Σάββατο 22 Ιουλίου 2023

Ανάμεσα στο οδυνηρό πριν και στο ελπιδοφόρο μετά

 


 

Με το ζήτημα της ενσωμάτωσης και της προσαρμογής των μεταναστών, ειδικότερα των εφήβων, σε περιβάλλοντα με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά από αυτά της χώρας προέλευσης των οικογενειών τους καταπιάνεται το τελευταίο εφηβικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Μάνος Κοντολέων, με τον τίτλο Ποτέ πιο πριν. Η ηρωίδα, η Ανίκα, έχει συνηθίσει σε μια ζωή περιπλάνησης μαζί με τον πατέρα της και τη θεία της από μέρος σε μέρος στη μακρινή σκανδιναβική χώρα όπου έχει μεταναστεύσει η οικογένειά της. Στον τελευταίο τόπο διαμονής της, ένα μικρό ψαροχώρι, θα αποκτήσει μια στενή φίλη, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί το πιο περιζήτητο αγόρι του σχολείου, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα.

Όχι τυχαία, νομίζω, ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση σε ένα μικρό μέρος, όχι σε μια μεγάλη πόλη με πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Εδώ η Ανίκα κι η οικογένειά της είναι ευδιάκριτα διαφορετικοί, οι σχέσεις λιγότερο απρόσωπες και χαοτικές, οι συμπεριφορές, αποδοχής ή απόρριψης, από τους ντόπιους πιο ξεκάθαρες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ανίκα θα εισπράξει τη ζήλια και τη διεκδικητική συμπεριφορά της ντόπιας ανταγωνίστριάς της για την καρδιά του Γιαν. Αλλά και θα αισθανθεί το άγγιγμα του φόβου στην παρουσία της παρέας των κυνηγών, νεαρών με απροκάλυπτα βίαιες και ρατσιστικές τάσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η παρουσία τόσο των δεύτερων όσο και, κυρίως, της πρώτης εξυπηρετεί την πρόθεση του συγγραφέα να παίξει λίγο με τις προσδοκίες των αναγνωστών του, οι οποίοι εύλογα θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι η πλοκή του βιβλίου θα εξελιχθεί προς την κατεύθυνση μιας διαρκώς εντεινόμενης ερωτικής αντιζηλίας ή μιας δραματικής αντιπαράθεσης της ηρωίδας και των φίλων της με τους κυνηγούς.

Οι προσδοκίες αυτές ωστόσο δε θα ευοδωθούν. Τόσο η παρουσία της αντιζήλου όσο και αυτή των κυνηγών λειτουργούν κυρίως ως το -ασφυκτικό- πλαίσιο εντός του οποίου η Ανίκα αλλά και η οικογένειά της έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα που θέτει το τραυματικό παρελθόν. Αυτό που τους οδήγησε στον δρόμο του ξεριζωμού. Ένα παρελθόν που, εισβάλλοντας με αγριότητα στη νέα ζωή της Ανίκα, φέρνει ωμά αντιμέτωπο τον αναγνώστη με μια πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτή στην οποία ζει το κορίτσι, τα ήθη και οι άγραφοι νόμοι της οποίας δεν αναγνωρίζουν στη γυναίκα το δικαίωμα να αποφασίζει για το σώμα της, την αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμο αντικείμενο και της επιφυλάσσουν τη μέγιστη σκληρότητα όταν δεν ικανοποιεί τις ιδεοληπτικές και εντελώς ανεδαφικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στο περιβάλλον της.

Μια αγρίως πατριαρχική κοινωνία λοιπόν, σκληρή, αδίστακτη, δολοφονική, είναι αυτή από την οποία έχει διαφύγει η οικογένεια της έφηβης. Μόνο που και εδώ ο συγγραφέας επιλέγει να διαψεύσει τις προσδοκίες των αναγνωστών του φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με αντρικούς χαρακτήρες ευαίσθητους, ήπιους, καλλιεργημένους και προοδευτικούς και με γυναίκες που συντηρούν, επιβάλλουν και διαιωνίζουν είτε από ιδεοληψία είτε από φόβο είτε από εμμονική προσκόλληση στην παράδοση, απάνθρωπες αντιλήψεις και πρακτικές.

Αλήθεια, μοιάζει να αναρωτιέται ο συγγραφέας, πόσοι έχουν σταθεί να σκεφτούν το αβάσταχτο βάρος, και μάλιστα ακάλεστο, που φορτώνουν όροι όπως «τιμή», «παράδοση» κτλ. στους ώμους ενός άντρα ο οποίος το μόνο που επιθυμεί είναι η ευτυχία της οικογένειάς του; Κι άραγε, από την άλλη, τι ακριβώς είναι αυτό που μετατρέπει μια γυναίκα από εν δυνάμει θύμα σε αδίστακτο θύτη και τιμωρό εκπροσώπων του ίδιου της του φύλου; Ανασφάλεια; Ελλιπής παιδεία; Ο φόβος που απορρέει από την αδυναμία της να φανταστεί την ύπαρξή της έξω από ένα γνώριμο κοινωνικό πλαίσιο;

Ο Μάνος Κοντολέων με αυτή του την επιλογή αποδεικνύει έμπρακτα ότι το μυθιστόρημα, όσο κι αν απηχεί μια κοινωνική πραγματικότητα, δε σχηματοποιεί, δεν είναι υποχρεωμένο να κινηθεί στη λογική κυρίαρχων τάσεων και ποσοστώσεων. Τουναντίον, ψηλαφεί το διαφορετικό, αναζητά να φωτίσει σκιές και αποχρώσεις αφανών συναισθημάτων, γυρεύει τη μη μετρήσιμη προσωπική αλήθεια των χαρακτήρων του. Και αυτή είναι και η μαγεία του.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Κυριάκος Αθανασιάδης, Να πώς γράφονται οι ιστορίες

Εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, Ψυχογιός, Αθήνα 2022

 

Δε νομίζω να υπάρχει συγγραφέας που να μην του έχει τύχει, μπαίνοντας σε τάξη για κάποια παρουσίαση, να βρεθεί αντιμέτωπος με δυο τρία τουλάχιστον παιδικά ζευγάρια μάτια που αδημονούν να μάθουν τα μυστικά της συγγραφής. Αυτή τη σφοδρή επιθυμία των παιδιών φαίνεται πως αφουγκράστηκε ο Κυριάκος Αθανασιάδης και οδηγήθηκε να γράψει το βιβλίο Να πώς γράφονται οι ιστορίες.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν τα πάω καλά με τα μάνιουαλ γενικώς. Κι η στάση μου απέναντι στο συγκεκριμένο βιβλίο υπήρξε επιφυλακτική με το που έπεσε στα χέρια μου. Πώς να φυτέψεις, αλήθεια, τα μυστικά της γραφής στα κεφάλια μικρών παιδιών; Και, κυρίως, πώς να πετύχεις να κάνεις ελκυστικό στα μάτια τους αυτό σου το εγχείρημα;

Η απάντηση και στα δυο ερωτήματα είναι: άμεσα, απλά, με σαφήνεια. Με αυτές τις τρεις αρετές στη φαρέτρα του, ο συγγραφέας κατορθώνει με το καλημέρα να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του. Αποφεύγοντας να τον κουράσει με κατεβατά αφηρημένων και δυσνόητων οδηγιών, πετυχαίνει να διοχετεύσει το πληροφοριακό του υλικό μέσα από τον χαλαρό, άμεσο διάλογο ενός κοριτσιού και του σοφού γάτου της, του Μέρλιν. Κι αυτό το υλικό όμως, παρά τη φαινομενική χαλαρότητα, είναι με τέτοια τάξη, σαφήνεια και συνέπεια δοσμένο (πώς γεννιούνται οι ιστορίες; και πώς οι χαρακτήρες; πώς εξελίσσονται; τι αισθήματα και τι ερωτήματα γεννούν; τι εμπόδια συναντούν στον δρόμο τους; κτλ.), ώστε το βιβλίο να μην υπολείπεται σε τίποτα ενός συστηματικού οδηγού. Χωρίς πάντως να ταλαιπωρείται βαρυφορτωμένο από δυσνόητες και δυσεξήγητες έννοιες. Τα παιδιά έτσι κι αλλιώς δεν έχουν ανάγκη να τους παραστήσουμε ούτε τον Ζεράρ Ζενέτ ούτε τον Ρολάν Μπαρτ για να τους μιλήσουμε για τα της γραφής. Το μόνο που αποζητούν είναι απαντήσεις σε απλά κι αυτονόητα ερωτήματα και μια τονωμένη αυτοπεποίθηση που θα τους επιτρέψει να διασχίσουν θαρραλέα και μέχρι τέλους το μονοπάτι της αφήγησης. 

Ομολογώ ότι δεν επιχείρησα να κάνω τις ασκήσεις δημιουργικής γραφής που καλύπτουν το δεύτερο μισό του βιβλίου. Δεν μπόρεσα όμως να μη σκεφτώ, ειδικά στην κατηγορία που αφορά τις ιδέες για διηγήματα και ιστορίες, ότι δε λειτουργούν ως μπούσουλας ή τυφλοσούρτης αλλά ως μοχλός απενοχοποίησης και απελευθέρωσης της φαντασίας, πείθοντας με τον τρόπο τους τα παιδιά για την –καθόλου αυτονόητη δυστυχώς– αξία και δυναμική κάθε ιστορίας. Όπως και κάθε λογοτεχνικού είδους (παραμυθιού, ιστορίας επιστημονικής ή σκέτης φαντασίας, αστυνομικού διηγήματος, περιπέτειας κτλ.).

Η Ναταλία Καπατσούλια με τις εικόνες της αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να κάνει όσο πιο χαρούμενο, φευγάτο, σουρεαλιστικό και εκδρομικό αυτό το νοερό ταξίδι μέσα στις λέξεις. Και πράγματι, κατορθώνει να ντύσει με μπόλικο χρώμα, χιουμοριστικές όσο και ανατρεπτικές εικόνες το κείμενο, παρά την αντικειμενική δυσκολία που προκύπτει από την απουσία μιας δομημένης πλοκής για να πατήσει και σταθερών χαρακτήρων, πλην του κοριτσιού και, φυσικά, του σοφού μέντορά της, του πανταχού παρόντα γάτου Μέρλιν.

 

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Μαρίζα Ντεκάστρο, Οι δικοί μου άνθρωποι

 Εικονογράφηση: Χαρά Μαραντίδου, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2022

 

Όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο με ενοχλούν βιβλία που γαντζώνονται στην ανάγκη για μεγαλοστομία και εντυπωσιασμό. Που τα σχήματα λόγου ξεπετάγονται εδώ και κει στις σελίδες τους σαν ξεχασμένη αγριάδα σε καθαρό χωράφι. Που θεωρούν ότι το υψηλό και το μεγάλο μπορεί να συναρμολογηθεί όπου να ’ναι παράγοντας σπουδαία τέχνη. Σαν πολυέλαιος σε κοντέινερ λόγου χάρη.

Παρότι δε θέλω να μιλήσω για τέτοιου είδους βιβλία, αναπόφευκτα παρέλασαν όλα από μπροστά μου καθώς διάβαζα χτες βράδυ ένα βιβλίο που κινείται στη διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Ένα βιβλίο μνημείο απλότητας. Είναι οι Δικοί μου άνθρωποι της Μαρίζας Ντεκάστρο, σε εικόνες της Χαράς Μαραντίδου, μια ιστορία διάσωσης μιας οικογένειας Εβραίων συγγενών της συγγραφέως από τους κατοίκους ενός χωριού της ορεινής Κορινθίας την περίοδο της Κατοχής.

Δε θα σταθώ στην υπόθεση ούτε στο ιστορικό πλαίσιο, έχουν γραφτεί πολλά και εύστοχα τις τελευταίες μέρες. Θα περιοριστώ μόνο να μιλήσω για την αμεσότητα, την ειλικρίνεια και την περιεκτικότητα της αφήγησης της κεντρικής ηρωίδας, Ρεβέκκας-Κούλας, που δεν επιστρατεύει τρανταχτά σχήματα, θορυβώδη επίθετα και μελοδραματισμούς για να μιλήσει για τη ζωή στην Αθήνα του πολέμου και της Κατοχής, για τη φυγή από αυτή και για την άλλη ζωή, εκείνη στο χωριό. Κι ωστόσο, μέσα από τα λιγοστά της λόγια, αποτυπώνει όχι μόνο το προσωπικό βίωμα, αλλά και την ατμόσφαιρα, την καθημερινότητα, τις συνήθειες, τον ρυθμό ζωής μιας ολόκληρης εποχής. Μην επιτρέποντας στιγμή στον αναγνώστη να πάρει τα μάτια από τις σελίδες του βιβλίου.

Θέλω να σταθώ και στο ευφυές αφηγηματικά εύρημα της συνύπαρξης, από κάποιο σημείο και μετά, της αφήγησης της Ρεβέκκας-Κούλας με τις θραυσματικές, διάσπαρτες αναμνήσεις των κατοίκων του χωριού, ενός ενδιαφέροντος διαλόγου που –εμένα τουλάχιστον, και συγχωρήστε μου τον όποιο υποκειμενισμό– με παρέπεμψε σε εμβληματικά έργα πολυφωνικής προφορικότητας της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Θέλω, τέλος, να σταθώ στο πληροφοριακό υλικό στο τέλος του βιβλίου για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί κατορθώνει ξεκινώντας από το προσωπικό βίωμα να μεταβεί στο ιστορικό γεγονός. Και, δεύτερον, γιατί αποδεικνύει ότι το βιβλίο γνώσης -κι η γνώση εν γένει τελικά– δεν είναι συσσώρευση αλλά αφαίρεση. Και σύνθεση. Καλό είναι να το έχουν κατά νου όσοι επιχειρούν να φορτώσουν με τόνους ατάκτως ερριμμένων πληροφοριών τους πολύπαθους αναγνώστες τους.

Σ’ ένα αντίστοιχο πνεύμα αφαίρεσης και σύνθεσης κινείται και η εικονογράφηση της Χαράς Μαραντίδου. Με φειδωλή, πλην ουσιώδη, παρουσία του χρώματος, με την εμβόλιμη αλλά όχι κουραστική χρήση και φωτογραφικού υλικού, με εξαιρετική διαχείριση της προοπτικής, χωρίς να συσσωρεύει, να επαναλαμβάνεται, να βοά, κινούμενη με άνεση ανάμεσα στο ατομικό και στο ιστορικό, κατορθώνει να συμβαδίσει αρμονικά με το εξαιρετικό κείμενο.