Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019
Ένα όμορφο βιβλίο με
επισκέφθηκε πριν από λίγες μέρες. Και παρότι πνιγόμουν στη δουλειά με ανάγκασε
να το διαβάσω ξανά και ξανά και ξανά. Υπεύθυνες γι’ αυτό η Λίλη Λαμπρέλλη, που
βάζει τις λέξεις, κι η Κέλλυ Ματαθία-Κόβο, που ζωγραφίζει τις εικόνες.
«Εσύ τι λες πολύτιμο πως
είναι;» ρωτά ο ασβός, ο ήρωας της Λαμπρέλλη, μια σειρά από συνομιλητές. Δεν
είναι τυχαία η αφετηρία του, καθώς τόπος του είναι το δάσος και χρόνος του εκείνος
του τόσο οικείου στη συγγραφέα παραμυθιού. Εκεί που όλα γίνονται κι όλα
στέκουν. Ο ασβός ρωτάει με τη σειρά μια πέτρα, μια πεταλούδα, ένα δέντρο, ένα
πουλί αποδημητικό, μια κουκουβάγια. Πλάσματα όλα της φύσης. Με την κουκουβάγια,
την πιο σοφή απ’ όλα, να λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος με τον κόσμο των
ανθρώπων, καθώς, εγκαταλείποντας το δάσος, ο ασβός κινά για το χωριό, όπου
συναντά τον ποιητή, τον παραμυθά, ένα παιδί. Και τελικά την ίδια την αφηγήτρια.
Τι του απαντούν όλοι αυτοί; Ο καθένας και κάτι διαφορετικό. Τελικά, τι είναι
πιο πολύτιμο για τον μπερδεμένο ασβό;
Μια ποιητική ιστορία με αύρα
παραμυθιού αλλά όχι μόνο. Έμπειρη αφηγήτρια παραμυθιών η συγγραφέας, κατορθώνει
με λίγες κουβέντες κι έναν εξαιρετικό αφηγηματικό ρυθμό, στον οποίο χαρίζει τον
τόνο η επανάληψη «Και ρώτησε», να φωτίσει πολύπλευρα το αγωνιώδες ερώτημα του
ήρωά της με μια σειρά από απαντήσεις που άλλοτε συνδιαλέγονται αντιθετικά
μεταξύ τους («Να ‘σαι ελαφρύς και να πετάς», «Να ‘σαι βαρύς και να αντέχεις»),
άλλοτε εκφράζουν ανεκπλήρωτα όνειρα (η πεταλούδα ποθεί να είναι βαριά κι η
πέτρα ελαφριά, το ριζωμένο δέντρο ονειρεύεται ταξίδια κτλ.). Αν ωστόσο καμία
απάντηση δε φαντάζει οριστική ή ικανοποιητική στον ασβό, τη λύση θα του τη
δώσει η είσοδός του στο όνειρο της δημιουργού του κι ο διάλογός του με κείνη, καθώς η συγγραφέας εισάγει
στην ιστορία της τον -αφανή ως εκείνη τη στιγμή– αφηγηματικό εαυτό της,
μπολιάζοντας με ένα ενδιαφέρον εύρημα το κείμενό της.
Η εικονογράφηση παρακολουθεί
με ποιητική κι εκείνη διάθεση την περιπλάνηση του ασβού σε δάση, λιβάδια,
ουρανό και γη, προεκτείνοντας το κείμενο κι εστιάζοντας περισσότερο στις
διαθέσεις και στα συναισθήματα που γεννούν στον ήρωα της ιστορίας οι απαντήσεις
των συνομιλητών του (χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη τα σαλόνια όπου ο ίδιος
ταξιδεύει αβαρής στον ουρανό πάνω σ’ ένα κλαδί, παρατηρεί τον κόσμο από ένα
αερόστατο ή πετά με φτερά φτιαγμένα από βιβλία). Χρώματα απαλά, που φλερτάρουν
εδώ κι εκεί με το ασπρόμαυρο, με μόνο το κόκκινο να υπογραμμίζει λεπτομέρειες της εικονογράφησης και προπαντός το πολύτιμο καροτσάκι,
ολοένα και πιο γεμάτο, που σέρνει παντού μαζί του ο ήρωας.
Τελικά «εσύ τι λες πολύτιμο
πως είναι;» θα μου πείτε. «Πού καταλήγουμε;» Νομίζω, αυτό που, πέρα από αφηγηματικούς
ρυθμούς κι εικόνες έμπλεες φαντασίας, αγαπά κανείς σ’ αυτό το βιβλίο είναι
ακριβώς αυτή του η αδιαφορία για τελεσίδικες απαντήσεις κι αλήθειες. Ο αναγνώστης μέσα του
θα συναντηθεί με κάμποσες απ’ αυτές. Κι ίσως, μέσα στις λέξεις και στις εικόνες,
αλλά μπορεί και πίσω απ’ αυτές, να βρει τη μία και μοναδική, ούτε περισσότερο
ούτε λιγότερο σημαντική ή οριστική: τη δική του.
Ευχαριστούμε από καρδιάς την Ελένη Γεωργοστάθη για το τόσο όμορφο σχόλιο, την καθαρή ματιά, τη γενναιοδωρία!
ΑπάντησηΔιαγραφή