαγές του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου και οι μεγάλοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα, αλλά και η 11η Σεπτεμβρίου του 2001, το Ισλαμικό Κράτος, το προσφυγικό.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Χους μαζί με τη Σύλβια Φάντεν Χέιντε δουλεύουν το υλικό τους: σε κάθε σαλόνι μια ή δυο μικρές παράγραφοι που δίνουν το βασικό πληροφοριακό πλαίσιο –εντυπωσιακά συμπυκνωμένο κι όμως άκρως κατατοπιστικό– κι από κει και μετά σύντομες λεζάντες με επιμέρους πληροφορίες αρμονικά ενσωματωμένες στην εικονογράφηση. Μια εικονογράφηση τόσο πυκνή και περιεκτική που κατορθώνει να χωρέσει στρατούς, μάχες, πλοία, κτίρια, φυσικά τοπία, διαδοχικά στον χρόνο γεγονότα με παραδειγματική οικονομία, χαρτογραφώντας σε αρκετές περιπτώσεις ολόκληρες εποχές.

Καθώς ο ιστορικός χρόνος κινείται προς το σήμερα, το ζουμάρισμα κειμένου και εικόνας σταδιακά αυξάνεται, οι ιστορικές περίοδοι από τον 14ο αιώνα και μετά δίνουν τη σκυτάλη σε αιώνες, οι αιώνες, με τη σειρά τους, από το 1920 και ύστερα, γίνονται δεκαετίες, χωρίς πάντως να λείπουν εμβόλιμα σαλόνια με αναφορές σε κομβικού χαρακτήρα ζητήματα, όπως οι μεγάλες εξερευνήσεις ή η διαστημική εποχή. Εύλογη επιλογή, αφού το πρόσφατο, το οικείο, το πιο κοντινό, προσφέρεται για πιο αναλυτική παρατήρηση και παρέχει μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών, παρά το ότι ορισμένες ίσως, σε ένα βάθος χρόνου, να κριθούν περιττές, αδιάφορες, αχρείαστα επικαιρικές. Κάτι που ωστόσο δεν είμαστε ακόμα σε θέση να γνωρίζουμε με σιγουριά – κι ενδεχομένως η αναφορά των δημιουργών του βιβλίου σε ορισμένες από αυτές να κρύβει μια δόση αυτοϋπονομευτικού σκεπτικισμού. 

Το Χρονολόγιο, φυσικά, δεν είναι από μόνο του ένας πλήρης και επαρκής ιστορικός οδηγός. Είναι ένα πρώτο έναυσμα, μια ενδιαφέρουσα διαδρομή μέσα στον χρόνο που μπορεί να ενεργοποιήσει την επιθυμία για περαιτέρω μελέτη και αναζήτηση. Αναπόφευκτες οι όποιες ελλείψεις ή αδυναμίες, όπως οι περιορισμένες αναφορές σε Ασία και, κυρίως, Αφρική και Ωκεανία, συνειδητή, νομίζω, η έμφαση κυρίως σε γεγονότα και δευτερευόντως σε πρόσωπα, όπως και αναμφισβήτητη η ευρηματικότητα του Χους στην εικαστική αποτύπωσή τους. Εξαιρετική, τέλος, δουλειά από τη μεταφράστρια Μαργαρίτα Μπονάτσου, την επιμελήτρια Κατερίνα Σέρβη αλλά και από όλους όσοι δούλεψαν για να εκδοθεί αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό βιβλίο στη γλώσσα μας.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Περί συναισθημάτων και ιδεών




Δύσκολο να μιλήσεις στα παιδιά για συναισθήματα, όπως και για ιδέες. Έννοιες αφηρημένες και οι δυο, που μπορεί να παρασύρουν τον συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη σε δύσβατα και ολισθηρά μονοπάτια, ειδικά αν ιδωθούν υπό το πρίσμα του εύκολου συναισθηματισμού και του αφελούς διδακτισμού, χωρίς δηλαδή ευρηματικότητα και πίστη στη δύναμη της αφήγησης. Στοιχεία και τα δυο που χαρακτηρίζουν τα βιβλία για τα οποία θα μιλήσω σήμερα: το Ένα ποτάμι μέσα μου της Μαρίας Ρουσάκη (εικον. Σοφία Γαλή, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018) και το Μου ήρθε μια ιδέα της Χρυσάνθης Τσιαμπαλή (εικον. Στάθης Πετρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2018).



Η Μαρία Ρουσάκη, στο όμορφο εικονογραφημένο βιβλίο της, μας συστήνει τον Γιάννη, ένα αγόρι εσωστρεφές, που κρατά πολλά από αυτά που νιώθει ερμητικά κλεισμένα μέσα του. Πρόκειται για το κρυφό, μυστικό του ποτάμι, που άλλοτε κυλά ήρεμα, άλλοτε φουρτουνιάζει, ένα ποτάμι ωστόσο που το κρατά υπό έλεγχο, όπως ο ίδιος νομίζει, με φράγματα και αναχώματα, από φόβο μην και, αφήνοντας ανεξέλεγκτα τα νερά των συναισθημάτων του, σπείρει τριγύρω του την καταστροφή. Κι ας βλέπει πως οι άνθρωποι στον περίγυρό του δεν είναι όλοι ίδιοι, επιτρέποντας στα συναισθήματά τους να εκδηλωθούν απρόσκοπτα. Ο ίδιος προτιμά να μοιράζεται το μυστικό του αυτό μονάχα με μια άλλη εσωστρεφή ύπαρξη, τον σκύλο του τον Δία. Ως την ημέρα που εκείνος χάνεται και κανένα φράγμα δε μοιάζει ικανό να εμποδίσει το ποτάμι του Γιάννη να ξεσπάσει…

Η συγγραφέας, ακολουθώντας το μυστικό ποτάμι του Γιάννη, μας πάει βαρκάδα σε ένα εντυπωσιακό στις μεταμορφώσεις του ποταμίσιο τοπίο ανθρώπινων συναισθημάτων: στα ήρεμα νερά της γαλήνης, στη φουσκονεριά της χαράς, στον χείμαρρο του θυμού, στην πλημμύρα της συγκίνησης, στους άλιωτους πάγους της εσωστρέφειας, στον ξερότοπο της απώλειας. Η πειστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωά της δεν παρεκτρέπεται σε φλύαρους συναισθηματισμούς. Μέσα από σύντομες φράσεις το αγόρι αφηγείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αμεσότητα την ιστορία του, εξερευνώντας παράλληλα το μέσα του, προσπαθώντας να αποτυπώσει σκέψεις ή συναισθήματα όσο κι όπως τα αντιλαμβάνεται. Και καθώς αυτά τα τελευταία σταδιακά απελευθερώνονται, η αφηγηματική ένταση  του κειμένου κλιμακώνεται, για να αποφορτιστεί χάρη στο ευτυχές τέλος.

Η Σοφία Γαλή ζωντανεύει εξαιρετικά την εναλλασσόμενη τοπιογραφία των ανθρώπινων συναισθημάτων στην οποία μας ξεναγεί η συγγραφέας, αγκαλιάζοντας αλλά και προεκτείνοντας το κείμενο, τονίζοντας όχι μονάχα τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του κεντρικού ήρωα αλλά και τη διαφοροποίησή του από τον κόσμο που τον περιβάλλει – χαρακτηριστική η σκηνή όπου το αγόρι, έχοντας αρχίσει να ξαναβρίσκει τους κανονικούς του ρυθμούς μετά την απώλεια του αγαπημένου του Δία, κάθεται θλιμμένο δίπλα στο ποτάμι ενώ πιο πέρα δυο άλλα αγόρια παίζουν ανέμελα. Είπαμε: Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, ούτε κι ο τρόπος εκδήλωσης των συναισθημάτων τους. Όπως ίδιες δεν είναι και οι αφορμές που ταράζουν λιμνάζοντα νερά ή γκρεμίζουν αναχώματα μέσα στον καθένα μας. Με τρόπο τρυφερό αλλά καθόλου μελό, εύληπτο κι ωστόσο κάθε άλλο παρά ρηχό, τούτο το όμορφο βιβλίο μάς ταξιδεύει στα πέρα και στα δώθε της ανθρώπινης καρδιάς.





Η Χρυσάνθη Τσιαμπαλή, πάλι, μας ξεναγεί μέσα από μια ιστορία φαντασίας στον κόσμο των ιδεών. Ηρωίδα της μια φαεινή ιδέα, μικρή, άπραγη κι απονήρευτη, που ξεκινά το ταξίδι της από τον κόσμο των ιδεών για τον κόσμο των ανθρώπων, προσδοκώντας να βρει ένα φιλόξενο ανθρώπινο μυαλό που θα τη μεταμορφώσει από ιδέα σε πράξη. Στο ταξίδι της θα βρει πολλούς και διάφορους ξενιστές: έναν υπουργό με μεγαλεπήβολα σχέδια πλην κομματάκι αναποφάσιστο, έναν φούρναρη με μάλλον δολοφονικά για την ίδια πλάνα, έναν παρανοϊκό επιστήμονα που δε χρωστάει να κάνει καλό, ένα άκρως εκνευριστικό και σαματατζίδικο ποντίκι, μια θεοπάλαβη συγγραφέα με άκρως περιπετειώδεις ιδέες και, τελικά, ένα μικρό κορίτσι, αθώο κι ενθουσιώδες σαν και την ίδια…

Ευφάνταστη ιστορία, με ένα έξυπνο εύρημα, που επιτρέπει στη συγγραφέα να περιπλανηθεί σε πολλές διαφορετικές ανθρώπινες προσωπικότητες, διερευνώντας χαρακτήρες, αλλά και θέτοντας, σε ένα δεύτερο επίπεδο, πλήθος από ουσιώδη ερωτήματα: Άραγε αρκεί να είναι μια ιδέα φαεινή για να είναι εφαρμόσιμη κι ευεργετική για την ανθρωπότητα; Πόσες διαφορετικές εκφάνσεις μπορεί να πάρει από τη στιγμή της σύλληψής της ως εκείνη της τελικής διαμόρφωσής της; Σε τι βαθμό είναι έρμαιο ανθρώπινων προθέσεων και χαρακτηρολογικών ιδιαιτεροτήτων, σε έναν κόσμο όπου οι διαφορές ανάμεσα σε καλό και κακό, λογικό και παράλογο, ηθικά αποδεκτό και μη είναι όχι σπάνια ασαφείς; Κι εντέλει, πόσο το δικαίωμα στην προσωπική επιλογή, έστω κι αν αυτή κινείται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ή τη λάμψη της φήμης, μπορεί να αποτελέσει οδηγό για μια ευτυχή απόφαση;      

Η Χρυσάνθη Τσιαμπαλή αξιοποιεί το αρχικό της εύρημα μέσα από μια σειρά μικρά, ιδιαιτέρως λειτουργικά ευρήματα που διευκολύνουν αφηγηματικά τη «μετάβαση» της ηρωίδας της από τον κόσμο των ιδεών σε εκείνον της πραγματικότητας αλλά κι από το ένα ανθρώπινο μυαλό στο άλλο. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, διανθισμένη με μικρές δόσεις πνευματώδους χιούμορ, αποπνέει άνεση, χωρίς να κουράζει αλλά ούτε και να εκβιάζει λύσεις, ενώ αποφεύγει την τυποποίηση στον τρόπο με τον οποίο η φαεινή ιδέα διαχειρίζεται την παρουσία της στον νου καθενός από τους ξενιστές της. Η εικονογράφηση του Στάθη Πετρόπουλου αποτυπώνει με ενδιαφέροντα τρόπο στο χαρτί τον άυλο κόσμο των ιδεών και εμβαθύνει σε χαρακτηρολογικά στοιχεία των προσώπων, ακολουθώντας με συνέπεια τα βήματα αυτής της έξυπνης, καλοκουρδισμένης ιστορίας, που κατορθώνει με μπόλικη δόση φαντασίας να προσγειώσει επιτυχώς το αφηρημένο στην απολύτως απτή πραγματικότητα.