Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Άννα Κοντολέων, Πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;


Εικονογράφηση: Λευτέρης Κιουρτσόγλου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014





Όταν το χαμόγελο χάνεται από το πρόσωπο του μπαμπά και της μαμάς, το μικρό αγόρι παίρνει τον δρόμο αναζητώντας την αγάπη που χάθηκε από το ως τότε χαρούμενο σπίτι του. Σ’ όποιον συναντήσει στη μεγάλη του βόλτα στον κόσμο θα θέσει το πανομοιότυπο ερώτημα: «Πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;»  Μέσα από τις απαντήσεις των συνομιλητών του θα ανακαλύψει τις πολλαπλές όψεις κι εκδοχές της αγάπης: αυτή που εύκολα βαριέται κι εκείνη που είναι ανυπόμονη και βιαστική· αυτή που αργεί, εκείνη που παρασύρεται απ’ τον άνεμο και την άλλη, που πληγώνεται και γυρεύει να κρυφτεί· αυτή που μένει σταθερή κι εκείνη που χάνει την πίστη της· αυτή που γερνάει, φθείρεται, πεθαίνει.  Η πορεία του παιδιού στον κόσμο, στη διάρκεια της οποίας διασταυρώνεται με έμψυχα και άψυχα, με μικρά και μεγάλα, με το σήμερα και το χτες, με ζευγάρια και μοναχικές υπάρξεις, με την ίδια τη ζωή και τον θάνατο, δε συνιστά μια απλή παράταξη συμβάντων – διαθέτει κλιμάκωση, μια και μέσα από τις απαντήσεις που του δίνονται παρακολουθεί την αγάπη από τη γέννησή της ως την αναπόδραστη φθορά.

Η συγγραφέας ισορροπεί αβίαστα ανάμεσα στην αφηγηματική απλότητα και στην παιδική τρυφερότητα, χωρίς όμως ούτε να εκπίπτει στη σχηματικότητα ούτε να εκβιάζει το συναίσθημα. Η στοχαστική της διάθεση δεν καθιστά δύσβατη και δυσπρόσιτη την ιστορία της στους μικρούς αναγνώστες, συνεπικουρούμενη και από μια γοητευτική εικονοποιία αντλημένη από απλές καθημερινές στιγμές, η οποία δένει άρρηκτα με το πνεύμα και το ύφος του κειμένου της, κατορθώνοντας να δώσει μια καλειδοσκοπική αποτύπωση της έννοιας της αγάπης και ταυτόχρονα να αποδείξει το αδιάλειπτο της παρουσίας της και το αδιανόητο της απώλειάς της. Την ίδια ώρα, οι εικόνες του Λευτέρη Κιουρτσόγλου αποκαλύπτουν μια παιγνιώδη διάθεση, άλλοτε ζωντανεύοντας τα άψυχα κι άλλοτε δίνοντας απρόσμενες προεκτάσεις σε στοιχεία του κειμένου, όπως στο σαλόνι με το πλοίο-βερίκοκο που πάνω του ταξιδεύει το ηλικιωμένο ζευγάρι.

Το λυτρωτικά «ευτυχές» τέλος της ιστορίας δε συνιστά απλώς το επιστέγασμα της πορείας συναισθηματικής ωρίμανσης του παιδιού με την επιστροφή στη γονική αγκαλιά και ασφάλεια: Είναι άλλωστε αυτό το ίδιο το παιδί που, στο τέρμα της βόλτας του, αποκαμωμένο αλλά έχοντας συνειδητοποιήσει το άτοπο του αρχικού του ερωτήματος, μια και η αγάπη ΔΕ χάνεται, θα την καταστήσει από μόνο του απτή, δίνοντάς της σχήμα με τα δικά του χέρια, ως προϊόν της βαθιάς εσωτερικής του ανάγκης.
 
Κι αυτό το ευρηματικό τέλος είναι ένας ακόμα λόγος να πιστέψεις ότι σε τούτο τον κόσμο τίποτα δε χάνεται στο πέρασμα του χρόνου: ούτε η αγάπη αλλά ούτε κι η μαγεία κι η γοητεία που κρύβει μέσα της η αφήγηση μιας όμορφης ιστορίας.