Απόδοση: Φίλιππος Μανδηλαράς, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013 (από 4 ετών)
Πριν από δέκα περίπου μήνες, σε μια από τις πρώτες μου αναρτήσεις σ’ αυτό εδώ το μπλογκ, εξέφραζα τον ενθουσιασμό μου για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του Oliver Jeffers στα ελληνικά και διατύπωνα την ευχή ο Ίκαρος, ο εκδοτικός οίκος που τον έκανε γνωστό στην Ελλάδα τη δύσκολη εκδοτικά χρονιά του 2012, να μας χαρίσει στο μέλλον σε εξίσου φροντισμένες εκδόσεις τα άπαντα του σπουδαίου αυτού παραμυθά (εδώ). Και πριν καλά καλά καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός από την κυκλοφορία του Ουπς, ο Ίκαρος βάλθηκε να κάνει την ευχή τη δική μου και πολλών άλλων φανατικών αναγνωστών του Jeffers πραγματικότητα εκδίδοντας το νέο βιβλίο του, με τον τίτλο Αυτό το ελάφι είναι δικό μου.
Ήρωας του βιβλίου ο Γουίλι, ο οποίος αποφασίζει να μετατρέψει σε κατοικίδιο ένα ελάφι, δίνοντάς του ένα όνομα της αρεσκείας του και διδάσκοντάς το μια σειρά από κανόνες συμπεριφοράς. Ώσπου μια μέρα κάνει την εμφάνισή της από το πουθενά μια γηραιά κυρία που περιπλέκει το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ελαφιού! Ο Γουίλι παθαίνει σοκ, παρατάει σύξυλους ελάφι και προγενέστερη ιδιοκτήτρια και, πάνω στη φούρια του, βρίσκεται μόνος στη μέση του πουθενά, τυλιγμένος μ' ένα χιλιομπερδεμένο σκοινί, ανήμπορος να αντιδράσει. Ποιος θα τον βγάλει από τη δύσκολη θέση; Μα φυσικά το ελάφι, το οποίο, καταπώς φαίνεται, έχει εμπεδώσει τους κανόνες που του δίδαξε ο αφέντης του. Είναι όμως έτσι; Είναι η σχέση ιδιοκτησίας και υποτέλειας αυτή που καθορίζει τη συμπεριφορά του ελαφιού ή μήπως η συνειδητή επιλογή του να κάνει αυτό που του υπαγορεύει η ελεύθερη βούλησή του – η οποία τυχαίνει να εφάπτεται με κάποιους απ’ τους κανόνες του Γουίλι; Μάλλον το δεύτερο. Κάπως έτσι ο Γουίλι αποδέχεται το αυτονόητο: το δικαίωμα του άλλου να ορίζει τον εαυτό του και τις επιλογές του καταπώς του κάνει κέφι, κι ας παραμονεύουν στο δρόμο του πολλοί ακόμα πρώην «ιδιοκτήτες»...
Ένα εύστοχο σχόλιο του Oliver Jeffers πάνω στο τι μας ανήκει και τι όχι, πάνω στο δικαίωμα του άλλου να ορίζει ελεύθερα τον εαυτό του – και ταυτόχρονα μια αλληγορία γύρω από την αυθαιρεσία με την οποία ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη φύση και την άγρια ζωή. Μια άγρια ζωή η οποία, αν κρίνουμε από τη στάση του ελαφιού απέναντι στον ανήμπορο Γουίλι, δεν είναι απειλητική ή εχθρική, ούτε στερείται αισθημάτων αλληλεγγύης και αγάπης. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που παρερμηνεύει, παραβλέπει, παρανοεί. Εκείνος που θέτει κανόνες ερήμην, που προσπαθεί να ορίσει και να ερμηνεύσει συμπεριφορές με βάση τα δικά του δεδομένα.
