Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη, Μικρή Σελήνη, Αθήνα 2018
Ο μικρός Άρθουρ φοβάται πως
το ψάρι του ο Λίον βαριέται τόσο πολύ ώστε θα πεθάνει από πλήξη και βάζει σκοπό
να το γιατρέψει. Η βιαστική μαμά του, όταν ζητά τη συμβουλή της, του απαντά πως
ένα ποίημα θα ήταν μια χαρά γιατρικό. Τι όμως είναι ποίημα; αναρωτιέται ο Άρθουρ
και, μια κι η μαμά είναι ήδη φευγάτη και το σπίτι του δε μοιάζει ικανό να δώσει
ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημά του, βγαίνει στη γειτονιά κι αρχίζει να ρωτά
από δω κι από κει. Κάπως έτσι ξεκινά το Να
ένα ποίημα που γιατρεύει ψάρια, ένα υπέροχο βιβλίο που μας χάρισε πριν από
λίγες μέρες η Μικρή Σελήνη, σε ευρηματικό, ποιητικό κείμενο του Jean-Pierre Siméon, ντυμένο με τις πανέμορφες εικόνες του Olivier Tallec και
μεταφρασμένο άψογα από την Αργυρώ Πιπίνη.
Πολύ κόσμο ρωτάει στη βόλτα
του ο Άρθουρ, με πρώτο και καλύτερο τον μονίμως ερωτευμένο Λολό, τον ιδιοκτήτη
του ποδηλατάδικου, που όχι, δεν απαντά στον μικρό πως «η ποίησις είναι ανάπτυξι
στίλβοντος ποδηλάτου», αλλά ταυτίζει το ποίημα με την απέραντη ευτυχία του
ερωτευμένου. Η κυρία Ροντύ, η φουρνάρισσα, πάλι, έχει άλλη άποψη, το ίδιο κι ο
γερο-Μαχμούντ από την έρημο κι ο Αριστοφάνης το καναρίνι: για καθέναν από αυτούς
το ποίημα κρύβει τη μυστική νοστιμιά, την κρυφή ένταση, το απωθημένο όνειρο της
δικής τους μοναδικής εμπειρίας, της δικής τους ανάγκης κι επιθυμίας. Αν για τους
μη ειδικούς η ποίηση ορίζεται με βάση το βίωμα, για την κάπως πιο θεωρητική
γιαγιά του μικρού η ποίηση είναι εκείνη που με τρόπο μαγικό γυρίζει τις λέξεις
τα μέσα έξω, μεταμορφώνοντας τον κόσμο. Και για τον ποιητή; Τι πάει να πει
ποίημα για εκείνον που το γράφει; Ποιος άραγε ξέρει… Και ποιος ακόμα γνωρίζει
αν κι ο ίδιος ο ποιητής έχει επίγνωση της ποιητικής του ιδιότητας… Ή πόσο παράδοξα μπορεί να είναι τα υλικά που επιστρατεύει - πόσο ποιητική, λόχου χάρη,
μπορεί να είναι ακόμα κι η ίδια η σιωπή... Γιατί, τελικά, όσο υποκειμενικό ζήτημα
είναι η προσέγγιση της ποίησης από την πλευρά του αναγνώστη, άλλο
τόσο προσωπική, βιωματική και μοναδική είναι κι η ίδια η ποιητική έκφραση. Το
ποίημα, λέει ο Γιώργος Σεφέρης, «μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια/ θρέψε
το με το χώμα και το βράχο που έχεις», κι αυτό μοιάζουν να το ξέρουν πολύ καλά όλοι
οι συνομιλητές του Άρθουρ. Ακόμα κι ο άρρωστος φίλος του, το ψάρι του ο Λίον.
Ο Olivier Tallec ντύνει το κείμενο του Siméon με μπόλικο χρώμα και άφθονη φαντασία. Έντονες αποχρώσεις, ονειρικά τοπία, σουρεαλιστικές εικόνες, ζωηρές
χρωματικές αντιθέσεις από σαλόνι σε σαλόνι αποτυπώνουν τη μοναδική άποψη
καθενός από τα πρόσωπα που συμβουλεύεται ο Άρθουρ, και μαζί τις καταβολές τους, τα
όνειρα, τις επιθυμίες τους, την ψυχική τους κατάσταση, τονίζοντας, κραυγάζοντας
μάλλον, την ομορφιά του κόσμου, της δημιουργίας και, κυρίως, της σύνθεσης πολλών
διαφορετικών οπτικών ικανών να κάνουν απτό, κατανοητό, οικείο και στον μικρό
και στον μεγάλο αναγνώστη το μεγάλο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας. Γιατί
το Να ένα ποίημα που γιατρεύει ψάρια
είναι ένα βιβλίο χωρίς ηλικιακές ταμπέλες και όρια. Όπως, νομίζω, κάθε ωραίο
βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου