Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Τρία εξαιρετικά μυθιστορήματα για μεγάλα παιδιά και προεφήβους


Διαπιστώνω συχνά παρακολουθώντας βιβλιοφιλικές ομάδες ή συζητώντας με γνωστούς και φίλους μια αμηχανία των γονιών σε ό,τι έχει να κάνει με την επιλογή βιβλίων για μεγαλύτερα παιδιά. Πράγμα όχι παράξενο, αφού από τα οχτώ, εννιά χρόνια τους τα παιδιά παύουν να ακολουθούν τα γονικά κελεύσματα και αυτονομούνται αναγνωστικά. Αρκετά συχνά μάλιστα από την ηλικία αυτή και μετά αρχίζουν να εγκαταλείπουν σταδιακά την ανάγνωση, αφού αρκετά από τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια τους τους φαντάζουν ανιαρά, ξεπερασμένα, σχηματικά και αδιάφορα. Τα παιδιά –το ξέρω και ως μητέρα, αλλά και από τις επισκέψεις μου στα σχολεία– συνήθως αναζητούν στα βιβλία που διαβάζουν ό,τι πάνω κάτω κι ο ενήλικας αναγνώστης. Αναγνωστική απόλαυση πάνω απ’ όλα κι όχι διδαχή και κονσερβαρισμένα βαθύτερα νοήματα ή οδηγίες προς ναυτιλλομένους. Τα παιδιά, όπως κι εμείς, γυρεύουν δυνατές ιστορίες, ανατρεπτικές και περιπετειώδεις πλοκές, ενδιαφέροντες και σύνθετους χαρακτήρες. Αλήθειες που θα τα καθηλώσουν χωρίς να τους χαϊδέψουν τα αυτιά. 

Διάβασα τρία τέτοια βιβλία φέτος το καλοκαίρι. Για τα δυο από αυτά στήσαμε καβγά με τη μεγάλη κόρη μου για το ποια θα τα πρωτοδιαβάσει. (Τελικά τα διάβασε πρώτη εκείνη, αλλά αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία.) Να αναφέρω ότι, παρά το γεγονός πως όλα τους είναι πρώτα μυθιστορήματα, εντυπωσιάζουν όχι μόνο με την τόλμη με την οποία διαχειρίζονται τα θέματα που πραγματεύονται αλλά και με τη λογοτεχνική τους αρτιότητα.


Ξεκινάω με το Μπλε καταφύγιο της Σούζαν Κρέλερ (μτφρ. Τάνια Σταύρου, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2014), που αφηγείται την ιστορία της δεκατριάχρονης Μάσα, η οποία, περνώντας ένα φαινομενικά συνηθισμένο και πληκτικό καλοκαίρι στην πόλη των παππούδων της, θα γνωρίσει στην παιδική χαρά δυο μικρότερά της παιδιά, θύματα, όπως συνειδητοποιεί από κάποιο σημείο και μετά, κακοποίησης από τον πατέρα τους. Η απάθεια κι η υποκριτική αδιαφορία της τοπικής κοινωνίας θα την οδηγήσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, πείθοντας τα δυο παιδιά να την ακολουθήσουν στο μυστηριώδες μπλε καταφύγιο όπου θα τα κλειδαμπαρώσει πιστεύοντας πως έτσι θα τα σώσει από τη γονική βία. Τελικά όμως τα πράγματα δε θα πάνε έτσι ακριβώς όπως τα φανταζόταν όταν έθετε σε εφαρμογή το σχέδιό της. Κι όχι μόνο για λόγους πρακτικούς.

Η Κρέλερ μεθοδικά και αθόρυβα στήνει μια ιστορία όπου τα όρια ανάμεσα στον θύτη και στον σωτήρα σταδιακά γίνονται ασαφή, τα αισθήματα φόβου των δυο μικρών παιδιών συγχέονται με τον αναπόφευκτα στενό δεσμό τους με την οικογένεια και το σπίτι τους, η υποκρισία μιας ολόκληρης κλειστής κοινωνίας από αυτές που μοιάζουν να είναι παντού ίδιες αποκαλύπτεται με τρόπο εκκωφαντικό, ενώ και τα κίνητρα της ίδιας της πρωταγωνίστριας και αφηγήτριας μοιάζουν να κινούνται πέρα από τον αλτρουισμό και να εδράζονται στη δική της ελλειμματική και τραυματική σχέση με τον αποξενωμένο πατέρα της, στην αβάσταχτη μοναξιά της, στην απελπισία της να περάσει λίγο λιγότερο απαρατήρητη. Αν σ’ ένα πρώτο επίπεδο τη συγγραφέα απασχολεί η σωματική κακοποίηση που υφίστανται τα δυο παιδιά και η απάθεια του ευρύτερου κοινωνικού τους περιβάλλοντος, σ’ ένα δεύτερο, ίσως κομβικότερο, είναι η ψυχική κακοποίηση της Μάσα που κινεί τα νήματα της πλοκής, εξωθώντας τη στην εξαπάτηση, στην παγίδευση και τελικά, έστω και παρά τη θέλησή της, στην περαιτέρω κακοποίηση των δυο παιδιών.




