Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Θοδωρής Παπαϊωάννου, Ανάποδα

Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Ίκαρος, Αθήνα 2014 (από 3 ετών)

 
 

Ένα απ’ τα πιο όμορφα βιβλία για μικρά παιδιά που διαβάσαμε φέτος. Η ιστορία του Μέλιου του σκαθαριού, που, καθώς κυλάει τη χωμάτινη μπάλα του στο έδαφος, σκοντάφτει σε μια πετρούλα και γυρίζει ανάποδα. Από κει ο κόσμος φαντάζει τόσο αλλιώτικος αλλά κι απρόσμενα αποκαλυπτικός. Κι ο Μέλιος, στην παράκλησή του για βοήθεια, θα δει να τον προσπερνάνε η αδιαφορία, η συμφεροντολογία, η χρησιμοθηρία, ο κίνδυνος. Μαζί τους θα φέρουν ένα σωρό ετερόκλητα συναισθήματα: απορία, ανασφάλεια, φόβο. Αλλά και θαυμασμό για τον ανέλπιστα όμορφο «ανάποδο» κόσμο που απλώνεται στα μάτια του. Και μαζί ευδαιμονία, νοσταλγία, αγάπη.

Μια ιστορία βγαλμένη απ’ το μικρόκοσμο της φύσης, που κρύβει μέσα της συμπυκνωμένες ένα σωρό γλυκόπικρες αλήθειες: Αρκεί, μας λέει ο συγγραφέας, μια αναποδιά για να δεις με διαύγεια τον κόσμο γύρω σου μέσα από μια νέα οπτική, να μετρήσεις τις δυνάμεις σου, να κοιτάξεις με ειλικρίνεια μέσα σου, να δεις κατάματα τους φόβους και τις ανασφάλειές σου, να ανακαλύψεις φίλους κι εχθρούς, να εξερευνήσεις νέες δυνατότητες και καινούριες προοπτικές. Καμιά εμπειρία άλλωστε δεν είναι μονοσήμαντη: εκεί που ελλοχεύει ο κίνδυνος μπορεί να καραδοκεί κι η υπέρτατη ομορφιά, εκεί που φωλιάζει η απελπισία μπορεί να κρύβονται και τα πιο τρυφερά συναισθήματα.

Κανονικά ή ανάποδα ιδωμένη πάντως, η ομορφιά δεν έχει ανάγκη από μεγάλα λόγια για να αποτυπωθεί στο χαρτί. Με μια χούφτα λέξεις, χωρίς περιττά στολίδια, ο Θοδωρής Παπαϊωάννου δεν αφηγείται απλώς την περιπέτεια του Μέλιου αλλά και μεταδίδει συναισθήματα, γεμίζει χρώματα γη κι ουρανό, φτιάχνει πανέμορφες εικόνες – όπως εκείνο το χαμογελαστό πρόσωπο που σχηματίζει το φεγγάρι παρέα με δυο αστέρια ή η ευχή που υψώνεται σαν μπαλονάκι στον ουρανό. Ένας πανέμορφος κόσμος, μες στον οποίο ταξιδεύει με τόλμη και ευρηματική διάθεση η εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή, ακολουθώντας κατά πόδας κι αναδεικνύοντας την «ανάποδη» οπτική του μικρού σκαθαριού, φέρνοντας πλάσματα της φύσης και φυτά στα δικά του μέτρα, εστιάζοντας στη λεπτομέρεια με την ένταση μεγεθυντικού φακού, χρωματίζοντας συναισθήματα και αποχαιρετώντας μας με μια ονειρική νυχτερινή φύση στο τελευταίο σαλόνι.

Κάπου εδώ σας αποχαιρετάω κι εγώ, γιατί ό,τι άλλο κι αν πω γι’ αυτή την υπέροχη ιστορία θα είναι σκέτος πλεονασμός. Απλώς διαβάστε τη!

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Το βιβλίο με τις άπειρες ιστορίες


Τι κάνεις όταν ένα παιδί που μόλις τέλειωσε την Α΄ Δημοτικού σού ξεφουρνίζει πρωί πρωί: «Μαμά, σκέφτηκα έναν τρόπο να μην τελειώνει ποτέ ένα βιβλίο! Κοίτα τι γίνεται: Είναι ένα βιβλίο που κάποιος λέει μια ιστορία. Αλλά στην ιστορία του μιλάει για κάποιον άλλο που αρχίζει να λέει κι αυτός μια ιστορία. Κι εκεί μέσα είναι κάποιος άλλος που λέει κι εκείνος μια δική του ιστορία. Μέσα σε κάθε ιστορία είναι μια άλλη ιστορία. Κι έτσι το βιβλίο δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί οι ιστορίες είναι άπειρες!»;

Τι κάνεις λοιπόν;

Ενδύεσαι μήπως τον θεωρητικό σου μανδύα και περιγράφεις όσο πιο απλά γίνεται τι θα πει εγκιβωτισμός;

Θυμάσαι τις ενήλικες αναγνωστικές σου εμμονές και ξεφουρνίζεις ότι αυτό το βιβλίο με τις άπειρες ιστορίες θ’ άρεσε πολύ στον λατρεμένο σου Χόρχε Λουίς Μπόρχες;

Ανακαλείς νοσταλγικά τη νιότη σου και βάζεις αυτό το τραγουδάκι;



Αφήνεις να αναδυθεί ο άκρατος φορμαλισμός σου υποστηρίζοντας ότι, εκτός από άπειρες, οι ιστορίες, ακόμα κι αν μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους, μπορεί και να είναι ειπωμένες με άπειρους τρόπους;

Εγώ λοιπόν δεν είπα τίποτα. Μόνο χαμογέλασα αμήχανα και σχολίασα ότι βρίσκω την ιδέα ενός τέτοιου βιβλίου φοβερή.

Ώρες μετά, ξανασκέφτομαι την  πρωινή μας κουβέντα και ξεφυλλίζω νοερά αυτό το βιβλίο με τις άπειρες ιστορίες. Υποψιάζομαι ότι, ιδωμένο μακριά από το χαρούμενο παιχνίδι ενός μικρού παιδιού, ίσως τελικά θα μπορούσε να συμβολίζει την απελπισμένη ανάγκη του άπληστου αναγνώστη να μην ξεμείνει ποτέ από πλοκές και χαρακτήρες, από γεγονότα κι αφηγήσεις. Ή και την επιθυμία του, περνώντας μέσα από πολλά διαφορετικά στρώματα ιστοριών, να καταδυθεί ως τις απώτατες αβύσσους τους, αναζητώντας την πιο καθαρή, την πιο μοναχική κι ιδανική μορφή τους.

Ούτε αυτές τις σκέψεις είναι εύκολο να τις μοιραστείς μ’ ένα παιδί εφτάμισι χρονών. Κι ας γνωρίζεις καλά ότι ένα κομμάτι της δικής σου αναγνωστικής ταυτότητας, αυτό που καταθέτεις δυο χρόνια τώρα εδώ μέσα, το οφείλεις αποκλειστικά σ’ αυτό το παιδί και στ’ αδερφάκι του. Όπως και πολλά, πολλά άλλα, είναι η αλήθεια.