Ο Jeffers για μιαν ακόμα φορά ενορχηστρώνει λόγια, εικόνες, ακόμα και γραμματοσειρές, χωρίς να αφήνει τίποτα στην τύχη, πλάθοντας μια ιστορία που, παρά την προφανή της λιτότητα και την απουσία κάθε μορφής εκζήτησης, κατορθώνει, κινούμενη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, να ξαφνιάσει, να υπονομεύσει, να ανατρέψει, να σαρκάσει. Έτσι, στο επίπεδο της πλοκής, η αλλόκοτη επιθυμία του ήρωα να μετατρέψει το ελάφι σε υπάκουο, πιστό κατοικίδιο ακυρώνεται στην πορεία όχι από τη βίαιη αντίδραση του ίδιου του ζώου αλλά από την εμφάνιση περισσότερων του ενός «ιδιοκτητών». Μάλιστα, όπως αφήνει να εννοηθεί και η τελευταία σκηνή του βιβλίου, όσο αυξάνεται ο αριθμός των επίδοξων ιδιοκτητών, τόσο αποδυναμώνεται στη συνείδηση του αναγνώστη η ιδέα περί ιδιοκτησίας του ελαφιού και άλλο τόσο αυτονομείται το ίδιο. Εξάλλου, γι' άλλη μια φορά σε βιβλίο του Jeffers κείμενο και εικονογράφηση δε συμπίπτουν, αν όχι ως προς τα γεγονότα, πάντως σίγουρα ως προς τις αποχρώσεις τους. Έτσι, στο λεκτικό κομμάτι τα γεγονότα παρουσιάζονται από την οπτική του Γουίλι, με τον τρόπο που τα βλέπει και τα ερμηνεύει αυτός και μόνο. Η εικονογράφηση, από την άλλη, προβάλλει μια ελαφρώς διαφοροποιημένη και ουδέτερη πραγματικότητα, που τουλάχιστον σε επίπεδο ερμηνείας των συμβάντων ακυρώνει τον αβάσταχτο υποκειμενισμό του ήρωά μας. Μια εικονογράφηση που κι αυτή κινείται σε δυο τελείως διαφορετικά, αλληλοϋπονομευόμενα επίπεδα: στο φόντο άγρια τοπία, δανεισμένα από τους πίνακες του Alexander Dzigurski, και πάνω τους, παράταιρες, σχεδόν απρόσκλητες, οι γνωστές αφαιρετικές φιγούρες του Jeffers με τα λεπτά σαν ξυλαράκια πόδια, σε μια κραυγαλέα αντίστιξη της άγριας φύσης και των προθέσεων του μικροσκοπικού, καθωσπρέπει Γουίλι να την εξημερώσει. (Για μια ματιά στην εικονογράφηση πηγαίνετε εδώ.) Ταυτόχρονα, η χρήση, πέραν της κανονικής, και μιας «χειρόγραφης» γραμματοσειράς, η οποία χρησιμοποιείται, εκτός από τα συννεφάκια των διαλόγων, και για τη γραπτή αποτύπωση των κανόνων που βάζει ο Γουίλι στο ελάφι, καταδεικνύει την παιδιάστικη αυθαιρεσία αυτών των δεύτερων. Τέλος, δε λείπουν οι αναφορές σε παλιότερα βιβλία του συγγραφέα, αποτυπωμένες στη σειρά των εικόνων οι οποίες ξεπηδούν μες στο μυαλό του Γουίλι όταν αναζητά λύση σωτηρίας από τη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει παγιδευμένος στο σκοινί του.
Και ετούτη τη φορά η βόλτα μας στον κόσμο του Jeffers αποδεικνύεται πολύπλευρη, απολαυστική, συναρπαστική, άκρως γοητευτική. Κι αυτό γιατί ο Ιρλανδός παραμυθάς, χωρίς να εγκαταλείπει το χαρακτηριστικό λιτό, έως ελλειπτικό, ύφος του και το ιδιαίτερο εικαστικό του στίγμα, κατορθώνει και πάλι να ξεφύγει απ’ τη μανιέρα, την επανάληψη, το αναμάσημα, το ναρκισσισμό, χαρίζοντάς μας ένα βιβλίο που θα διαβάσουμε και θα ξαναδιαβάσουμε άπειρες φορές μες στους επόμενους μήνες – και πάντως τουλάχιστον μέχρι την έκδοση του επόμενου!
Ήρωας του βιβλίου ο Γουίλι, ο οποίος αποφασίζει να μετατρέψει σε κατοικίδιο ένα ελάφι, δίνοντάς του ένα όνομα της αρεσκείας του και διδάσκοντάς το μια σειρά από κανόνες συμπεριφοράς. Ώσπου μια μέρα κάνει την εμφάνισή της από το πουθενά μια γηραιά κυρία που περιπλέκει το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ελαφιού! Ο Γουίλι παθαίνει σοκ, παρατάει σύξυλους ελάφι και προγενέστερη ιδιοκτήτρια και, πάνω στη φούρια του, βρίσκεται μόνος στη μέση του πουθενά, τυλιγμένος μ' ένα χιλιομπερδεμένο σκοινί, ανήμπορος να αντιδράσει. Ποιος θα τον βγάλει από τη δύσκολη θέση; Μα φυσικά το ελάφι, το οποίο, καταπώς φαίνεται, έχει εμπεδώσει τους κανόνες που του δίδαξε ο αφέντης του. Είναι όμως έτσι; Είναι η σχέση ιδιοκτησίας και υποτέλειας αυτή που καθορίζει τη συμπεριφορά του ελαφιού ή μήπως η συνειδητή επιλογή του να κάνει αυτό που του υπαγορεύει η ελεύθερη βούλησή του – η οποία τυχαίνει να εφάπτεται με κάποιους απ’ τους κανόνες του Γουίλι; Μάλλον το δεύτερο. Κάπως έτσι ο Γουίλι αποδέχεται το αυτονόητο: το δικαίωμα του άλλου να ορίζει τον εαυτό του και τις επιλογές του καταπώς του κάνει κέφι, κι ας παραμονεύουν στο δρόμο του πολλοί ακόμα πρώην «ιδιοκτήτες»...
