Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015
Δυο αδέρφια μεγαλωμένα σε εύπορο αστικό περιβάλλον από γονείς καριερίστες και προσηλωμένους
στον υλικό πλούτο, εξαρτημένα από την τεχνολογία και χωρίς καμία επαφή με τη
φύση, θα υποχρεωθούν, εξαιτίας κυρίως της απληστίας των γονιών τους, να
περάσουν μια βδομάδα στο σπίτι της ιδιόρρυθμης προγιαγιάς τους σε ένα μακρινό
και δυσπρόσιτο μέρος ονόματι Βροχερό Βουνό. Η ανάγνωση ενός μυστηριώδους «απαγορευμένου»
βιβλίου που η γιαγιά γράφει τις νύχτες θα τα φέρει σε επαφή με έναν άγνωστο,
αλλόκοτο κόσμο, τον κόσμο της Αλάστρας, στον οποίο δυο άλλα παιδιά, που τους
μοιάζουν εκπληκτικά, παλεύουν για την επιβίωση αλλά και για να μάθουν αν βρίσκονται
στη ζωή οι από καιρό χαμένοι γονείς τους. Κι όταν ο Χρήστος και η Βικτώρια βρεθούν
ξαφνικά μέσα στον μυστηριώδη κόσμο του βιβλίου και κληθούν να σηκώσουν το βάρος
της σωτηρίας της Αλάστρας, θα κατορθώσουν μέσα από μύριους κινδύνους,
συναντήσεις με πλάσματα αδιευκρίνιστων προθέσεων και ταξίδια ως εκεί που δε
χωράει ο νους, να ξεσκεπάσουν μια φοβερή συνωμοσία και να επαναφέρουν την
αρμονία, τη χαρά και τη συναδέλφωση στους κατοίκους του παράξενου αυτού τόπου,
οδηγούμενοι παράλληλα μέσα από μια επώδυνη όσο και ασυνήθιστη διαδικασία
προσωπικής ωρίμανσης, στον επαναπροσδιορισμό της δικής τους ζωής και των δικών τους
αξιών.
Ο Γιώργος Παναγιωτάκης με την Αλάστρα
φτιάχνει ένα μυθιστόρημα φαντασίας στο οποίο, παρά τις αναπόφευκτες –και
συνειδητές– αναφορές στην παράδοση του είδους, πετυχαίνει να χτίσει έναν κόσμο ολόδικό
του συνταιριάζοντας πολλά κι ετερόκλητα υλικά μέσα από έναν γόνιμο και
ευφάνταστο συνδυασμό παραδόσεων: Έτσι, δίπλα στα ζωντανά δέντρα ή στο τελώνιο
που τόσο έντονα θυμίζει Τόλκιν, έρχονται να προστεθούν στοιχεία
από ένα σωρό μυθολογικές και ιστορικές παραδόσεις (αρχαίες όσο και μεσαιωνικές),
και μάλιστα μεταπλασμένα με τρόπο συχνά ανατρεπτικό. Εντυπωσιακή, για παράδειγμα, είναι η ποικιλία πηγών από τις
οποίες αντλούνται τα ονόματα των χαρακτήρων: αρχαιοελληνικά, βυζαντινά, περσικά,
σουμεριακά, αλλά και ονόματα εμπνευσμένα από τον κόσμο των φυτών. Το ευχάριστο
και εξωτικό αυτό μείγμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην πειστική κατασκευή ενός πρωτότυπου
όσο και φανταστικού κόσμου, τη στιγμή που η ελευθερία με την οποία διαχειρίζεται
τα συστατικά του ο συγγραφέας τον αποδεσμεύει από παγιωμένα στερεότυπα,
οδηγώντας τον στην υπονόμευση αναπόφευκτων αναγνωστικών προσδοκιών, κάτι που
βλέπουμε να συμβαίνει τόσο με το τελώνιο που καλείται να οδηγήσει
τα δυο παιδιά στο Νησί της Μοίρας όσο και με τις απροσδόκητα ανυστερόβουλες Άρπυιες ή τον
ανέλπιστα καλόβολο γκαφατζή Χάροντα.
Πέρα πάντως από την αναμφισβήτητη σημασία του πραγματολογικού και
φαντασιακού υποστρώματος στο οποίο πατάει ο συγγραφέας, το μεγάλο στοίχημα ενός
βιβλίου σαν την Αλάστρα είναι η
ικανότητα διαχείρισης αυτού του σύνθετου υλικού με αφηγηματική αρτιότητα και
ισορροπία. Κι αυτό επιτυγχάνεται, στο πρώτο τουλάχιστον μέρος, χάρη στον ισορροπημένο
διάλογο της κεντρικής αφήγησης με τα εμβόλιμα αποσπάσματα του μυστηριώδους βιβλίου
που γράφει η γιαγιά, συνεπικουρούμενο από τη σωστή δοσολογία περιγραφής και
διαλόγου, δράσης και χιούμορ. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο οι ιδιαίτερες ποιότητες των χαρακτήρων των δυο πρωταγωνιστών επηρεάζουν την εξέλιξη της πλοκής. Ενδεικτικά αναφέρω τα συχνά αγωνιώδη αυτοαναφορικά σχόλια των δυο –περιπλανώμενων πλέον εντός
του βιβλίου– παιδιών γύρω από το κατά πόσον οι συμπεριφορές τους είναι συμβατές
με το φέρεσθαι των χαρακτήρων ενός μυθιστορήματος. Πέρα από τη
χιουμοριστική πινελιά που χαρίζουν στο κείμενο αυτοί οι προβληματισμοί, επιτρέπουν
στον συγγραφέα και να θέσει εν αμφιβόλω παγιωμένες μυθοπλασιακές αξίες και
πρακτικές, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για την αναπάντεχη και αρκετά
αντισυμβατική οδό που επιλέγει για τη λύση της πλοκής του.
Πολύ πριν φτάσει πάντως σε αυτή τη λύση, στα μισά ακριβώς της άψογα
αρχιτεκτονημένης ιστορίας του, ο Παναγιωτάκης μάς χαρίζει την, κατά τη γνώμη
μου, κορυφαία αφηγηματικά στιγμή του βιβλίου του, μέσα από την ευφυώς δοσμένη, ιδιαίτερα
ευρηματική σκηνή συνάντησης των δυο κόσμων που ως εκείνη τη στιγμή κινούνται
παράλληλα μες στο κείμενό του. Μια σκηνή στην οποία ραφές, στεγανά, σύνορα και φυσικοί
νόμοι γίνονται χίλια κομμάτια με τρόπο αισθητηριακά καταιγιστικό, υπηρετώντας
εκείνο ακριβώς το στοιχείο, την ενότητα της αφήγησης, που θα επιτρέψει σε ήρωες και αναγνώστες να βουτήξουν ανενδοίαστα στη μεγάλη περιπέτεια.
To θέλουμε και σε ταινία 🙌🙌🙌
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο θέλουμε και σε ταινία 🙌🙌🙌
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο θέλουμε και σε ταινία ������
ΑπάντησηΔιαγραφή