Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Παναγιώτης Τσιρίδης, Ο Ευτύχιος Καλλέργης και η συλλογή με τους εφιάλτες

Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012 (από 10 ετών)


 
 
Ένα γνώριμο αφηγηματικό τέχνασμα εφαρμόζει στο βιβλίο του ο Παναγιώτης Τσιρίδης για να μας μιλήσει για τους εφιάλτες και για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί μπορούν να επηρεάσουν ή και να αλλάξουν εξολοκλήρου τη ζωή μας: εμφανίζει τον αφηγητή του βιβλίου του ως αποδέκτη μιας συλλογής εφιαλτών την οποία του εμπιστεύεται ο καταγραφέας τους, ένας γηραιός κύριος, κάτοικος της γειτονιάς του, ο Ευτύχιος Καλλέργης, τον οποίο μας παρουσιάζει στο εισαγωγικό του κεφάλαιο.

Ο κύριος Ευτύχιος είναι παλαιοπώλης, συλλέκτης παλιών αντικειμένων. Επειδή ο ίδιος δε βλέπει όνειρα, γίνεται και συλλέκτης των ονείρων των άλλων, και κυρίως των εφιαλτών των παιδιών της γειτονιάς. Μέσα από τη συλλογή και την ανάγνωση των ξένων εφιαλτών, ο κύριος Ευτύχιος αρχίζει κι ο ίδιος να βλέπει όνειρα. Αλλά και τα παιδιά στα οποία κάποια μέρα θα διαβάσει το αλλόκοτο αυτό κείμενο ο αφηγητής του βιβλίου θα μπορέσουν χάρη στη συλλογή του γέρου παλαιοπώλη να διηγηθούν και τα ίδια τους εφιάλτες που βασανίζουν τον ύπνο τους και να ανακουφιστούν από αυτούς.

Τι είναι όμως αυτή η Συλλογή με τους εφιάλτες; Πρόκειται για τις παιδικές αφηγήσεις δώδεκα εφιαλτών και μιας αληθινής ιστορίας η οποία μοιάζει απελπιστικά με εφιάλτη κι αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα κλείσιμο του ματιού, μια ευφυή υπόμνηση από το συγγραφέα του τρόπου με τον οποίο μια δυσάρεστη πραγματικότητα μετασχηματίζεται στο κεφάλι του παιδιού σε εφιάλτη στην προσπάθειά του να την απωθήσει.

Και οι δεκατρείς αφηγήσεις, γραμμικές, απλές στη μορφή, χτισμένες από σύντομες φράσεις, όπως ταιριάζει στον παιδικό λόγο, περιγράφουν εφιάλτες που στην πλειονότητά τους έχουν ταλαιπωρήσει τα περισσότερα παιδικά μυαλά: εγκλωβισμός σε κάποια αδιέξοδη κατάσταση, μια μορφή καταδίωξης, αγωνία για τις εξετάσεις –το αγαπημένο μου!–, κάποιος κίνδυνος τον οποίο φαίνεται να αντιλαμβάνεται μόνο ο πρωταγωνιστής του ονείρου, σε αντίθεση με το περιβάλλον του, το οποίο αντιμετωπίζει το γεγονός με απάθεια κ.ο.κ.

Φυσικά, από τις αφηγήσεις έχουν απαλειφθεί στοιχεία προφορικότητας τα οποία ενδεχομένως θα κούραζαν ή θα αποδιοργάνωναν τον αναγνώστη. Επιπλέον, ο συγγραφέας συνειδητά εστιάζει στην υφολογική ομοιομορφία των παιδικών αφηγήσεων ως εργαλείο για την πειστική αποτύπωση τόσο των εφιαλτών όσο και της ατμόσφαιρας που τους περιβάλλει. 

Ο συγγραφέας επιλέγει τον ενεστώτα για το τμήμα των ιστοριών στο οποίο περιγράφεται ο εφιάλτης. Με την επιλογή αυτή, και σε συνδυασμό με τις κοφτές φράσεις του κειμένου, επιτείνεται ο αγωνιώδης ρυθμός της αφήγησης και αποτυπώνεται πειστικά η αναβίωση από την πλευρά του παιδιού τόσο του εφιάλτη όσο και των συναισθημάτων που ξαναφέρνει στην επιφάνεια η λεκτική του ανάπλαση. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης παρασύρεται από την αμεσότητα της -πρωτοπρόσωπης- αφήγησης, εύκολα ταυτίζεται με τον ήρωα της εκάστοτε ιστορίας, συμπάσχει μαζί του κι ανακαλεί δικές του παρόμοιες εμπειρίες από εφιάλτες.

Το ξύπνημα, πάλι, από τον εφιάλτη σηματοδοτεί και το πέρασμα από τον ενεστώτα στον αόριστο. Η χρήση παρελθοντικού χρόνου εδώ υποδηλώνει τη συναισθηματική αποστασιοποίηση του παιδιού με το πέρας της περιγραφής του εφιάλτη και την επιστροφή του στην πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση δίνεται μια σύντομη περιγραφή των συνθηκών με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος ξυπνώντας ο εκάστοτε μικρός αφηγητής: των προσώπων που είναι κοντά του, των αντιδράσεών τους, αλλά και των φυσικών συνθηκών που επικρατούν στο χώρο στον οποίο κοιμήθηκε. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αιτία του εφιάλτη εδράζεται στις φυσικές συνθήκες – υπερβολική ζέστη, παρουσία εντόμων κτλ. Σε άλλες υπονοείται μέσα από στοιχεία της συμπεριφοράς των γονιών του παιδιού τόσο απέναντι στο ίδιο όσο και του ενός προς τον άλλο. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση η αφήγηση μας αφήνει συχνά με ένα ερωτηματικό, αφού αρνείται να απαντήσει με σαφήνεια αν ο παιδικός φόβος είναι πραγματικός ή συνέπεια κάποιου συγκυριακού γεγονότος.
 
Δε νομίζω άλλωστε ότι το αποκλειστικό ζητούμενο είναι να αποδοθούν ευθύνες ή να προσδιοριστούν με σαφήνεια τα αίτια. Ο συγγραφέας θέλει κυρίως να μας δώσει να καταλάβουμε ότι οι εφιάλτες είναι ο μηχανισμός αποφόρτισής μας από εσωτερικές εντάσεις,  ενδόμυχους φόβους και ανασφάλειες, ο τρόπος που έχει ο ανθρώπινος νους να αποδιώχνει ό,τι τον βαραίνει, έστω και μεταμφιεσμένο. Γι' αυτό και η λεκτική αναβίωση των εφιαλτών μας λειτουργεί ως ένα είδος κάθαρσης, σαν ξόρκι, που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε, ενδεχομένως και να θεραπευτούμε από όσα μας βασανίζουν. 

Δεν ήταν λίγες οι φορές πάντως που διαβάζοντας τη συλλογή του κύριου Ευτύχιου διέκρινα στους εφιάλτες των παιδιών στοιχεία που λόγω αδιαφορίας, επιπολαιότητας ή ελλιπούς πληροφόρησης έχουμε αφήσει να νοθεύσουν τα παιδικά μυαλά, για παράδειγμα σκηνές από ταινίες βίας, σχηματικές, συναισθηματικά φορτισμένες εκδοχές ιστορικών γεγονότων, απουσία κοινής αντίληψης στον τρόπο διαχείρισης της παιδικής συμπεριφοράς κ.ο.κ., τα οποία γιγαντώνουν τα ερωτηματικά, οξύνουν τις εντάσεις και ενισχύουν τους παιδικούς φόβους. Και, χωρίς να διαφωνώ στο ελάχιστο με τα όσα λέει ο κύριος Ευτύχιος Καλλέργης στην επιστολή του προς τον αφηγητή στο τέλος του βιβλίου για την ιαματική, εξισορροπητική αξία των εφιαλτών στη ζωή μας, συνειδητοποιώ ότι μας βαραίνει κι εμάς τους γονείς ικανή δόση ευθύνης για παιδικά άγχη, αγωνίες κι ανασφάλειες που θα μπορούσαν να λείπουν αν στις πιο ανύποπτες στιγμές της καθημερινότητάς μας είχαμε σταθεί λίγο πιο προσεκτικοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου