Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Αγαθή Δημητρούκα, Πάσχα στη Γλυκομηλίτσα

Εικονογράφηση Σίλβια Μπαροντσέλλι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009 (απο 6 ετών)

 



Ο Αντώνης, ήρωας του παλιότερου βιβλίου της Αγαθής Δημητρούκα Το μαρούλι της καλοσύνης, φεύγει μόνος από την Αθήνα για να περάσει τις πασχαλινές διακοπές στη Γλυκομηλίτσα, στο σπίτι της γιαγιάς του. Εκεί θα ξανασυναντήσει τους αγαπημένους του φίλους, θα ξεσηκώσει το χωριό με τα παιχνίδια και τις τρέλες του, θα περάσει παρέα με τη γιαγιά ήσυχα και νυσταλέα βράδια στην εκκλησία, θα πάρει μια γερή γεύση από τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας και περιχαρής θα υποδεχτεί προς το τέλος της τους γονείς του για να γιορτάσουν όλοι μαζί το Πάσχα.

Μια απλή ιστορία πασχαλινής απόδρασης, που ωστόσο κατορθώνει να χωρέσει περίπου τα πάντα: ένα σύντομο μάθημα ελληνικής γεωγραφίας, πινελιές από την πασχαλινή εθιμοτυπία ενσωματωμένες αβίαστα στην καθημερινότητα των διακοπών του Αντώνη, αλλά και τη λαχτάρα του πιτσιρικά που κάνει το πρώτο του ταξίδι ολομόναχος –αρκετά ασυνήθιστη πάντως γονεϊκή επιλογή στις μέρες μας–, τον ενθουσιασμό και τη δίψα για περιπέτεια που γεννάει στο παιδί της πόλης ο κόσμος του χωριού, ήδη παραμυθένιος από μόνος του στα μάτια του, αλλά και το εύλογο αίσθημα προσμονής που απορρέει από την απόφαση του ήρωα στο προηγούμενο βιβλίο στο οποίο πρωταγωνίστησε: Θα μπορέσει η τσίκνα του οβελία να κατανικήσει τη δεδηλωμένη χορτοφαγία του Αντώνη;

Αβίαστη αφήγηση, διανθισμένη με σκόρπιες φρασούλες από την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης, ικανές να δώσουν τον τόνο της ημέρας χωρίς να παιδέψουν τους μικρούς αναγνώστες, όπως και με αναφορές στη δημώδη παράδοση, αλλά και στον Γκάτσο και τον Ξαρχάκο, στον Θέμελη και τον Κουγιουμτζή. Κι ένας αφηγηματικός ρυθμός θαρρείς απόλυτα συντονισμένος με την ήρεμη ανάσα του μικρού παιδιού που έχει αποκοιμηθεί στο στασίδι του στα μισά της ακολουθίας της Σταύρωσης, χορτασμένο από παιχνίδι και περιπέτεια μες στο απόλυτο πασχαλινό φόντο – το μικρό ελληνικό χωριουδάκι που τέτοιες μέρες όλοι αποζητάμε.

Καλό Πάσχα!

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Γιώργος Λεμπέσης, Θ' αυγό

Εικονογράφηση: Φραγκίσκος-Χρήστος Ράλλης, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012 (από 7 ετών)

 
 


 
 
Παραμονές του Πάσχα, ο μικρός Ανέστης, παρέα με τη γιαγιά του, επισκέπτεται το κοτέτσι και επιλέγει μόνος του το αυγό που θα τσουγκρίσει την Κυριακή. Κι επειδή δε θέλει το αυγουλάκι του να μοιάζει με κανένα άλλο, το βάφει μόνος του με τις νερομπογιές του, το βαφτίζει Θανάση, επιμένει ότι το άκουσε να μιλάει και κατόπιν το εγκαταλείπει στα στοργικά χέρια της γιαγιάς, που με τη σειρά της το αποθέτει στην αυγοθήκη. Ο Θανάσης ασφυκτιά στριμωγμένος παρέα με τ’ άλλα αυγά κι αναζητά απελπισμένος διέξοδο, ξεκινώντας αργά τη νύχτα της Ανάστασης ένα μακρύ ταξίδι αναζήτησης κι αυτογνωσίας ανάμεσα στα αποφάγια και στα παρατημένα σκεύη του αναστάσιμου τραπεζιού. Στη νυχτερινή αυτή περιπλάνησή του θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αγνωμοσύνη και την αδιαφορία των ματαιόδοξων, με την άσκοπη βία των θρασύδειλων, με το φόβο και τη μοναξιά των αδύναμων και άτολμων, αλλά θα γνωρίσει και την ήρεμη θυμοσοφία και μεγαλοψυχία των αληθινά σπουδαίων. Και μαζί, ο μικρός, άμαθος Θανάσης θα συνειδητοποιήσει τις δικές του μυστικές δυνάμεις κι αρετές: την τόλμη, το αίσθημα αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, την επινοητικότητα και την προσήλωση στο στόχο. Η νύχτα της Ανάστασης θα τον κάνει πιο σοφό, πιο ώριμο, πιο έτοιμο να αντικρίσει την αληθινή ζωή. Κι όταν εκείνη του φανερωθεί την επόμενη μέρα με τον πιο αναπάντεχο και μαζί συγκινητικό τρόπο, ο τετράχρονος Ανέστης, τσουγκρίζοντάς τον με το αυγό του παππού του, θα βρεθεί έκπληκτος να κοιτάζει έναν άλλο Θανάση, φιλικό, τρυφερό, χαριτωμένο κι ολοζώντανο. 

Ένα βιβλίο που ήδη από το λογοπαίγνιο του τίτλου μάς υπόσχεται ανατροπές με όχημα μια σουρεαλιστική φαντασία για την οποία το απίθανο φαντάζει απλώς αυτονόητο: παιδιά που συνομιλούν με αυγά, τσουρέκια που γίνονται με το έτσι θέλω οχήματα, κι ένα θαύμα ζωής που επέρχεται μ’ έναν τρόπο αρκετά εξωπραγματικό και μάλλον μεταφυσικό. Τι τα θέλετε, όταν η κινητήρια δύναμη της πλοκής είναι η σφοδρή επιθυμία ενός μικρού παιδιού να δώσει ζωή στο πασχαλινό αυγό του, ο συγγραφέας δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να την ικανοποιήσει ακολουθώντας χωρίς ενδοιασμούς και στρογγυλέματα τα χνάρια της παιδικής φαντασίας.

Χιούμορ, λογοπαίγνια, πινελιές θυμοσοφίας –σε ορισμένες περιπτώσεις αρκετά ζόρικες για τις ηλικίες στις οποίες απευθύνεται το βιβλίο, όπως και κάποιες παρομοιώσεις, περισσότερο κατανοητές σε ενήλικο κοινό–, κι ένα έξυπνο εύρημα, το οποίο φανερώνεται ήδη από τον τίτλο και συγκροτεί τον πυρήνα της πλοκής, οδηγώντας τη σταδιακά στην κλιμάκωση και στο ευτυχές τέλος. Κι αν σ' αυτό το φινάλε η πασχαλινή εθιμοτυπία τσαλακώνεται κάπως από το αναπάντεχο της έλευσης του άλλου Θανάση, ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την κατεξοχήν γιορτή της ζωής – κι όχι μονάχα εκείνης που νικάει το θάνατο, αλλά και της νέας που ανατέλλει σε πείσμα των αντιξοοτήτων, όπως και της άλλης, της άγουρης, της άδολα παιδικής, που επιμένει να κάνει πραγματικότητα ακόμα και τα πιο παλαβά όνειρά της!

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Το Πάσχα της νόνας Χελώνας

Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011(4) (από 5 ετών)


 

Ετούτη τη φορά η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου μάς σερβίρει τον γνωστό αισώπειο μύθο του λαγού και της χελώνας αρκετά πειραγμένο, ειδικά προσαρμοσμένο στις ανάγκες του Πάσχα: Ο λαγός, ο αιώνιος επιπόλαιος, φαιδρός, εγωκεντρικός, ανιστόρητος τύπος, αρχίζει πάλι να κοκορεύεται ισχυριζόμενος ότι έχει εξασφαλίσει τα πιο ανθεκτικά αυγά, με τα οποία θα κατατροπώσει κάθε πιθανό αντίπαλο στις πασχαλινές αυγομαχίες. Οι κομπασμοί του φτάνουν στα αυτιά της γρια-χελώνας, η οποία, παρέα με τα εγγόνια της, αποφασίζει να του (ξανα)δώσει ένα καλό μάθημα. Εμφανίζεται λοιπόν πασχαλιάτικα με τα δικά της υποτιθέμενα αυγά, βαμμένα πολύχρωμα και μισοχωμένα στο έδαφος, και κερδίζει τον υπερφίαλο λαγό. Μόνο που τούτη τη φορά, σε αντίθεση με τη μακρινή της πρόγονο, την ηρωίδα του Αισώπου, η γρια-χελώνα παίζει πονηρά, με την αθώα πάντως πρόθεση να στήσει στο λαγό μια διδακτική φάρσα. Και, για να τον παρηγορήσει, οργανώνει για χάρη του στο φινάλε ένα χορτοφαγικό πασχαλινό τσιμπούσι που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την πίκρα της ήττας.

Μια πασχαλινή ιστορία που αντλεί από εξαιρετικά γόνιμο έδαφος, με πρώτο και καλύτερο το πάντρεμα του λαγού, κατεξοχήν ζώου συνδεδεμένου με το Πάσχα, με τον αισώπειο μύθο. Εδώ βέβαια ο δεύτερος αναπλάθεται χαλαρά και δημιουργικά, με την αυθεντική εκδοχή του να ενσωματώνεται στην πλοκή λειτουργώντας στο μυαλό των πρωταγωνιστών εν είδει ιστορικού προηγούμενου. Κι αν η ιστορία συνήθως επαναλαμβάνεται ως φάρσα, στο Πάσχα της νόνας Xελώνας ούτε τα γεγονότα ευτελίζονται ούτε η ισχύς του διδάγματος αποδυναμώνεται, απλώς στο κείμενο είναι διάχυτη μια μάλλον χιουμοριστική παρά τιμωρητική διάθεση. Κι όλα αυτά με φόντο την πασχαλινή φύση, της οποίας ο ρόλος δεν είναι μόνο διακοσμητικός, αλλά και λειτουργικής σημασίας για την πλοκή: άλλοτε μέσα από την πολυχρωμία των λουλουδιών που δίνουν τις χρωστικές τους στη χελώνα για να βάψει τα αυγά της, άλλοτε μέσα από την εν είδει μοτίβου επαναλαμβανόμενη αναφορά στα πουλιά, στα ζώα και στα έντομα της άνοιξης, που έτσι ανάγονται σε ένα είδος «χορού» (αρχαιοελληνιστί) ή παρέας χαρούμενων πανηγυριωτών (επί το δημωδέστερον). Σε ανάλογο πνεύμα και η εικονογράφηση του Γιώργου Σγουρού, που συμβάλλει ενεργά στο τελικό ευτυχές αποτέλεσμα, παρασύροντάς μας σε ένα μαγευτικό ταξίδι σε καταπράσινα λιβάδια διάσπαρτα από ολάνθιστα πολύχρωμα λουλούδια.

Αν σε ένα πρώτο επίπεδο η μοντέρνα αυτή εκδοχή της ιστορίας του λαγού και της χελώνας αναδεικνύει την αξία της ιστορικής μνήμης αλλά και της συγχώρεσης και της μεγαθυμίας, σε ένα δεύτερο –και κατά τη γνώμη μου πιο γοητευτικό– το Πάσχα της νόνας Xελώνας καθιστά σαφές ότι το λογοτεχνικό έργο –για παιδιά ή ενήλικες δεν κάνει διαφορά– δεν είναι ένα καλομαγειρεμένο φαγητό ξεσηκωμένο βήμα βήμα από κάποιον τσελεμεντέ, αλλά ένα δημιουργικό πεδίο σύνθεσης – ένα υφαντό φτιαγμένο από πολλές διαφορετικές κλωστές, αντιπροσωπευτικές διαφορετικών παραδόσεων, εποχών, μορφών, καταβολών. Όσο για το ταίριασμά τους και την ποιότητα της ύφανσης, αυτά εναπόκεινται στην καλή θέληση, στο κέφι και στη φαντασία του τεχνίτη!

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Πασχαλιά και Πασχαλίτσα

Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2009 (από 5 ετών)




«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός» μεταφράζει ο Σεφέρης τον Έλιοτ. Κι ένας τέτοιος σκληρός Απρίλης, αυτός ο ίδιος που γεννάει μέσ’ απ’ την ξεραμένη γη τις πασχαλιές, με μια ξαφνική του μπόρα, στερεί από ένα ζουζουνάκι τη μητέρα του. Το μικρό έντομο βρίσκει απάγκιο σε μια πασχαλιά κι εκείνη αποφασίζει να το υιοθετήσει. Κάποια από τα πλάσματα της φύσης θα επιχειρήσουν να σβήσουν τη χαρά του μικρού ορφανού επισημαίνοντας τις διαφορές του με την πασχαλιά, το παράδοξο της σχέσης τους ή επιχειρώντας να το πάρουν από κοντά της. Η θετή του μητέρα, από την άλλη, ακλόνητη στην απόφασή της, βρίσκει κάθε φορά τον τρόπο να το παρηγορήσει αντιτείνοντας στα επιχειρήματα των άλλων τη θέρμη των συναισθημάτων, που νικούν διαφορές κι ανομοιότητες. Και στο φινάλε, καθώς φτάνει το Πάσχα, επιλέγει να βαφτίσει με το υποκοριστικό του ονόματός της, Πασχαλίτσα, το μικρό έντομο, επισφραγίζοντας έτσι τη σχέση γονιού-παιδιού.

Μια ιστορία υιοθεσίας με πρωταγωνιστές αρκετούς εκπροσώπους της ανοιξιάτικης, πασχαλινής φύσης. Μπορεί για κάποιους από αυτούς το Πάσχα να είναι μονάχα αφορμή για να στολιστούν και να καμαρώσουν, ωστόσο για την πασχαλιά η σημασία της γιορτής αποκτά απτό χαρακτήρα όταν καλείται να αναλάβει τη φροντίδα ενός ορφανού. Μια απόφαση που θα ενδυναμωθεί μέσα από αντιξοότητες, επικρίσεις και μομφές, θα βρει ανταπόδοση και θα επιτρέψει και στην ίδια, οδηγημένη αρχικά από το ένστικτο, να φτάσει σταδιακά στη συνειδητοποίηση ότι η αλήθεια των αισθημάτων στέκει πέρα και πάνω από στρογγυλέματα, μισόλογα και απλουστεύσεις, ακόμα κι αν βρίσκεται αντιμέτωπη με υφέρπουσες μορφές ρατσισμού και την άρνηση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα.

Ένα βιβλίο με πασχαλινή αύρα αλλά όχι στενά ή αφοριστικά πασχαλινό. Δομημένο αφηγηματικά πάνω στο τρίπτυχο Πάσχα-Πασχαλιά-Πασχαλίτσα –λογοπαίγνιο διόλου κενό νοήματος αλλά δηλωτικό της συγγραφικής πρόθεσης να συνδεθεί η γιορτή της αγάπης με την απόφαση μιας θετής μάνας να χαρίσει αφειδώς αγάπη σ’ ένα ξένο, ανώνυμο παιδί· ιστορημένο με μια γλώσσα γεμάτη ήρεμη αυτοπεποίθηση, με αβίαστες αν και στιγμιαίες ποιητικές πινελιές εμπνευσμένες από την ανοιξιάτικη φύση· και με μια εικονογράφηση που στέκεται απόλυτα στο ύψος του κειμένου.

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Μαρία Παπαγιάννη - Εύα Θάρλετ, Μια άλλη μέρα θα νικήσεις εσύ!

Εκδόσεις Πατάκη - Minedition, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)



 

 
Δυο μικροί κάστορες, ο Άρης κι ο Πέτρος, μεγαλώνουν μαζί, κι ωστόσο είναι τόσο αλλιώτικοι. Ο Άρης, με ό,τι κι αν καταπιαστεί, κατορθώνει να το κάνει καλύτερα και γρηγορότερα από τον Πέτρο. Είναι πάντα ο νικητής. Ο Πέτρος αδημονεί για τη στιγμή που θα μπορέσει κι αυτός να πει στον αδερφό του «Σε πέρασα». Μόνο που, όταν έρθει η ώρα να στεφθεί αυτός νικητής, η νίκη του θα περάσει σε δεύτερη μοίρα, καθώς θα χρειαστεί να στηρίξει και να παρηγορήσει τον αδερφό του, που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Οι ρόλοι αντιστρέφονται, ο ευάλωτος κι ανίσχυρος της υπόθεσης είναι πια ο Άρης, την ίδια ώρα που ο Πέτρος θα κατορθώσει να παραμερίσει τη μικροψυχία κι αλαζονεία του νικητή και να επιδείξει θάρρος, δύναμη και επινοητικότητα που θα γεμίσει θαυμασμό και αγάπη τον αδερφό του.

Το Μια άλλη μέρα θα νικήσεις εσύ! δεν είναι μια ιστορία για νικητές και χαμένους, αλλά για το δικαίωμα καθενός να ορίζει με διαφορετικό τρόπο τις προτεραιότητές του στη ζωή. Ο Πέτρος, όταν πικραμένος αναρωτιέται πότε θα νικήσει κι αυτός σε κάποιο παιχνίδι ή άθλημα, δεν έχει πιθανόν αντιληφθεί ότι ο λόγος για τον οποίο δεν κερδίζει δεν είναι μόνο το ότι υπολείπεται σε δεξιότητες ή ταλέντα σε σχέση με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες, αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι τόσο ανταγωνιστικός, δεν επιθυμεί τόσο σφοδρά τη νίκη όσο ο αδερφός του. Μέσα του πρυτανεύουν άλλες αξίες, άλλες ανάγκες, που ενδεχομένως και να υποκρύπτουν τελείως διαφορετικές δεξιότητες οι οποίες δεν έχουν αναδυθεί ακόμη στην επιφάνεια. Κι αυτό επιβεβαιώνεται όταν του δίνεται η ευκαιρία να κερδίσει στο παιχνίδι: δεν πατάει επί πτωμάτων, καθώς η αδερφική αγάπη αλλά και το αίσθημα ευθύνης έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα γι' αυτόν. Την κρίσιμη ώρα το γκρίζο, αφανές παιδί μετατρέπεται, σαν έτοιμο από καιρό, σε ήρωα. Κι η αξία αυτής της νίκης είναι πολλαπλάσια εκείνων του Άρη στα παιδικά τους παιχνίδια, αφού συνοδεύεται από την υπέρβαση προσωπικών αδυναμιών και επιθυμιών, αλλά και από την ουσιαστική ωρίμανση του Πέτρου, που συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι γεμάτη από μικρούς και μεγάλους αγώνες επιβίωσης, υπέρβασης δυσκολιών και αντιξοοτήτων. Για να δικαιωθεί έτσι και η μαμά των δυο μικρών, αυτή που, χωρίς να απαξιώνει τις νίκες του ενός, του φαινομενικά ισχυρού, επιμένει να υποστηρίζει και να γεμίζει ελπίδα τον άλλο, τον φαινομενικά αδύναμο, μιλώντας ταυτόχρονα στα παιδιά της για τις λύπες και τις χαρές της καθημερινότητας, για τις μικρές και μεγάλες νίκες και ήττες της αληθινής ζωής.
 
Η Μαρία Παπαγιάννη και η Εύα Θάρλετ, σε μια αγαστή συνεργασία, διδάσκουν τη χάρη της απλότητας μέσα από τις λιτές γραμμές μιας ιστορίας και μιας εικονογράφησης που δε χρειάζονται περιττά στολίδια για να μπορέσουν να βρουν κατευθείαν στόχο στις καρδιές των μικρών αναγνωστών τους. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, ικανό να ανοίξει μια χαραμάδα αλήθειας και αυτογνωσίας στο γυάλινο κόσμο άσκοπων νικών στον οποίο πολλοί από μας έχουμε εγκλωβίσει τα παιδιά μας.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Lane Smith, Είναι βιβλίο

Μετάφραση: _*, Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2013 (από 5 ετών)




Χάρηκα όταν είδα μεταφρασμένο στα ελληνικά το Είναι βιβλίο του Lane Smith, όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα από αυτά τα εξαιρετικά βιβλία που ωστόσο αναρωτιέσαι αν θα βρεθεί κάποιος παράτολμος εκδότης να τα φέρει στην ελληνική αγορά, αλλά κι επειδή είναι ένα βιβλίο που πραγματεύεται τη φύση του ίδιου του βιβλίου.

Πρωταγωνιστές μια βιβλιόφιλη μαϊμού κι ένας γάιδαρος πωρωμένος με την τεχνολογία. Ο δεύτερος, με το λάπτοπ ανά χείρας, αδυνατεί να κατανοήσει τι σόι μαραφέτι είναι το βιβλίο στο οποίο είναι βυθισμένη η μαϊμού. Προσπαθεί μάλιστα να το προσεγγίσει μέσα από μια σειρά ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με την ορολογία και τις εφαρμογές της πληροφορικής: σκρολάρω, μπλογκάρω, τουιτάρω και τα ρέστα. Η μαϊμού, πάλι, επιμένει να απαντάει μονότονα στις ερωτήσεις του πως όχι, αυτό που κρατάει είναι βιβλίο, δεν κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν μπαίνει ωστόσο στον κόπο να δώσει ορισμό. Το βιβλίο είναι βιβλίο, πάει και τελείωσε. Αυτό που βλέπεις, αυτό που κρατάς, φτιαγμένο από σελίδες, γεμάτο γράμματα και εικόνες. Τρανταχτή απόδειξη μια σελίδα από το Νησί των Θησαυρών, ένα κλασικό έργο που, χωρίς να προστρέξει ποτέ σε τεχνολογικά εφέ, ενθουσίασε και συγκίνησε γενιές ατέλειωτες αναγνωστών. Και λοιπόν; Αυτό είναι όλο; απορεί ο γαϊδαράκος. Κι αν ένα βιβλίο είναι πια τόσο σημαντικό, πώς και δε χρειάζεσαι κωδικούς ή ψευδώνυμα για να γίνεις κοινωνός της μαγείας του; Γεμάτος περιέργεια, πιάνει αυτό το αλλόκοτο αντικείμενο στα χέρια του. Και δεν το αφήνει ώσπου να το τελειώσει. Αν και, ακόμα και τότε, δεν είναι απόλυτα σίγουρο ότι έχει πλήρως αντιληφθεί περί τίνος ακριβώς πρόκειται…

Ένα ευφυές παιδικό βιβλίο, που μέσα από μια απλή αλλά εξαιρετικά εκφραστική και εύγλωττη εικονογράφηση κι έναν σχεδόν σχηματικό διάλογο ανάμεσα σε δυο ζωάκια με διαφορετικές καταβολές κι ενδιαφέροντα αντιπαραθέτει τον κόσμο του έντυπου βιβλίου με εκείνον των νέων τεχνολογιών. Από τη μια ο φορητός υπολογιστής, με τη σωρεία των δυνατοτήτων και των εφαρμογών, από την άλλη ένα απλό βιβλίο. Ο συγγραφέας, αποφεύγοντας συνειδητά να δώσει ορισμό του τι εστί βιβλίο, πρακτικά εξηγώντας τι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ βιβλίο, πετυχαίνει να κινητοποιήσει τη σκέψη του αναγνώστη, να τον κάνει να αναλογιστεί από πού απορρέει η μαγεία της ανάγνωσης: το αίσθημα αναμονής που σε πλημμυρίζει καθώς τελειώνεις το διάβασμα μιας σελίδας για να πας στην επόμενη, τα αναπάντεχα παιχνίδια της αφήγησης, τις ανατροπές, τις εκπλήξεις, όλα αυτά που σε περιμένουν κρυμμένα μες στις τυπωμένες αράδες.

Σε ένα άλλο επίπεδο, εμφανής είναι ο προβληματισμός του συγγραφέα-εικονογράφου απέναντι στο φαινόμενο υπερβολικής εξοικείωσης με την τεχνολογία και της συνακόλουθης αποξένωσης από τα βιβλία. Ο γαϊδαράκος μας, για παράδειγμα, είναι κολλημένος στο φορητό υπολογιστή του, ξεμυαλισμένος με την απειρία των δυνατοτήτων που έχει μπροστά του, αλλά παντελώς αποκομμένος από τον κόσμο της ανάγνωσης. Ενδεχομένως σε κάποιο κοντινό μέλλον οι αφελείς και παντελώς εξωφρενικές ερωτήσεις του να ακούγονται εύλογες, καθώς για μια μερίδα του πληθυσμού η τάση αποξένωσης από το βιβλίο είναι ισχυρή.

Κατά τη γνώμη μου, η αντιπαράθεση των δυο κόσμων αποτελεί ψευδοπρόβλημα. Η εξέλιξη της πληροφορικής μάς έχει χαρίσει μια σειρά από εξαιρετικά ευεργετικές και χρήσιμες εφαρμογές που έχουν σημαντικά απλοποιήσει την εκδοτική διαδικασία, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τη φιλαναγνωσία. Πρόβλημα συνιστά όχι η αξιοποίηση της τεχνολογίας προς όφελος της ανάγνωσης αλλά η μετάλλαξη του εργαλειακού της χαρακτήρα σε υποκατάστατο ψυχαγωγίας, παρέας, ακόμα και ζωής. Είναι βέβαια προφανές ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο στερεί τους βιβλιόφιλους από ένα μέρος της χαράς που εισπράττουν αγγίζοντας και ξεφυλλίζοντας ένα τυπωμένο βιβλίο, ακόμα κι αφουγκραζόμενοι το θρόισμα των σελίδων του. Το ότι ο συγγραφέας παίρνει τόσο ισχυρή θέση υπέρ του έντυπου βιβλίου  συνιστά μια γραμμή άμυνας απέναντι σε μια σαρωτική, απειλητική γι’ αυτό νέα πραγματικότητα. Και πράγματι το Είναι βιβλίο, με την αφαιρετική, μινιμαλιστική λογική του, κατορθώνει τελικά να αναδείξει το αυτονόητο μιας μαγείας και την αυθεντικότητα μιας συγκίνησης που δε χρειάζονται τη συνδρομή τεχνολογικών μέσων για να λειτουργήσουν μέσα μας, αφού είναι απλά κατασκευασμένες από μια μηχανή που συνδυάζει μοναδικά λογική κι ευαισθησία, φαντασία και μεράκι: το ανθρώπινο μυαλό.    

[Και τώρα, αν μου επιτρέπετε, μια που μπλογκάρω κι εγώ εδώ και κάτι μήνες, θα ποστάρω αυτό το κείμενο, για να μπορέσετε κι εσείς να το διαβάσετε με την ησυχία σας σκρολάροντας. Ό,τι κι αν κάνουμε πάντως πληκτρολογώντας και κλικάροντας μανιασμένα, είναι σίγουρο πως θα ήταν άνευ λόγου αν δε μας είχε γεννήσει την ανάγκη αυτή ένα ακόμα υπέροχο ΒΙΒΛΙΟ.]

Για μια ματιά στα ενδότερα του βιβλίου, πατήστε εδώ.

* Η μη αναγραφή ονόματος μεταφραστή -και κατ' επέκταση επιμελητή- με προβλημάτισε αρκετά, γίνεται δε ακόμα πιο αισθητή τόσο λόγω της βαρύτητας του τίτλου όσο και επειδή πρόκεται για μια κατά τα λοιπά φροντισμένη έκδοση.