Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

David Litchfield, Τη νύχτα που τα φώτα άναψαν

Μετάφραση: Μαριάννα Ψύχαλου, Μικρή Σελήνη, Αθήνα 2019


 
Μικρή, τότε στα έιτις, είχα πάθος με τις σειρές επιστημονικής φαντασίας. Τα καλοκαιρινά βράδια, καθισμένη με τον παππού μου στην αυλή, κοιτούσα τον ουρανό και του άρχιζα τις ιστορίες για εξωγήινους, μακρινούς πολιτισμούς κι ένα μέλλον -τόσο ασαφές τότε σε μένα– που το διαστημικό πέρα δώθε θα ήταν παιχνιδάκι.

Εκείνες τις παιδικές βραδιές μού θύμισε το βιβλίο του David Litchfield Τη νύχτα που τα φώτα άναψαν – κι όχι μονάχα σε μένα αλλά, φαντάζομαι, και σε πολλούς συνομηλίκους μου που το έπιασαν στα χέρια τους. Σαν την ηρωίδα του τη Χέδερ αναζητούσαμε κι εμείς το πέρα από δω, αν και σε σύγκριση με μας εκείνη στάθηκε πιο τυχερή, αφού, στην ηλικία που εγώ απλώς ονειροπολούσα παρέα με τον παππού στην αυλή, εκείνη είχε ήδη συναντήσει τον εξωγήινο φίλο των ονείρων της, είχε κάνει ένα μικρό τουρ στο διαστημόπλοιό του κι είχε βρει και τρόπο να επικοινωνήσει μαζί του. Τελικά η αγάπη της για τους γονείς της την κράτησε στη γη. Κι ας της έμεινε καημός κι απωθημένο εκείνο το ανεκπλήρωτο όνειρο του ταξιδιού στο διάστημα. Ώσπου μια μέρα ο μακρινός διαστημικός φίλος θα ξαναφανεί. Κι η γιαγιά πια Χέδερ θα πρέπει να πάρει μια μεγάλη απόφαση…

Δεδηλωμένα είμαι φαν του Litchfield. Και για την υπαρξιακή διάσταση που δίνει στις ιστορίες του, και για την τόλμη και ταυτόχρονα την τρυφερότητα με την οποία παρακολουθεί τους ήρωές του στο πέρασμα του χρόνου –ένα κοριτσάκι που μεγαλώνει, γίνεται μαμά, μετά γιαγιά–, και για τον τρόπο του να αφηγείται με απλότητα ακόμα και τα πιο δύσκολα, κι εδώ ειδικά για το τολμηρό πάντρεμα εικονογραφημένου βιβλίου με επιστημονική φαντασία.

Αλλά ό,τι λατρεύω απόλυτα σ’ αυτόν είναι οι εικόνες του. Η υπέροχη παλέτα του, το κράμα στοχασμού και παιδικότητας στις μορφές του, ο μοναδικός του τρόπος να παίζει με το φως και τη σκιά, ο κινηματογραφικός χαρακτήρας των εικόνων του, κι ειδικά εδώ και πάλι, τα σαλόνια εκείνα όπου οι λέξεις αφήνουν τις εικόνες να πουν μόνες τους την ιστορία. Εντυπωσιακή σ’ αυτό το βιβλίο είναι και η επανάληψη ενός πανομοιότυπου μοτίβου στις δυο συναντήσεις της Χέδερ με τον εξωγήινο φίλο της: μια σελίδα κομμένη σε εννιά καρέ όπου φως και σκοτάδι εναλλάσσονται παιχνιδιάρικα, ένα εκτυφλωτικό σαλόνι αμέσως μετά που απεικονίζει τη φαντασμαγορική άφιξη του διαστημόπλοιου, κι έπειτα ένα σαλόνι με δεκαοχτώ καρέ όπου αποτυπώνεται σκηνή με τη σκηνή η συνάντηση της μικρής και της μεγάλης Χέδερ με τον εξωγήινο. Χωρίς να ειπωθεί ούτε μισή λέξη. Η μαγεία της στιγμής έτσι κι αλλιώς δε θέλει λόγια για να αποτυπωθεί. Οι εικόνες διαχέουν ατόφιο το συναίσθημα.

Αυτό το συναίσθημα με το οποίο θα συναντηθεί όποιος ευτυχήσει να διαβάσει αυτό το εξαίσιο εικονογραφημένο βιβλίο. Που, πέρα από τις δικές μου παιδικές διαστημικές εμμονές, είναι ένα από τα πιο όμορφα που διάβασα φέτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου