Εικονογράφηση: Αλέξης Κυριτσόπουλος, Εκδόσεις Κέδρος (από 2,5-3 ετών)
Άργησα πολύ να κάνω μια γνωριμία της προκοπής με τα βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά. Στα μισά ακριβώς της δεκαετίας του ’80, όταν ο κύριος Ευγένιος επαναπροσδιόριζε το τοπίο του παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα, εγώ εγκατέλειπα το δημοτικό για το γυμνάσιο και με μεγάλη καθυστέρηση βρέθηκα να διαβάζω τα βιβλία του ως… παρένθετη αναγνώστρια δυόμισι δεκαετίες αργότερα.
Έχοντας φάει τρία
χρόνια τώρα με το κουτάλι Φρικαντέλες, Φουφήχτρες, Δόνες Τερηδόνες, Μαυρίκιους Μαυρούληδες,
Γκουντούν, Πίκους Απίκους και άλλα θαυμαστά πλάσματα, έχοντας ταξιδέψει στο Νησί των Πυροτεχνημάτων, στη ζούγκλα του
Ζουπαζονίου, στο Λιχουδιστάν, στην Κουμασιλάνδη, στη Φρουτοπία και σε τόσα άλλα μαγικά μέρη, νομίζω πως δικαιούμαι
πια να μιλήσω για ό,τι περισσότερο έχω αγαπήσει μέχρι στιγμής από τον κόσμο του
κύριου Ευγένιου. Σαν παιδάκι συνεπαρμένο από τη νεόκοπη γεωγραφία του. Αλλά
και σαν ενήλικη εντυπωσιασμένη από την ικανότητά του να διαχειρίζεται με
τόση ευρηματικότητα τα ανεξάντλητα αποθέματα ελευθερίας της παιδικής
λογοτεχνίας. Αν υπάρχει λοιπόν κάτι από τον Τριβιζά που κάνει να συναντιούνται
μ’ έναν τρόπο αξεδιάλυτο μέσα μου το παιδί κι η ενήλικη, οπωσδήποτε αυτό είναι
οι «Ιστορίες με προβοσκίδα», τα τέσσερα βιβλιαράκια με πρωταγωνιστή το Λούκουλο.
Ο Λούκουλος είναι
ένας ελεφαντάκος που ζει σε έναν τόπο μαγικό, γεμάτο μπαλονόδεντρα, καταρράχτες
λεμονάδας, ρακετοκοράκια, ξεσκονόπουλα, μπανανηδόνια, ελικοπτεροκροκόδειλους
και άλλα συναρπαστικά μέρη και πλάσματα. Η λαιμαργία του γίνεται αιτία για μια σειρά από
εξωφρενικές περιπέτειες. Να διευκρινίσουμε ότι στον κόσμο του Λούκουλου, έναν κόσμο όπου δε
χωράει η λογική, οι ιδιότητες των πραγμάτων μεταβιβάζονται μαγικά
–στη βάση της ομοιότητας ή της συμπάθειας– σε εκείνον που τα τρώει: Έτσι, τρως παπαρούνες, κοκκινίζεις, τρως μπαλόνια, πετάς, τρως
πυγολαμπίδες, γίνεσαι φωτεινός, τρως βότσαλα, γίνεσαι βαρύς κι ασήκωτος. Κι αυτό
συνεπάγεται μπλεξίματα, φασαρίες κι ένα σωρό προβλήματα. Ο Λούκουλος βέβαια
πάντα βρίσκει την άκρη μέσα από ξεκαρδιστικές περιπέτειες σε απίθανους τόπους,
όπου γνωρίζει πλάσματα αλλόκοτα, όπως φερμουαρόφιδα, συννεφοτροχονόμους και
τηλεσκοπικές καμηλοπαρδάλεις. Πολλές φορές οι λύσεις έρχονται με τρόπο
τυχαίο, αλλά σημασία έχει ότι το φινάλε πετυχαίνει πάντα τον
ήρωά μας παρέα με τα φιλαράκια του στη ζούγκλα να γιορτάζουν μια ακόμα νίκη.
Στα
τέσσερα βιβλία του Λούκουλου, όπως και σ’ ολόκληρο το έργο του, ο Τριβιζάς
πλάθει ένα σύμπαν γεμάτο τοποθεσίες, πλάσματα, συμπεριφορές, ακόμα και τρόπους
λειτουργίας του, τόσο συμπαγή, αυτονόητα και αλληλένδετα, ώστε η πλήρης αποδοχή
τους από μέρους του αναγνώστη να είναι αναγκαία προϋπόθεση για να πορευτεί στη
συνέχεια μέσα τους, όχι πια ως απλός δέκτης της ιστορίας αλλά ως μυημένος
συνένοχος. Έχοντας διακόψει εξολοκλήρου επαφή με τον ενήλικο, πραγματιστή εαυτό
του.
Βασικό όπλο του
συγγραφέα στο εγχείρημά του αυτό είναι η γλώσσα του, όχι ως διαμεσολαβητικό
εργαλείο, αλλά ως συστατικό υλικό ενός κόσμου φτιαγμένου από
νέες, ολοκαίνουργες λέξεις, οι οποίες δεν είναι κενά περιεχομένου λογοπαίγνια
αλλά η πρώτη ύλη, το καύσιμο που οδηγεί την παιδική, και όχι μόνο, φαντασία σε
ένα τοπίο αναπάντεχων νοηματικών παντρεμάτων. Ας πάρουμε την κατά Τριβιζά υδρόγειο: Αρκεί να μπολιάσεις μ' ένα πεπόνι την Ισπανία για να μετατρέψεις ολόκληρη την Ιβηρική σε μυρωδάτο,
ζουμερό μποστάνι, να κολλήσεις ένα «Πι» στο Περού για να αρχίσεις τα φταρνίσματα αν
τύχει να περνάς από πάνω του με την ιπτάμενη σκάφη σου, να βάλεις ένα Ζ αντί του Σ στη Σαχάρα για να σε πάρουν στη στιγμή τα
σιρόπια, για να μην αναφερθούμε στις οροσειρές από αυγά μάτια που βλέπεις να
απλώνονται μπροστά σου αν τύχει και στρίψεις το πηδάλιο κατά Αβγατηγανιστάν
μεριά. Ένας άλλος κόσμος, χορταστικός, γευστικός και αναπάντεχα ποιητικός.
