Απόδοση: Φίλιππος Μανδηλαράς, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2016
Η ικανότητα της Julia Donaldson να γεννά πρωτότυπους κι αξιαγάπητους ήρωες και του Axel Scheffler να
δίνει πνοή στα άψυχα και να τα μετατρέπει σε ζωντανά πλάσματα είναι μοναδική. Όπως
και το ταλέντο της πρώτης να σκαρώνει όμορφα στιχάκια για να τρέξει μέσα τους την
εκάστοτε ιστορία της και του δεύτερου να τη ζωντανεύει μέσα από ζωηρόχρωμες
εικόνες, απλές φαινομενικά αλλά τόσο δουλεμένες ώστε οι λεπτομέρειές τους να τις
κάνουν να φαντάζουν σχεδόν ανάγλυφες.
Ξεκινάω λίγο ανάποδα
σήμερα, γιατί αυτά τα αισθήματα μου γέννησε στην πρώτη του ανάγνωση ο Ξυλαράκης
τους. Και τα επέτεινε στις –πολλές– επόμενες. Όπου Ξυλαράκης ίσον αυτό που
ακούτε, ένα λεπτό ξυλαράκι που ζει σε μια κουφάλα δέντρου μαζί με τη γυναίκα
του και τα κουτσούβελά του ήσυχα κι ωραία, ώσπου ένας σκύλος τον αρπάζει κι
αποφασίζει να τον πάει στο αφεντικό του. Κάπως έτσι αρχίζει η μεγάλη Οδύσσεια
του πάτερ φαμίλια σε πάρκα, ποτάμια, θάλασσες, παραλίες. Σε κάθε πιθανό κι
απίθανο ρόλο –άλλοτε παιχνίδι, άλλοτε όπλο, άλλοτε εργαλείο-, περνώντας στο
διάβα των εποχών και των τόπων από τα χέρια κάθε πιθανού και –κυρίως– απίθανου
ιδιοκτήτη. Επιβιώνοντας πάντως ως τη στιγμή που θα βρεθεί έτοιμος να
κατασπαραχθεί από τη φωτιά. Κι εκεί, με τον πιο ανέλπιστο τρόπο, θα δώσει
βοήθεια και θα βοηθηθεί κι ο ίδιος να επιστρέψει επιτέλους στην οικογένειά του.
Και μάλιστα την καταλληλότερη, την ιδανικότερη στιγμή του χρόνου.
Οι περιπέτειες του
Ξυλαράκη, δοσμένες με ανάλαφρο ρυθμό αλλά και μια υποδόρια τρυφερότητα και
έγνοια, όπως αποκαλύπτεται από την επανάληψη της προειδοποίησης «Ξυλαράκη,
Ξυλαράκη» (στο ελληνικό κείμενο) κάθε τρεις και λίγο, και εικονογραφημένες με
καλόβολο χιούμορ και αισιόδοξη διάθεση, πέρα από το αίσθημα αγωνίας που
πυροδοτούν μέσα μας για την τύχη του ήρωα, γεννούν κι ένα σωρό άλλες σκέψεις
και αισθήματα, που έχουν να κάνουν με ζητήματα περιβαλλοντικής ευαισθησίας, με τη
βίαιη αποκοπή από την οικογενειακή εστία, με τη σχετικότητα καταστάσεων και αισθημάτων
–ο Ξυλαράκης, π.χ., χρησιμοποιείται ως παιχνίδι άλλων παιδιών τη στιγμή που τα
δικά του παιδιά τον στερούνται, ενώ αυτό που ορίζουμε ως κατεξοχήν γιορτινή,
χριστουγεννιάτικη θαλπωρή καταλήγει θανάσιμος κίνδυνος για τον ίδιο– και που
αριστοτεχνικά αφήνουν να αναδυθούν οι δυο χαρισματικοί δημιουργοί του.
Πολύπαθος όσο και στωικός,
μικροσκοπικός όσο και ανθεκτικός και προσαρμοστικός στις δυσκολίες, ο Ξυλαράκης
θα επιβιώσει την ώρα του μέγιστου κινδύνου χάρη στην έμφυτη καλοσύνη του. Το
καλό, πάει να πει, σου επιστρέφει, ακόμα και με τον πιο απρόσμενο τρόπο την πιο
απρόβλεπτη στιγμή. Ή, αντίστροφα, μην ξεγράφεις τίποτα και κανέναν, ακόμα κι αν
τον θεωρείς από χέρι καμένο – ίσως αυτός σου τείνει την πιο ανέλπιστη κι όμως σωτήρια
χείρα βοηθείας την ώρα της μεγάλης δυσκολίας. Όπως και να ‘χει, απ’ όποια
πλευρά κι αν το δεις, το καλό στο τέλος θριαμβεύει. Γιατί είναι Χριστούγεννα. Γιατί
έτσι γίνεται στα παραμύθια. Γιατί έτσι θα ’πρεπε να ’ναι και στη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου