Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Κυριάκος Αθανασιάδης, Να πώς γράφονται οι ιστορίες

Εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, Ψυχογιός, Αθήνα 2022

 

Δε νομίζω να υπάρχει συγγραφέας που να μην του έχει τύχει, μπαίνοντας σε τάξη για κάποια παρουσίαση, να βρεθεί αντιμέτωπος με δυο τρία τουλάχιστον παιδικά ζευγάρια μάτια που αδημονούν να μάθουν τα μυστικά της συγγραφής. Αυτή τη σφοδρή επιθυμία των παιδιών φαίνεται πως αφουγκράστηκε ο Κυριάκος Αθανασιάδης και οδηγήθηκε να γράψει το βιβλίο Να πώς γράφονται οι ιστορίες.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν τα πάω καλά με τα μάνιουαλ γενικώς. Κι η στάση μου απέναντι στο συγκεκριμένο βιβλίο υπήρξε επιφυλακτική με το που έπεσε στα χέρια μου. Πώς να φυτέψεις, αλήθεια, τα μυστικά της γραφής στα κεφάλια μικρών παιδιών; Και, κυρίως, πώς να πετύχεις να κάνεις ελκυστικό στα μάτια τους αυτό σου το εγχείρημα;

Η απάντηση και στα δυο ερωτήματα είναι: άμεσα, απλά, με σαφήνεια. Με αυτές τις τρεις αρετές στη φαρέτρα του, ο συγγραφέας κατορθώνει με το καλημέρα να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του. Αποφεύγοντας να τον κουράσει με κατεβατά αφηρημένων και δυσνόητων οδηγιών, πετυχαίνει να διοχετεύσει το πληροφοριακό του υλικό μέσα από τον χαλαρό, άμεσο διάλογο ενός κοριτσιού και του σοφού γάτου της, του Μέρλιν. Κι αυτό το υλικό όμως, παρά τη φαινομενική χαλαρότητα, είναι με τέτοια τάξη, σαφήνεια και συνέπεια δοσμένο (πώς γεννιούνται οι ιστορίες; και πώς οι χαρακτήρες; πώς εξελίσσονται; τι αισθήματα και τι ερωτήματα γεννούν; τι εμπόδια συναντούν στον δρόμο τους; κτλ.), ώστε το βιβλίο να μην υπολείπεται σε τίποτα ενός συστηματικού οδηγού. Χωρίς πάντως να ταλαιπωρείται βαρυφορτωμένο από δυσνόητες και δυσεξήγητες έννοιες. Τα παιδιά έτσι κι αλλιώς δεν έχουν ανάγκη να τους παραστήσουμε ούτε τον Ζεράρ Ζενέτ ούτε τον Ρολάν Μπαρτ για να τους μιλήσουμε για τα της γραφής. Το μόνο που αποζητούν είναι απαντήσεις σε απλά κι αυτονόητα ερωτήματα και μια τονωμένη αυτοπεποίθηση που θα τους επιτρέψει να διασχίσουν θαρραλέα και μέχρι τέλους το μονοπάτι της αφήγησης. 

Ομολογώ ότι δεν επιχείρησα να κάνω τις ασκήσεις δημιουργικής γραφής που καλύπτουν το δεύτερο μισό του βιβλίου. Δεν μπόρεσα όμως να μη σκεφτώ, ειδικά στην κατηγορία που αφορά τις ιδέες για διηγήματα και ιστορίες, ότι δε λειτουργούν ως μπούσουλας ή τυφλοσούρτης αλλά ως μοχλός απενοχοποίησης και απελευθέρωσης της φαντασίας, πείθοντας με τον τρόπο τους τα παιδιά για την –καθόλου αυτονόητη δυστυχώς– αξία και δυναμική κάθε ιστορίας. Όπως και κάθε λογοτεχνικού είδους (παραμυθιού, ιστορίας επιστημονικής ή σκέτης φαντασίας, αστυνομικού διηγήματος, περιπέτειας κτλ.).

Η Ναταλία Καπατσούλια με τις εικόνες της αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να κάνει όσο πιο χαρούμενο, φευγάτο, σουρεαλιστικό και εκδρομικό αυτό το νοερό ταξίδι μέσα στις λέξεις. Και πράγματι, κατορθώνει να ντύσει με μπόλικο χρώμα, χιουμοριστικές όσο και ανατρεπτικές εικόνες το κείμενο, παρά την αντικειμενική δυσκολία που προκύπτει από την απουσία μιας δομημένης πλοκής για να πατήσει και σταθερών χαρακτήρων, πλην του κοριτσιού και, φυσικά, του σοφού μέντορά της, του πανταχού παρόντα γάτου Μέρλιν.

 

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Μαρίζα Ντεκάστρο, Οι δικοί μου άνθρωποι

 Εικονογράφηση: Χαρά Μαραντίδου, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2022

 

Όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο με ενοχλούν βιβλία που γαντζώνονται στην ανάγκη για μεγαλοστομία και εντυπωσιασμό. Που τα σχήματα λόγου ξεπετάγονται εδώ και κει στις σελίδες τους σαν ξεχασμένη αγριάδα σε καθαρό χωράφι. Που θεωρούν ότι το υψηλό και το μεγάλο μπορεί να συναρμολογηθεί όπου να ’ναι παράγοντας σπουδαία τέχνη. Σαν πολυέλαιος σε κοντέινερ λόγου χάρη.

Παρότι δε θέλω να μιλήσω για τέτοιου είδους βιβλία, αναπόφευκτα παρέλασαν όλα από μπροστά μου καθώς διάβαζα χτες βράδυ ένα βιβλίο που κινείται στη διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Ένα βιβλίο μνημείο απλότητας. Είναι οι Δικοί μου άνθρωποι της Μαρίζας Ντεκάστρο, σε εικόνες της Χαράς Μαραντίδου, μια ιστορία διάσωσης μιας οικογένειας Εβραίων συγγενών της συγγραφέως από τους κατοίκους ενός χωριού της ορεινής Κορινθίας την περίοδο της Κατοχής.

Δε θα σταθώ στην υπόθεση ούτε στο ιστορικό πλαίσιο, έχουν γραφτεί πολλά και εύστοχα τις τελευταίες μέρες. Θα περιοριστώ μόνο να μιλήσω για την αμεσότητα, την ειλικρίνεια και την περιεκτικότητα της αφήγησης της κεντρικής ηρωίδας, Ρεβέκκας-Κούλας, που δεν επιστρατεύει τρανταχτά σχήματα, θορυβώδη επίθετα και μελοδραματισμούς για να μιλήσει για τη ζωή στην Αθήνα του πολέμου και της Κατοχής, για τη φυγή από αυτή και για την άλλη ζωή, εκείνη στο χωριό. Κι ωστόσο, μέσα από τα λιγοστά της λόγια, αποτυπώνει όχι μόνο το προσωπικό βίωμα, αλλά και την ατμόσφαιρα, την καθημερινότητα, τις συνήθειες, τον ρυθμό ζωής μιας ολόκληρης εποχής. Μην επιτρέποντας στιγμή στον αναγνώστη να πάρει τα μάτια από τις σελίδες του βιβλίου.

Θέλω να σταθώ και στο ευφυές αφηγηματικά εύρημα της συνύπαρξης, από κάποιο σημείο και μετά, της αφήγησης της Ρεβέκκας-Κούλας με τις θραυσματικές, διάσπαρτες αναμνήσεις των κατοίκων του χωριού, ενός ενδιαφέροντος διαλόγου που –εμένα τουλάχιστον, και συγχωρήστε μου τον όποιο υποκειμενισμό– με παρέπεμψε σε εμβληματικά έργα πολυφωνικής προφορικότητας της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Θέλω, τέλος, να σταθώ στο πληροφοριακό υλικό στο τέλος του βιβλίου για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί κατορθώνει ξεκινώντας από το προσωπικό βίωμα να μεταβεί στο ιστορικό γεγονός. Και, δεύτερον, γιατί αποδεικνύει ότι το βιβλίο γνώσης -κι η γνώση εν γένει τελικά– δεν είναι συσσώρευση αλλά αφαίρεση. Και σύνθεση. Καλό είναι να το έχουν κατά νου όσοι επιχειρούν να φορτώσουν με τόνους ατάκτως ερριμμένων πληροφοριών τους πολύπαθους αναγνώστες τους.

Σ’ ένα αντίστοιχο πνεύμα αφαίρεσης και σύνθεσης κινείται και η εικονογράφηση της Χαράς Μαραντίδου. Με φειδωλή, πλην ουσιώδη, παρουσία του χρώματος, με την εμβόλιμη αλλά όχι κουραστική χρήση και φωτογραφικού υλικού, με εξαιρετική διαχείριση της προοπτικής, χωρίς να συσσωρεύει, να επαναλαμβάνεται, να βοά, κινούμενη με άνεση ανάμεσα στο ατομικό και στο ιστορικό, κατορθώνει να συμβαδίσει αρμονικά με το εξαιρετικό κείμενο.