Με τον ίδιο τρόπο,
στις «Ιστορίες με προβοσκίδα» τα πλάσματα που συναναστρέφεται ο Λούκουλος είναι
απόρροια λεκτικών συζεύξεων που οδηγούν σε άκρως γοητευτικά, πρωτότυπα και…
πολυλειτουργικά αποτελέσματα: κοράκια με ενσωματωμένες ρακέτες, πουλιά-ξεσκονιστήρια,
καμηλοπαρδάλεις-τηλεσκόπια, δέντρα με μπαλόνια, φίδια που ανοιγοκλείνουν με
φερμουάρ κι ό,τι άλλο βάλει ή –κυρίως…– δε βάλει ο νους.
Σε μια χώρα όπου
σπανίως ο συγγραφέας και ο εικονογράφος ενός βιβλίου είναι το ίδιο πρόσωπο, έχω
αναρωτηθεί πολλές φορές πόσο εύκολο είναι ο δεύτερος να μπορέσει να
οπτικοποιήσει ικανοποιητικά τον καρπό της φαντασίας του πρώτου – ειδικά όταν η φαντασία αυτή
είναι τόσο οργιώδης. Ένας ακόμα λόγος για τη λατρεία που τρέφω στις «Ιστορίες
με προβοσκίδα» είναι ότι ο Αλέξης Κυριτσόπουλος έχει δώσει σχήμα, μορφή και
χρώμα σε όλα τα πλάσματα που προέκυψαν από τα γλωσσικά
μαγειρέματα του συγγραφέα απλά, ανενδοίαστα και ξεκάθαρα, με τον αυτονόητο
τρόπο του μικρού παιδιού που θα έπιανε τις μπογιές του ένα πρωί για να
αποτυπώσει χωρίς διαμεσολαβήσεις και δεύτερες σκέψεις τη δική του φαντασία.
Η εικονογράφηση
πάντως, εκτός από το να αποτυπώνει τη φαντασία του συγγραφέα, συμβάλλει και
στην εφαρμογή μιας βασικής αντίληψής του περί της μη λογικής, αιτιακής σύνδεσης των πραγμάτων:
Στον κόσμο του Τριβιζά, τα γεγονότα εκτυλίσσονται χωρίς περίπλοκες
και δυσδιάκριτες αιτιακές σχέσεις. Κι όλα είναι προφανή, αυτό ακριβώς που
φαίνονται να είναι. Η κοινή λογική γκρεμοτσακίζεται συχνά πυκνά ηττημένη
μπροστά στην εξωφρενική αυτή προφάνεια, στην οποία δε χωράνε λογικές εξηγήσεις και
ερμηνείες. Έτσι, όταν ο Λούκουλος φτάνει σε αδιέξοδο μην
μπορώντας να κατέβει στη γη μετά την κατανάλωση ενός απίθανου αριθμού μπαλονιών,
τα αστεράκια στο ουράνιο στερέωμα διευκολύνουν την πλοκή σπάζοντας τα μπαλόνια στην
κοιλιά του, αφού τα ίδια δεν είναι ουράνια σώματα αλλά αυτό ακριβώς που δείχνουν πάνω
στο χαρτί, μικρά γυαλιστερά σχηματάκια με μυτερές γωνίες. Κάπου αλλού, ένα
ενοχλητικό σύννεφο ξηλώνεται και γίνεται κουβάρι, αφού οπτικά παραπέμπει σε αφράτο μαλλί, άρα ποιος μας εμποδίζει να ξεμπερδεύουμε μια και καλή χωρίς να το βασανίζουμε ιδιαίτερα; Στο ίδιο πνεύμα, άλλοτε οι ακτίνες του ήλιου μετατρέπονται σε γαϊτανάκι και το ουράνιο τόξο σε χρωματική παλέτα.
Μεταξύ μας, είμαι βέβαιη ότι η παιδική
φαντασία δε θέλει τίποτα περισσότερο από αυτό ακριβώς: έναν καμβά έτοιμο να
χωρέσει κάθε λογής χρώματα κι εικόνες, όπου αρκεί ένα μικρό άγγιγμα του χεριού
για να πραγματωθεί χωρίς μεσάζοντες και τροχονόμους της σκέψης κάθε απιθανότητα.
Κλείνοντας, να πω –υιοθετώντας
κι εγώ έναν τριβιζικό τρόπο αποφώνησης– ότι μια άλλη φορά θα σας διηγηθώ πώς πριν
από τρία περίπου χρόνια η δυομισάχρονη τότε κόρη μου κι εγώ γνωριστήκαμε με τη Χαρά και το Γκουντούν της σε ένα φιλόξενο
δωμάτιου νοσοκομείου!
Γιατί κρύβετε τη δεξια πλευρά του μήλου; Υποψιαζομαι πως είναι δαγκωμένο. Μεγεια το νεο look.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥποθετικά μιλώντας, θα μπορούσε να το έχει δαγκώσει ο Λούκουλος - ποιος άλλος! Πάντως, αν μπείτε στο μπλογκ από κινητό, οι υποψίες σας θα διαψευστούν.
Διαγραφή