Στην Έλλα στο περιθώριο (μτφρ. Δέσποινα Δρακάκη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2018), η επίσης πρωτοεμφανιζόμενη μυθιστοριογράφος Καθ Χάου πραγματεύεται την ιστορία της Έλλα, ενός κοριτσιού που χρειάζεται με τρόπο απότομο και αιφνίδιο να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα ενός νέου σπιτιού κι ενός νέου σχολείου, υπό το βάρος ενός επίμονου, βασανιστικού εκζέματος αλλά κι ενός τρομακτικού οικογενειακού μυστικού. Με μια μαμά απόμακρη και χαμένη στα δικά της προβλήματα, έναν μπαμπά με τον οποίο η Έλλα προσπαθεί να κρατήσει απεγνωσμένα επαφή μέσα από μια πυκνή μονόδρομη αλληλογραφία κι έναν μικρότερο αδερφό με άλλες ανάγκες κι ενδιαφέροντα από τα δικά της, το κορίτσι βρίσκει σανίδα σωτηρίας στην απρόσμενη φιλία που μοιάζει να της παρέχει απλόχερα η πιο δημοφιλής μαθήτρια της τάξης. Στην προσπάθειά της μάλιστα να γίνει αρεστή στη σκληρή και καυστική Λίντια, η Έλλα όχι μονάχα θα αποκαλύψει σε μια στιγμή αδυναμίας το δικό της μυστικό αλλά και θα προδώσει την εμπιστοσύνη μιας άλλης συμμαθήτριάς της, πολύ πιο βασανισμένης από την ίδια.

Η Χάου διαγράφει πειστικούς χαρακτήρες (η ίδια η πρωταγωνίστρια είναι γεμάτη σκιές, γωνίες, αντιφάσεις, σκοντάφτει σε λάθος εκτιμήσεις, παρασύρεται σε άσχημες και άδικες συμπεριφορές), αποτυπώνει με αρκετή ακρίβεια τις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ κοριτσιών αυτής της ηλικίας και δε βιάζεται να αποκαλύψει όλα μαζί τα χαρτιά της σφιχτοδεμένης πλοκής της. Έτσι, η αιτία της απουσίας του μπαμπά αποκαλύπτεται αρκετές σελίδες μετά την αρχή του βιβλίου, ενώ το μεγάλο μυστικό της Μόλι έρχεται στην επιφάνεια πολύ πολύ αργότερα, προς το τέλος του. Με νηφαλιότητα και μαεστρία η συγγραφέας καταπιάνεται με μια σύνθετη ιστορία που δεν αναλώνεται στην παραβατικότητα και στη φυλάκιση του γονιού αλλά πραγματεύεται και την αγωνιώδη προσπάθεια του θύματος να μεταλλαχθεί σε θύτη για να μπορέσει να επιβιώσει, και στοχάζεται πάνω στη λυτρωτική, απελευθερωτική δύναμη της αποδοχής της προσωπικής μας αλήθειας, όσο σκληρή και δύσκολη κι αν είναι αυτή. 




Για το τρίτο βιβλίο της παρέας, το Αγόρι-χρυσόψαρο της Λίσα Τόμσον (μτφρ. Πετρούλα Γαβριηλίδου, Κέδρος, Αθήνα 2017), ένα εκτεταμένο μυθιστόρημα που συνδυάζει μυστήριο και την πάλη του ήρωά του με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή που τον βασανίζει, έγραψα στο σάιτ Κάθε μέρα γονείς (εδώ). Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω σε όσα έγραψα εκεί είναι πως ευφυώς η συγγραφέας αξιοποιεί τη διαφορετικότητα του ήρωά της ως εργαλείο προώθησης της πλοκής, αφού η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή που τον κρατά έγκλειστο στο σπίτι του τον καθιστά ιδανικό παντεπόπτη παρατηρητή των τεκταινομένων στη γειτονιά του. Ωστόσο η διαφορετικότητά του αυτή ούτε περιορίζεται σε μια εργαλειακή αξιοποίηση για αφηγηματικούς και μόνο λόγους ούτε απαλλάσσει τον ήρωα της Τόμσον από τις όποιες άδικες και κοντόφθαλμες συμπεριφορές του απέναντι στους άλλους, ούτε τον κάνει πιο επιεική απέναντι στις δικές τους αδυναμίες. Αυτή ακριβώς η απουσία απλοϊκής διαχείρισης της διαφορετικότητας των χαρακτήρων συνιστά έναν από τους λόγους για τους οποίους λάτρεψα αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα – τους υπόλοιπους θα τους βρείτε στο Κάθε μέρα γονείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου