Εικονογράφηση: Σοφία Παπαδοπούλου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2011 (από 9 ετών)
Σας έτυχε ποτέ να
σας δώσουν παιδί με οδηγίες χρήσης; Αν όχι, δείτε τι συνέβη στην ηρωίδα της Παναγιώτας
Πλησή που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε να φροντίζει το γιο του γείτονα,
ο οποίος της έδωσε μεν το σχετικό
τεφτέρι με τις οδηγίες, μόνο που αυτή, αφηρημένη ούσα, το ξέχασε σε μια τσέπη. Αποτέλεσμα:
χρειάστηκε να ανακαλύψει ολομόναχη, από μέρα σε μέρα και χωρίς τη βοήθεια manual, ένα παιδί αλλιώτικο από τ’ άλλα. Ένα αγόρι
που δεν καταλαβαίνει από μεταφορικές εκφράσεις, δεν του αρέσουν οι εκπλήξεις
και οι αλλαγές, δε θέλει να το πιάνουν, μιλάει με τις ώρες για το ίδιο θέμα
χωρίς να βάζει πουθενά τελεία, προτιμάει τη μοναξιά από τους φίλους και
δυσκολεύεται να μιλήσει για τα συναισθήματά του. Αλλά κι ένα αγόρι που λατρεύει
την τάξη, είναι συνεπές στις συμφωνίες του, διαθέτει εκπληκτική μνήμη και
αφοπλιστική –έως και ενοχλητική– ειλικρίνεια. Αυτός είναι ο Αγάπιος, ένα παιδί
με σύνδρομο Άσπεργκερ, που, ακούσια, θα αναστατώσει την καθημερινότητα της αφηγήτριας Παναγιώτας, θα της
δημιουργήσει φασαρίες στη δουλειά της και θα τη φέρει αρκετές φορές αντιμέτωπη
με οριακές καταστάσεις.
Το βιβλίο, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, είναι ένα
ταξίδι γνωριμίας με το σύνδρομο δίχως manual και επιστημονικές εξηγήσεις. Μια βουτιά στον κόσμο του
Αγάπιου χωρίς δίχτυ ασφαλείας, με μόνο οδηγό την καθημερινότητα που μοιράζεται
η αφηγήτρια με τον φιλοξενούμενό της διανθισμένη με ικανή δόση χιούμορ. Χωρίς πάντως
καμία διάθεση για μελόδραμα ή για διδακτισμό. Και με την -έστω σταδιακά επερχόμενη- επίγνωση ότι πρόκειται
για μια κατάσταση που ήρθε για να μείνει με όλα τα κακά της αλλά και τα καλά
της. Η εικόνα του μικρού συμπληρώνεται σαν ένα παζλ, κομμάτι το κομμάτι, από
σελίδα σε σελίδα, κάποτε απρόβλεπτα, κάποτε τυχαία, κάποτε με ελλείψεις και
κενά. Κι όπως ακριβώς ένα κομμάτι του παζλ στη λάθος θέση μπορεί να χαλάσει την
αρμονία του συνόλου, έτσι και μια λάθος κίνηση απ’ την πλευρά του περιβάλλοντός
του μπορεί να καταστρέψει άρδην ακόμα και την πιο γαλήνια στιγμή του Αγάπιου.
Αν και το κείμενο φαντάζει πλασμένο με απλά υλικά, είναι εντυπωσιακή η σαφήνεια με την
οποία μια σειρά από επιλογές της συγγραφέα υπηρετούν τις προθέσεις της: Έτσι, για
παράδειγμα, το πρόσωπο της αφηγήτριας, της Παναγιώτας, φιλοτεχνημένο με έντονα
χιουμοριστική και αυτοϋπονομευτική διάθεση, λειτουργεί ως αντίρροπη,
εξισορροπητική δύναμη απέναντι στο χαρακτήρα του Αγάπιου. Αν την κοιτάξουμε προσεκτικά,
διαπιστώνουμε ότι η Παναγιώτα δεν είναι κι ο πιο συνηθισμένος άνθρωπος του
κόσμου: διαθέτει κάμποσες παραξενιές, όχι αντίστοιχες με εκείνες του
φιλοξενούμενού της, πάντως αξιοσημείωτες: δουλεύει τα Σαββατοκύριακα και
κάθεται τις καθημερινές, γράφει ποιητικές συλλογές για φάλαινες και ελέφαντες,
φοράει αστεία παντελόνια, είναι αρκετά αφηρημένη. Έτσι, η Παναγιώτα αποδεικνύεται
ιδανική στο να κατανοήσει, έστω και σταδιακά, και να δεχτεί τη διαφορετικότητα του παιδιού, ενώ η
αφηρημάδα της και ο φευγάτος χαρακτήρας της ενισχύουν το κάπως τραβηγμένο
εύρημα στο οποίο στηρίζεται όλη η πλοκή: την απώλεια του χαρτιού με τις οδηγίες. Ταυτόχρονα, μέσα από τις παραξενιές της ηρωίδας της, η συγγραφέας
έχω την αίσθηση ότι θέτει, έστω και έμμεσα αλλά πάντως εύγλωττα, το ερώτημα
περί του τι εστί φυσιολογικό, κανονικό, σύνηθες, νορμάλ. Είναι άραγε μόνο ο
Αγάπιος περίεργος και διαφορετικός; Όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε
εντελώς κανονικοί και πανομοιότυποι;
Αντίστοιχα, τα αφηγηματικά και υφολογικά
χαρακτηριστικά του κειμένου ορίζονται από τις ιδιαιτερότητες του Αγάπιου. Έτσι,
η αφήγηση είναι παρατακτική, χωρίς εξάρσεις και τρομερές εκπλήξεις. Τα γεγονότα
διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς υποκείμενες αιτιακές συνδέσεις, αφού κάτι
τέτοιο ούτε στο χαρακτήρα του Αγάπιου ταιριάζει ούτε θα υπηρετούσε τη
συγγραφική πρόθεση που έχει να κάνει με την αποτύπωση των χαρακτηριστικών ενός
παιδιού με σύνδρομο Άσπεργκερ. Στην ιστορία μας εξάλλου όλα, όπως τονίζει η
συγγραφέας, ξεκινάνε απ’ την αρχή, έχουν δηλαδή μια κανονική, γραμμική πορεία. Επιπλέον,
«Μετά το Σάββατο έρχεται πάντα η Κυριακή», όπως σπεύδει να μας ενημερώσει ένας τίτλος
κεφαλαίου. Στον κόσμο του Αγάπιου, βλέπετε, δε χωράνε άλλες επιλογές πέρα από τις
απολύτως συνήθεις και προδιαγεγραμμένες. Όλα ακολουθούν πιστά ένα πρόγραμμα,
μια αναμενόμενη, προκαθορισμένη σειρά.
Κι όλα αυτά χωρίς
ούτε μια φορά να γίνει ευθεία αναφορά στο σύνδρομο. Υπάρχει μόνο μια στιγμή που
η αφήγηση πάει να κάνει την έκπληξη, που τα χαρτιά ανοίγουν και τα πράγματα
πάνε να ειπωθούν με τ’ όνομά τους. Μόνο που κι αυτό γίνεται σ’ ένα τοπίο πέρα
από την πραγματικότητα. Στον κόσμο του ονείρου. Εκεί που η αφηγήτρια μπορεί να
εκφράσει απρόσκοπτα και χωρίς λογοκρισία τις απορίες της. Εκεί που ο Αγάπιος μπορεί
να μιλήσει ανοιχτά για τους φόβους του. Εκεί που ακόμα κι οι μισές ψήφοι
μετράνε κι η όποια σκέψη, έστω και πικρή, γίνεται να διαγραφεί αυτοστιγμεί με
το πέρασμα απ’ τον ύπνο στον ξύπνο.
Αλλά και σ’ αυτή
την περίπτωση το ερώτημα «Αγάπιε, είσαι τέρας;», αν και θα απαντηθεί, έστω και με παράδοξο τρόπο, μένει μετέωρο ως το φινάλε. Ένα φινάλε που δεν είναι
ούτε εντυπωσιοθηρικό, ούτε εφετζίδικο, ούτε
δακρύβρεχτο ή ευτυχές. Οι ισορροπίες αποκαθίστανται και η αποχώρηση του παιδιού
από το σπίτι της Παναγιώτας είναι ήπια, ανώδυνη, μέρος μιας προγραμματισμένης
διαδικασίας. Κανένα θαύμα δεν καραδοκεί πουθενά. Καμιά μαγική λύση δεν
περιμένει στη γωνία. Ο Αγάπιος δε θεραπεύεται, δεν αλλάζει, δε γίνεται κάτι
άλλο από αυτό που ήδη έχουμε γνωρίσει.
Όσο για μας, υπονοεί τελικά το βιβλίο, αν
κάτι μπορούμε να προσφέρουμε στον Αγάπιο και στον κάθε Αγάπιο που θα βρεθεί στο δρόμο μας, αυτό είναι η επιλογή μας να τον αποδεχτούμε όπως
ακριβώς είναι. Χωρίς κλάψες, χωρίς ελεήμονα ή «φιλάνθρωπη» διάθεση. Αλλά με τον ίδιο τρόπο που αξιώνουμε κι οι
ίδιοι απ’ αυτόν να δεχτεί εμάς, τους τόσο αλλόκοτους, διαφορετικούς κι
ακαταλαβίστικους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου