Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Αντώνης Παπαθεοδούλου – Μυρτώ Δεληβοριά, Τικ-τακ – Ρολόγια, ώρα για μάθημα!

Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2016



Αν ο φόβος του ρολογιού ταλανίζει τα παιδιά, αλλά κι εμάς τους μεγάλους, ειδικά το πρωί, που το ξύπνημα είναι δύσκολο κι αγχωτικό, καλύτερα μη σας πω τι αγωνίες περνάνε τα ίδια τα ρολόγια. Κι ακόμα περισσότερο, τι τραβάει εκείνος ο δόλιος δάσκαλος που έχει επιφορτιστεί με την εγκύκλιο μόρφωσή τους.

Γιατί μη νομίζετε πως τα μικρά ρολόγια είναι καλύτερα από τα νήπια ή τα παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Ζόρικα και απείθαρχα, τεμπέλικα και πάντα έτοιμα για πλάκες, εριστικά μεταξύ τους και το καθένα με τη δική του, μοναδική άποψη για τον χρόνο. Σαν τα παιδιά, λατρεύουν κι αυτά το διάλειμμα, τις ξάπλες, τις εκδρομές και τα γέλια. Λίγη ρολογογεωγραφία, λίγη ρολογοϊστορία, λίγη ρολογομουσική μπορεί να φέρει το πράγμα σε έναν κάποιο λογαριασμό. Και πάντως να χαρίσει γέλιο και γνώση μαζί στον αναγνώστη.

Το ζητούμενο του βιβλίου πάντως δεν είναι να διδάξει την ώρα στα παιδιά όσο, μέσα από την ευρηματική ταύτισή τους με τα όχι και τόσο μισητά, όπως φαίνεται, ρολόγια, να τα συμφιλιώσει με την ιδέα του χρόνου. Ενός χρόνου που δεν είναι κοινός για όλους. Που διαμορφώνεται ανάλογα με ανάγκες, τόπους, εποχές, συνήθειες. Το κείμενο του Αντώνη Παπαθεοδούλου, πατώντας σταθερά στο αρχικό εύρημα, ξετυλίγεται με απλότητα, ενώ ο έξυπνος διάλογος που αναπτύσσει με την παιγνιώδη εικονογράφηση της Μυρτώς Δεληβοριά προξενεί το αβίαστο γέλιο του αναγνώστη, που βλέπει ρολόγια σε ποικιλία σχεδίων, χρωμάτων και μεγεθών, ντυμένα με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σε διάφορες αναπάντεχες καταστάσεις: ξεχαρβαλωμένα, αποσυντονισμένα, τρελαμένα γενικώς, παίρνοντας έτσι μια μικρή γεύση από τα αόρατα μυστικά της λειτουργίας τους.

Ένα ασυνήθιστο βιβλίο, με μια πρωτότυπη και απενοχοποιητική ματιά στην έννοια του χρόνου, που αξίζει να το ξεφυλλίσετε με την πεποίθηση ότι κανένα ρολόι δε θα ξεχυθεί στο κατόπι σας. Έχουν εξάλλου κι αυτά τα δικά τους…

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Βασίλης Κουτσιαρής, Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;



Εικονογράφηση Αιμιλία Κονταίου, Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2016  



Ο ήρωας της ιστορίας, το γουρουνάκι, από τα μικρά παιδιά του σχολείου, υφίσταται συστηματικά εκφοβισμό από τα μεγαλύτερα παιδιά – τους λύκους. Φορτωμένος φόβους, που εκδηλώνονται με ψυχοσωματικά συμπτώματα, ενδίδει διαρκώς στις απειλές και στις απαιτήσεις των μεγάλων και σιωπά. Το σχολείο έχει γίνει κόλαση, ο φόβος δεύτερη φύση. Αλλά δεν είναι ο μόνος που τρέμει τα μεγαλύτερα παιδιά. Είναι και τα άλλα μικρά παιδιά του σχολείου, το ποντικάκι, η κοτούλα. Άραγε είναι τόσο δυσεπίλυτο το πρόβλημά τους; Τόσο ανίκητοι οι λύκοι; 

Η λύση που τελικά επιλέγει ο ήρωας είναι τόσο αυτονόητα απλή ώστε κάθεσαι και αναρωτιέσαι γιατί δεν την είχε σκεφτεί τόσον καιρό. Κι όμως, η σχολική πραγματικότητα και η εμπειρία πολλών από μας ως γονιών αποδεικνύει ότι στον σχολικό εκφοβισμό το ζητούμενο είναι να πειστεί το παιδί να μιλήσει και να δει τον γονιό και τον δάσκαλο ως σύμμαχο.

Ο Βασίλης Κουτσιαρής μιλά σε πρώτο πρόσωπο, ταυτιζόμενος με την ανάστατη ψυχολογία του ήρωά του. Παρακολουθούμε από πρώτο χέρι την αγωνιώδη προσπάθεια του παιδιού να χαλιναγωγήσει τον φόβο του, την απελπισία του απέναντι σε αυτό που μοιάζει αναπόδραστο, τον σιωπηλό εφιάλτη που ζει. Η επιλογή να δοθούν ονόματα ζώων στον πρωταγωνιστή και στους φίλους και αντιπάλους του μεταφέρει αυτομάτως το παιδί αναγνώστη στον κόσμο του παραμυθιού, επιτρέποντάς του να ταυτιστεί με τον αδύναμο, πλην συνήθως νικητή της υπόθεσης. Μια ανάλογη λογική ακολουθεί και η ατμοσφαιρική εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου, που συνομιλεί εξαιρετικά με το κείμενο.


Όσο για τη φράση-κλειδί του τίτλου, εμπνευσμένη από ένα παιδικό τραγούδι, καταλήγει, μέσα από την ανοιχτή πρόκληση που εκφράζει, να λειτουργήσει ως ξόρκι απέναντι στον φόβο, συνιστώντας ένα ωραίο εύρημα. 
 

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Τζένη Κουτσοδημητροπούλου, Ζητείται ιππότης!



Εικόνες Ναταλία Καπατσούλια, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2016







Ο Αντώνιος είναι ιππότης. Όχι από τους κανονικούς, αλλά από εκείνους τους πιτσιρικάδες που ξημεροβραδιάζονται ονειρευόμενοι ηρωικές μάχες και που –όχι σπάνια– τις  πραγματοποιούν απέναντι σε λούτρινα αρκουδάκια και λοιπούς επικίνδυνους αντιπάλους. Έχει κι έναν κρυφό φόβο ο ήρωάς μας αλλά δεν το πολυλέει. Οι ιππότες γενικώς δε φοβούνται. Ενίοτε οφείλει να παρευρίσκεται ως προσκεκλημένος σε μεγάλα φαγοπότια, όπου αυτός και οι λοιποί φίλοι του ιππότες μιλάνε για μάχες και παίζουν ιπποτικά παιχνίδια. Και κάπου εκεί είναι που ο Αντώνιος θα αναγκαστεί, πιεσμένος από τις συνθήκες, να παραδεχτεί τον μεγάλο φόβο του. Θα είναι ο μόνος στην παρέα που φοβάται; Κι άραγε φοβούνται όλοι οι ιππότες τα ίδια πράγματα;

Έξυπνο το εύρημα της Τζένης Κουτσοδημητροπούλου, που επιλέγει να δώσει ιπποτική διάσταση στο παιχνίδι του ήρωά της και των φίλων του. Διάχυτο το τρυφερό χιούμορ που απορρέει από τη συνύπαρξη του σχετικού λεκτικού και των ιπποτικών τρόπων και τελετουργικών με σκηνές και καταστάσεις από την καθημερινότητα ενός παιδιού. Όσο για το φινάλε, όχι μονάχα ανακουφιστικό για τον φοβητσιάρη ιππότη μας, αλλά και ανατρεπτικό, και μάλιστα χάρη σε ένα στοιχείο που αθόρυβα πλην ουσιαστικά είναι παρόν σε όλη την αφήγηση. 

Γεμάτη χιούμορ, κίνηση, παιγνιώδη διάθεση και παιδικότητα η εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια, δένει άψογα με το κείμενο.