Με το ζήτημα της ενσωμάτωσης και της προσαρμογής των μεταναστών, ειδικότερα των εφήβων, σε περιβάλλοντα με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά από αυτά της χώρας προέλευσης των οικογενειών τους καταπιάνεται το τελευταίο εφηβικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Μάνος Κοντολέων, με τον τίτλο Ποτέ πιο πριν. Η ηρωίδα, η Ανίκα, έχει συνηθίσει σε μια ζωή περιπλάνησης μαζί με τον πατέρα της και τη θεία της από μέρος σε μέρος στη μακρινή σκανδιναβική χώρα όπου έχει μεταναστεύσει η οικογένειά της. Στον τελευταίο τόπο διαμονής της, ένα μικρό ψαροχώρι, θα αποκτήσει μια στενή φίλη, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί το πιο περιζήτητο αγόρι του σχολείου, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα.
Όχι τυχαία, νομίζω, ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση σε ένα μικρό μέρος, όχι σε μια μεγάλη πόλη με πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Εδώ η Ανίκα κι η οικογένειά της είναι ευδιάκριτα διαφορετικοί, οι σχέσεις λιγότερο απρόσωπες και χαοτικές, οι συμπεριφορές, αποδοχής ή απόρριψης, από τους ντόπιους πιο ξεκάθαρες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ανίκα θα εισπράξει τη ζήλια και τη διεκδικητική συμπεριφορά της ντόπιας ανταγωνίστριάς της για την καρδιά του Γιαν. Αλλά και θα αισθανθεί το άγγιγμα του φόβου στην παρουσία της παρέας των κυνηγών, νεαρών με απροκάλυπτα βίαιες και ρατσιστικές τάσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η παρουσία τόσο των δεύτερων όσο και, κυρίως, της πρώτης εξυπηρετεί την πρόθεση του συγγραφέα να παίξει λίγο με τις προσδοκίες των αναγνωστών του, οι οποίοι εύλογα θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι η πλοκή του βιβλίου θα εξελιχθεί προς την κατεύθυνση μιας διαρκώς εντεινόμενης ερωτικής αντιζηλίας ή μιας δραματικής αντιπαράθεσης της ηρωίδας και των φίλων της με τους κυνηγούς.
Οι προσδοκίες αυτές ωστόσο δε θα ευοδωθούν. Τόσο η παρουσία της αντιζήλου όσο και αυτή των κυνηγών λειτουργούν κυρίως ως το -ασφυκτικό- πλαίσιο εντός του οποίου η Ανίκα αλλά και η οικογένειά της έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα που θέτει το τραυματικό παρελθόν. Αυτό που τους οδήγησε στον δρόμο του ξεριζωμού. Ένα παρελθόν που, εισβάλλοντας με αγριότητα στη νέα ζωή της Ανίκα, φέρνει ωμά αντιμέτωπο τον αναγνώστη με μια πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτή στην οποία ζει το κορίτσι, τα ήθη και οι άγραφοι νόμοι της οποίας δεν αναγνωρίζουν στη γυναίκα το δικαίωμα να αποφασίζει για το σώμα της, την αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμο αντικείμενο και της επιφυλάσσουν τη μέγιστη σκληρότητα όταν δεν ικανοποιεί τις ιδεοληπτικές και εντελώς ανεδαφικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στο περιβάλλον της.
Μια αγρίως πατριαρχική κοινωνία λοιπόν, σκληρή, αδίστακτη, δολοφονική, είναι αυτή από την οποία έχει διαφύγει η οικογένεια της έφηβης. Μόνο που και εδώ ο συγγραφέας επιλέγει να διαψεύσει τις προσδοκίες των αναγνωστών του φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με αντρικούς χαρακτήρες ευαίσθητους, ήπιους, καλλιεργημένους και προοδευτικούς και με γυναίκες που συντηρούν, επιβάλλουν και διαιωνίζουν είτε από ιδεοληψία είτε από φόβο είτε από εμμονική προσκόλληση στην παράδοση, απάνθρωπες αντιλήψεις και πρακτικές.
Αλήθεια, μοιάζει να αναρωτιέται ο συγγραφέας, πόσοι έχουν σταθεί να σκεφτούν το αβάσταχτο βάρος, και μάλιστα ακάλεστο, που φορτώνουν όροι όπως «τιμή», «παράδοση» κτλ. στους ώμους ενός άντρα ο οποίος το μόνο που επιθυμεί είναι η ευτυχία της οικογένειάς του; Κι άραγε, από την άλλη, τι ακριβώς είναι αυτό που μετατρέπει μια γυναίκα από εν δυνάμει θύμα σε αδίστακτο θύτη και τιμωρό εκπροσώπων του ίδιου της του φύλου; Ανασφάλεια; Ελλιπής παιδεία; Ο φόβος που απορρέει από την αδυναμία της να φανταστεί την ύπαρξή της έξω από ένα γνώριμο κοινωνικό πλαίσιο;
Ο Μάνος Κοντολέων με αυτή του την επιλογή αποδεικνύει έμπρακτα ότι το μυθιστόρημα, όσο κι αν απηχεί μια κοινωνική πραγματικότητα, δε σχηματοποιεί, δεν είναι υποχρεωμένο να κινηθεί στη λογική κυρίαρχων τάσεων και ποσοστώσεων. Τουναντίον, ψηλαφεί το διαφορετικό, αναζητά να φωτίσει σκιές και αποχρώσεις αφανών συναισθημάτων, γυρεύει τη μη μετρήσιμη προσωπική αλήθεια των χαρακτήρων του. Και αυτή είναι και η μαγεία του.