Ένα εύστοχο σχόλιο του Oliver Jeffers πάνω στο τι μας ανήκει και τι όχι, πάνω στο δικαίωμα του άλλου να ορίζει ελεύθερα τον εαυτό του – και ταυτόχρονα μια αλληγορία γύρω από την αυθαιρεσία με την οποία ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη φύση και την άγρια ζωή. Μια άγρια ζωή η οποία, αν κρίνουμε από τη στάση του ελαφιού απέναντι στον ανήμπορο Γουίλι, δεν είναι απειλητική ή εχθρική, ούτε στερείται αισθημάτων αλληλεγγύης και αγάπης. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που παρερμηνεύει, παραβλέπει, παρανοεί. Εκείνος που θέτει κανόνες ερήμην, που προσπαθεί να ορίσει και να ερμηνεύσει συμπεριφορές με βάση τα δικά του δεδομένα.
Ο Jeffers για μιαν ακόμα φορά ενορχηστρώνει λόγια, εικόνες, ακόμα και γραμματοσειρές, χωρίς να αφήνει τίποτα στην τύχη, πλάθοντας μια ιστορία που, παρά την προφανή της λιτότητα και την απουσία κάθε μορφής εκζήτησης, κατορθώνει, κινούμενη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, να ξαφνιάσει, να υπονομεύσει, να ανατρέψει, να σαρκάσει. Έτσι, στο επίπεδο της πλοκής, η αλλόκοτη επιθυμία του ήρωα να μετατρέψει το ελάφι σε υπάκουο, πιστό κατοικίδιο ακυρώνεται στην πορεία όχι από τη βίαιη αντίδραση του ίδιου του ζώου αλλά από την εμφάνιση περισσότερων του ενός «ιδιοκτητών». Μάλιστα, όπως αφήνει να εννοηθεί και η τελευταία σκηνή του βιβλίου, όσο αυξάνεται ο αριθμός των επίδοξων ιδιοκτητών, τόσο αποδυναμώνεται στη συνείδηση του αναγνώστη η ιδέα περί ιδιοκτησίας του ελαφιού και άλλο τόσο αυτονομείται το ίδιο. Εξάλλου, γι' άλλη μια φορά σε βιβλίο του Jeffers κείμενο και εικονογράφηση δε συμπίπτουν, αν όχι ως προς τα γεγονότα, πάντως σίγουρα ως προς τις αποχρώσεις τους. Έτσι, στο λεκτικό κομμάτι τα γεγονότα παρουσιάζονται από την οπτική του Γουίλι, με τον τρόπο που τα βλέπει και τα ερμηνεύει αυτός και μόνο. Η εικονογράφηση, από την άλλη, προβάλλει μια ελαφρώς διαφοροποιημένη και ουδέτερη πραγματικότητα, που τουλάχιστον σε επίπεδο ερμηνείας των συμβάντων ακυρώνει τον αβάσταχτο υποκειμενισμό του ήρωά μας. Μια εικονογράφηση που κι αυτή κινείται σε δυο τελείως διαφορετικά, αλληλοϋπονομευόμενα επίπεδα: στο φόντο άγρια τοπία, δανεισμένα από τους πίνακες του Alexander Dzigurski, και πάνω τους, παράταιρες, σχεδόν απρόσκλητες, οι γνωστές αφαιρετικές φιγούρες του Jeffers με τα λεπτά σαν ξυλαράκια πόδια, σε μια κραυγαλέα αντίστιξη της άγριας φύσης και των προθέσεων του μικροσκοπικού, καθωσπρέπει Γουίλι να την εξημερώσει. (Για μια ματιά στην εικονογράφηση πηγαίνετε εδώ.) Ταυτόχρονα, η χρήση, πέραν της κανονικής, και μιας «χειρόγραφης» γραμματοσειράς, η οποία χρησιμοποιείται, εκτός από τα συννεφάκια των διαλόγων, και για τη γραπτή αποτύπωση των κανόνων που βάζει ο Γουίλι στο ελάφι, καταδεικνύει την παιδιάστικη αυθαιρεσία αυτών των δεύτερων. Τέλος, δε λείπουν οι αναφορές σε παλιότερα βιβλία του συγγραφέα, αποτυπωμένες στη σειρά των εικόνων οι οποίες ξεπηδούν μες στο μυαλό του Γουίλι όταν αναζητά λύση σωτηρίας από τη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει παγιδευμένος στο σκοινί του.
Και ετούτη τη φορά η βόλτα μας στον κόσμο του Jeffers αποδεικνύεται πολύπλευρη, απολαυστική, συναρπαστική, άκρως γοητευτική. Κι αυτό γιατί ο Ιρλανδός παραμυθάς, χωρίς να εγκαταλείπει το χαρακτηριστικό λιτό, έως ελλειπτικό, ύφος του και το ιδιαίτερο εικαστικό του στίγμα, κατορθώνει και πάλι να ξεφύγει απ’ τη μανιέρα, την επανάληψη, το αναμάσημα, το ναρκισσισμό, χαρίζοντάς μας ένα βιβλίο που θα διαβάσουμε και θα ξαναδιαβάσουμε άπειρες φορές μες στους επόμενους μήνες – και πάντως τουλάχιστον μέχρι την έκδοση του επόμενου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου