Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Έγκλημα και τιμωρία ή τα χαμένα καπέλα του Jon Klassen (από 4 ετών)

Jon Klassen, Θέλω πίσω το καπέλο μου, μετάφραση Μαρία Τοπάλη, Εκδόσεις Κόκκινο, Καλαμάτα 2012

 
 

 
 

Ένας ελαφρώς νυσταλέος αρκούδος ψάχνει το χαμένο καπέλο του. Στο μόνιμο, επαναλαμβανόμενο ερώτημά του «Μήπως είδες το καπέλο μου;» απαντούν μια σειρά από ζώα. Τα περισσότερα λένε ότι δεν το έχουν δει, κάποια άλλα ισχυρίζονται ότι δεν ξέρουν καν τι είναι καπέλο ή ότι έχουν δει κάπου, κάποτε ένα άλλο καπέλο. Ένα απ’ αυτά ψεύδεται, και μάλιστα απροκάλυπτα. Ο αρκούδος θα χρειαστεί κάποιο χρόνο και λίγη βοήθεια για να το αντιληφθεί. Κι όταν το καταλάβει, θα φροντίσει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Αυτό είναι το Θέλω πίσω το καπέλο μου του Jon Klassen. Μια κατά βάθος νουάρ ιστορία βασισμένη σ’ ένα διάλογο όπου όσα λέγονται δεν ισχύουν κατ’ ανάγκη, και σε μια μινιμαλιστική εικονογράφηση που δεν αποκαλύπτει φόρα παρτίδα εκφράσεις και συναισθήματα –αρκεί να προσέξουμε ότι οι ήρωες της ιστορίας έχουν μιλιά αλλά δεν έχουν στόμα κι οι όποιες μεταπτώσεις τους δηλώνονται μόνο από κάτι αδιόρατες κινήσεις των ματιών–, ωστόσο, άλλοτε διακριτικά κι άλλοτε πιο έκδηλα, φέρνει στο φως όσα ο διάλογος κρύβει ή διαστρέφει.
Στην περίπτωσή μας πάντως, ο… κυρίως ρουφιάνος της υπόθεσης είναι το χρώμα, τόσο στην εικονογράφηση όσο και στο κείμενο. Έτσι, ενώ και στις εικόνες και στις γραμματοσειρές κυριαρχούν οι μουντές αποχρώσεις πάνω σε ένα ανοιχτόχρωμο φόντο, η χρήση του κόκκινου σε συγκεκριμένα σημεία γίνεται αποκαλυπτική συναισθημάτων, διαθέσεων αλλά και γεγονότων: Για παράδειγμα, η εμφάνιση του κόκκινου καπέλου στην εικόνα  που ο αρκούδος συναντά το δράστη ξεσκεπάζει το ψέμα του δεύτερου, ενώ η επαναλαμβανόμενη παρουσία του στις τελευταίες σελίδες το παγιώνει στη συνείδησή μας ως σύμβολο του –όποιου– εγκλήματος και του –όποιου– ψεύδους επιστρατεύεται για να το καλύψει. Το θρασύ εμπαιγμό και την απροκάλυπτη ενοχή υπογραμμίζει και η χρήση κόκκινης γραμματοσειράς για να αποτυπωθούν οι ψευδείς ισχυρισμοί του δράστη, ενώ ένα εξολοκλήρου κόκκινο φόντο σε μια συγκεκριμένη σελίδα γίνεται δηλωτικό της συνειδητοποίησης της αλήθειας από τον εξαπατημένο ιδιοκτήτη και της άγριας οργής που αυτή συνεπάγεται.
Στο φινάλε, το έγκλημα δεν επιφέρει απλώς τη δίκαιη τιμωρία αλλά κάτι πολύ χειρότερο από αυτή. Θα το υπονοήσει ευφυώς η εικόνα, την ώρα που το κείμενο, με ειρωνική διάθεση, θα μας θυμίσει ότι όλοι οι δράστες όλων των εγκλημάτων σ’ αυτό τον κόσμο επιμένουν να χρησιμοποιούν τις ίδιες πάντα δικαιολογίες. Όπως κι ότι, με τον ίδιο τρόπο που οι λέξεις δε λένε πάντα την αλήθεια, έτσι κι ο φαινομενικά άκακος κι αφελής κρύβει συχνά μέσα του έναν εν δυνάμει εγκληματία…

 

Jon Klassen, Αυτό δεν είναι το καπέλο μου, μετάφραση Γιώργος Κουραβέλος, Εκδόσεις Κόκκινο, Καλαμάτα 2013 

 
 
Ομολογώ ότι δεν έχω δει πιο ανατρεπτική συνέχεια βιβλίου από αυτή που μας έδωσε πρόσφατα ο Jon Klassen με το Αυτό δεν είναι το καπέλο μου. Ένα βιβλίο που κυριολεκτικά φέρνει τα πάνω κάτω. Αρχής γενομένης από τη φράση του τίτλου, η οποία δεν είναι η απλή διαπίστωση κάποιου που αίφνης ανακάλυψε ότι φοράει λάθος καπέλο – είναι ομολογία, και μάλιστα ενοχής! Γιατί η οπτική εδώ είναι ανεστραμμένη σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο: τα γεγονότα είναι δοσμένα από την πλευρά του δράστη. Αλλά κι ο κόσμος στον οποίο διαπράττεται το νέο έγκλημα δε βρίσκεται πάνω στη γη αλλά κάτω απ’ το νερό. Ακόμα και το σχήμα του βιβλίου είναι αναποδογυρισμένο, αφού, αντί για κάθετο, είναι οριζόντιο, για να φιλοξενήσει ζώα που δε διαθέτουν ύψος αλλά μήκος. (Καθότι, ναι, όπως θα αντιληφθήκατε, και οι ήρωες αυτού του βιβλίου καμία σχέση δεν έχουν με εκείνους του προηγούμενου…) Ανατροπή και στο χρώμα, καθώς εδώ κυριαρχεί το μαύρο φόντο για να αποδώσει το τοπίο του βυθού. Πάνω σ’ αυτό το μαύρο ο Jon Klassen τοποθετεί ψάρια και φυτά σε μεταλλικές αποχρώσεις, δίνοντας στο βιβλίο μια λάμψη που δε διαθέτει το Θέλω πίσω το καπέλο μου. Το αντικείμενο του εγκλήματος βέβαια είναι πάντα ένα καπέλο – αλλά καμία σχέση με το κόκκινο μυτερό καπέλο του αρκούδου. Αυτή τη φορά είναι γαλαζωπό και στρογγυλό. (Μήπως έχει κάποια συγγένεια μ’ εκείνο το μπλε στρογγυλό καπέλο που ισχυρίζεται ότι είχε δει το φίδι στο Θέλω πίσω το καπέλο μου; Δεν αποκλείεται…) Φάτσες γι’ άλλη μια φορά χωρίς στόματα, αν και εδώ τα βλέμματα είναι πολύ πιο εκφραστικά. Όσο για το διάλογο… ε, λοιπόν, διάλογος δεν υπάρχει. Έχει αντικατασταθεί από το μονόλογο του δράστη.
Ο οποίος είναι ένα μικρούλι ψαράκι που αρπάζει το καπέλο ενός μεγάλου ψαριού – να μια άλλη ομοιότητα: μικροσκοπικός ο δράστης, τεράστιο το θύμα. Το ψαράκι μας μάλιστα αιτιολογεί την πράξη του λέγοντας πως το απόκτημά του παραήταν μικρό για το νόμιμο ιδιοκτήτη του. Και καθησυχάζει αφελώς τον εαυτό του πιστεύοντας ότι το θύμα του κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου όταν το ίδιο διέπραττε το έγκλημα κι ότι ακόμα κι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας δεν πρόκειται να το καταδώσει. Την ώρα που στο κείμενο διαβάζουμε αυτές τις αισιόδοξες σκέψεις, η εικόνα τις υπονομεύει ανελέητα, κάνοντάς μας να γελάμε και μαζί να κλαίμε με την αφέλεια του μικρού ψαριού: Ενώ αυτό ταξιδεύει αμέριμνο για τη θαλάσσια κρυψώνα του, το μεγάλο ψάρι θα ξυπνήσει, ο αυτόπτης μάρτυρας θα μιλήσει… Και μετά;
Πάντα το μετά έχει να κάνει με τον τρόπο που ξέρει να επιβάλλει το δίκαιό του το θύμα της κλοπής. Το δίκαιο του ισχυρού και σε τούτο το βιβλίο, που σε αφήνει πάντα με ανάμεικτα συναισθήματα. Θέμα τρόπου επιβολής; Ή μήπως το γεγονός ότι στερεοτυπικά είμαστε πάντα πιο επιεικείς με τον μικρό και χαριτωμένο, έστω και κλεφτάκο; Τόσο το έγκλημα όσο κι η τιμωρία πάντως δε διαπράττονται σε κοινή θέα. Και στις δυο περιπτώσεις, το πρώτο δηλώνεται, η δεύτερη υπονοείται. Την ίδια ώρα που περίπου προκλητικά διατυμπανίζονται η παιδαριώδης αφέλεια κι η καραμπινάτη διπροσωπία και εξαπάτηση.
 
Ο Jon Klassen μάς χαρίζει δυο βιβλία για όλες τις ηλικίες: Aν ο ενήλικας γοητεύεται από τη διαποτισμένη με μαύρο χιούμορ υπαινικτικότητά τους, το παιδί διασκεδάζει με την αμυαλιά των δραστών και με τις ανατροπές καταστάσεων και ρόλων. Όσο για το αν και πώς αυτό το δεύτερο αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τη σκληρότητα της τιμωρίας, αυτό ο δημιουργός δεν το εκβιάζει ούτε το επιβάλλει. Το αφήνει στην ωριμότητα, στη φαντασία και στην παρατηρητικότητα του καθενός.  

 
 ---

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Birgitta Sif, Όλιβερ

Μετάφραση: Αντώνης Παπαθεοδούλου, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)

 
 
 

 

Ο Όλιβερ είναι ένα παιδί που αισθάνεται διαφορετικό και μόνο. Έτσι απλά. Κι ας έχει τριγύρω του ένα σωρό ανθρώπους. Κι ας τρέχει ο κόσμος στους δικούς του χρόνους και ρυθμούς. Ο Όλιβερ, εσωστρεφής, απόμακρος, επινοεί φίλους –τα ψεύτικα ζωάκια του– και ζει μαζί τους ένα σωρό παράτολμες περιπέτειες σε μακρινούς, παραμυθένιους κόσμους, που δεν είναι άλλοι απ’ τις γωνιές του σπιτιού του και της αυλής του μεταπλασμένες κατά το κέφι της φαντασίας του. Σε μια απ’ αυτές τις περιπέτειες θα γνωρίσει ένα άλλο, εξίσου διαφορετικό και μόνο παιδί. Κι η γνωριμία αυτή θα σηματοδοτήσει μια νέα αρχή.
 
Η Birgitta Sif, συγγραφέας και εικονογράφος, μας μιλάει για την παιδική μοναξιά και για την ικανότητα του παιδικού μυαλού να αποδρά από αυτή αλλάζοντας σχήμα και διαστάσεις ακόμα και στα πιο ασήμαντα αντικείμενα του περιβάλλοντός του μέσα από ένα βιβλίο στο οποίο κείμενο και εικόνα παίζουν μεταξύ τους ένα ενδιαφέρον παιχνίδι: Το πρώτο αποτυπώνει το εσωτερικό τοπίο του Όλιβερ. Τον κόσμο της φαντασίας του. Η δεύτερη την αντικειμενική πραγματικότητα. Από το πρώτο ήδη σαλόνι. «Ο Όλιβερ ένιωθε λίγο διαφορετικός» λέει το κείμενο. Τι σόι διαφορετικός; αναρωτιέσαι κι αναζητάς εναγωνίως στην εικόνα κάποιο αλλόκοτο πλάσμα ανάμεσα στους «φυσιολογικούς». Κάπου στο πλήθος διακρίνεις έναν πιτσιρικά με γυαλιά. Τίποτα το φοβερό. Γυρνάς σελίδα, αναζητάς τη φύση αυτής της διαφορετικότητας. Τη ρίζα αυτής της μοναξιάς. Κι εδώ δε βρίσκεις σπουδαία πράγματα. Το θέμα άλλωστε δεν είναι πόσο διαφορετικός είναι ο Όλιβερ αλλά το πόσο διαφορετικός νιώθει. Το κείμενο ωστόσο επιμένει: Τώρα σε εξωθεί να αναζητήσεις την οπτική εκδοχή των εξωτικών, ριψοκίνδυνων περιπετειών του παιδιού στην εικόνα. Εκείνη, πάλι, σε προσγειώνει στα απλά υλικά απ’ τα οποία τροφοδοτείται η παιδική φαντασία. Αλλά και επιμένει να κάνει νύξεις σ' ένα αισιόδοξο τέλος, καθώς εδώ κι εκεί μες στο βιβλίο ανακαλύπτουμε ένα άλλο παιδί να περιδιαβαίνει εξίσου μόνο στα ίδια μέρη με τον Όλιβερ. Άραγε θα βρεθούν οι δυο τους; Η κλιμάκωση θα έρθει όταν το κείμενο αλλάξει ρότα, αρχίζοντας σταδιακά να ρέπει προς την πραγματικότητα της εικόνας: εκείνη της μελαγχολικής διάθεσης του παιδιού. Ο μικρός θα αποδράσει απ’ αυτή χάρη σε μια καινούρια περιπέτεια, η οποία, παρότι θα επιχειρήσει μια μικρή βουτιά στη φαντασία, τούτη τη φορά θα είναι αληθινή. Και μάλιστα η πιο όμορφη που έχει ζήσει στην ως τώρα ζωή του.
 
Τον Όλιβερ τον πρωτοδιάβασα χτες το μεσημέρι μες στο μετρό και μου ’ρθε να βάλω τα κλάματα. Άνοιξα, βλέπετε, ανυποψίαστη ένα παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα ενός μικρού παιδιού που αισθάνεται διαφορετικό και μόνο. Μαζί του είδα να σουλατσάρει στις σελίδες η Χαρά του Τριβιζά παρέα με το Γκουντούν της. Κι ο δικός μου παιδικός εαυτός – τα ατέλειωτα μεσημέρια με τους μυστικούς κόσμους πίσω απ’ τα παρτέρια της αυλής, μια μικρή γούβα που παρίστανε το απόκρημνο φαράγγι, τη μαγική κρυψώνα κάτω απ’ τη σκάλα, τα μοναχικά παιχνίδια τένις με τον τοίχο. Και μαζί η περιστασιακή ή διαρκής μοναξιά κάθε παιδιού σ’ αυτό τον κόσμο, παρέα με τις φανταστικές ιστορίες που γεννά για να νικήσει την πλήξη.
 
Αν πάντως ο ολοκληρωτικός εγκλεισμός, η άτακτη φυγή σε έναν εξωπραγματικό κόσμο καταλήγει από παρηγοριά βάσανο κι απελπισία, η Birgitta Sif επιμένει ως το τέλος πως η παιδική φαντασία όχι μόνο «διορθώνει» τη ζόρικη πραγματικότητα αλλά είναι κι ένας δρόμος για να ανακτήσει το παιδί επαφή με τον αληθινό κόσμο. Αυτό υποδηλώνει άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο ο Όλιβερ ανακαλύπτει την εξίσου μοναχική Ολίβια. Σε ανάλογο κλίμα κινείται και το ανοιχτό τέλος της ιστορίας: Τα δυο παιδιά, έχοντας βρει το ένα το άλλο κάνουν μια νέα αρχή, στήνοντας παρέα μια παράσταση για το κοινό τους, εκείνους τους άψυχους, φανταστικούς φίλους, που δεν εγκαταλείπουν ακόμα και τώρα που βρήκαν ο ένας τον άλλο. Σκηνοθετούν άραγε τη δική τους πραγματική ιστορία ή σαλπάρουν παρέα σ’ ένα νέο φανταστικό ταξίδι; Κοιτάζοντας το τελευταίο σαλόνι, αδυνατώ αλλά και δε θέλω να πω με βεβαιότητα τι απ’ τα δυο συμβαίνει. Όπως δυσκολεύομαι και να πω από τι ακριβώς υλικό είναι πλασμένος ο λίγο διαφορετικός Όλιβερ, η λίγο διαφορετική Ολίβια, ο λίγο διαφορετικός καθένας από μας. Είμαστε άραγε οι ιστορίες που ζούμε; Εκείνες που επινοούμε; Ή μήπως εντέλει ένα κράμα και των δυο;

ΥΓ.: Υπάρχει και κάποιος μικρός, άοκνος, οικειοθελώς παρατηρητής της ζωής του Όλιβερ. Κάποιος που, αν και όχι ανθρώπινος, επιλέγει να τον ακολουθήσει από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Αναζητήστε τον.
 

 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Αγαθή Δημητρούκα, Οι Μαγκουράτοι

Εικονογράφηση: Ανδρομάχη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013 (από 8 ετών)

 
 
 
 
O νεαρός Ιταλός Σίλβιο Μαγκουράτι βλέπει τα όνειρά του για το μέλλον να ανατρέπονται βίαια από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, που τον στέλνει στρατιώτη στην Ελλάδα. Ωστόσο η δύσκολη αυτή συγκυρία θα γίνει η αιτία για να γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας όμορφης Ελληνίδας, να αγαπήσει και να αποδεχτεί ως δική του μια νέα πατρίδα, αλλά και να πετύχει επαγγελματικά χάρη στο ταλέντο, την επινοητικότητα και το θετικό του πνεύμα. Με σημείο αναφοράς πάντοτε την επιχείρηση που θα στήσει ο Σίλβιο μεταπολεμικά στην Πάτρα, παρακολουθούμε τρεις γενιές Μαγκουράτων να  διαπρέπουν στο εμπόριο, στην επιστήμη και στην τέχνη, διδάσκοντας τις αξίες της υπομονής, της σύμπνοιας, της εργατικότητας, της αισιοδοξίας και της αγωνιστικότητας.
Αν κάτι αληθινά προξενεί ενθουσιασμό και μαζί συγκίνηση στον αναγνώστη, είναι η δύναμη του χαρακτήρα του Σίλβιο, ο οποίος κυνηγάει τα όνειρά του χωρίς να  πτοείται από τις δυσμενείς περιστάσεις, δίχως να το βάζει κάτω, συνδυάζοντας τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική του ζωή πείσμα και φαντασία, τόλμη και πίστη σε πανανθρώπινες αξίες - για παράδειγμα, όταν αποφασίζει να αλλάξει πατρίδα, το κάνει παρακινημένος τόσο από τον έρωτα όσο και επειδή εμφορείται από ειρηνιστικά ιδανικά.
Παρ’ όλη βέβαια την επιλογή του κεντρικού ήρωα να ζήσει στην Ελλάδα, να εξελληνίσει το όνομά του και να ενσωματωθεί πλήρως στην τοπική κοινωνία, η σκοπιά του ίδιου και της οικογένειάς του δεν είναι στενά και ασφυκτικά ελληνοκεντρική: Αν η οικογενειακή παράδοση είναι η βάση στην οποία πατάει στέρεα η δυναστεία των Μαγκουράτων, δε λείπουν οι δημιουργικές επαφές των επόμενων γενεών με το εξωτερικό και η γόνιμη ενσωμάτωση καινούριων γνώσεων ή δεξιοτήτων στο χωνευτήρι της επιχείρησης – στοιχείο πάντως που δεν εμποδίζει τους ήρωες της ιστορίας μας να αναπτύξουν παράλληλα ο καθένας και τα ιδιαίτερα ταλέντα και τις ικανότητές τους χωρίς πιέσεις και αρνήσεις από την πλευρά της οικογένειας.
Αλλά και πέρα από την ιστορία του κεντρικού ήρωα, η στάση αποδοχής απέναντι στο ξένο γίνεται ορατή στο θετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται στο κείμενο τόσο η Γεωργιανή μετανάστρια που ως δασκάλα μουσικής βοηθάει τον εγγονό Αργύρη στη σύγχρονη Ελλάδα να αναπτύξει το μουσικό ταλέντο του, όσο και η σημερινή Γερμανία, που, όσο κι αν ανακαλεί οδυνηρές μνήμες στο Σίλβιο και στη γυναίκα του, έχοντας ξεπεράσει το τρομακτικό ναζιστικό παρελθόν της, είναι πλέον μια χώρα η οποία αγαπά ιδιαίτερα τις τέχνες και μπορεί να παράσχει σπουδές υψηλού επιπέδου σε αυτές.
Ο καμβάς πάνω στον οποίο στήνεται η ιστορία δεν είναι άλλος από την Ελλάδα του πολέμου, της Κατοχής, της μεταπολεμικής περιόδου, της Χούντας αλλά και της Μεταπολίτευσης. Στις τριάντα τόσες σελίδες του αφηγήματος περνάει από μπροστά μας σε αδρές γραμμές όλη η μεταπολεμική ελληνική ιστορία, χωρίς πάντως η συγγραφέας να αναλώνεται σε κουραστικές και αποπροσανατολιστικές λεπτομέρειες. Η δράση άλλοτε εκτυλίσσεται στην περιοχή της Πάτρας κι άλλοτε μεταφέρεται σε ευρωπαϊκές πόλεις (Φλωρεντία, Μόναχο…), με το τοπικό χρώμα να δίνεται μέσα από την αναφορά σε εμβληματικά τους σημεία ή αξιοθέατα.
 Χαρακτήρες επινοημένοι εμπλέκονται με πρόσωπα πραγματικά –χαρακτηριστική η αναφορά στη σοπράνο Άννα Παρλαπάνου–, τα οποία δε λειτουργούν μόνο ως μια ρεαλιστική πινελιά, αλλά και υπογραμμίζουν την παιγνιώδη διάθεση της συγγραφέα να κινηθεί μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Μάλιστα η Αγαθή Δημητρούκα φαίνεται τόσο ενθουσιασμένη από τα κατορθώματα των ηρώων της ώστε βρίσκει τον τρόπο, με αυτοσαρκαστική και αυτοϋπονομευτική διάθεση, εκεί προς το τέλος του βιβλίου, να στριμώξει και ίδιο τον εαυτό της μες στην ιστορία της!
Ύφος λιτό και στρωτό, ίσως λίγο απαιτητικό σε μερικά σημεία για τους νεότερους αναγνώστες, με σύντομα σχόλια διάσπαρτα εδώ κι εκεί, πινελιές χιούμορ, αναφορές στην ελληνική ποίηση και μουσική, αλλά και την αναγκαία δόση στίχων γραμμένων από την ίδια τη Δημητρούκα. Κι όλα αυτά την ώρα που οι ασπρόμαυρες εικόνες της Ανδρομάχης Γιαννοπούλου φιλοτεχνούν με συνέπεια χαρακτηριστικές στιγμές από τη ζωή τριών γενεών Μαγκουράτων, απηχώντας την καθημερινότητα παλιότερων εποχών.
Ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο, όχι μονάχα γιατί η θετική αύρα των ηρώων του μπορεί να λειτουργήσει ως πυξίδα απεγκλωβισμού από μελλοντικά αδιέξοδα για τους μικρούς αναγνώστες, αλλά κι επειδή, σε μια εποχή που η ρατσιστική βία και η ξενοφοβία ξυπνούν οδυνηρές μνήμες, η ιστορία του «ξένου» Σίλβιο και της υπέροχης σχέσης που διαμορφώνει με τη νέα του πατρίδα θα βοηθήσει τα παιδιά να δουν με άλλο μάτι τους τόσους και τόσους μη ελληνικής καταγωγής κατοίκους της χώρας μας που ζουν κι ανασαίνουν δίπλα μας κουβαλώντας τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ελπίδες και τις ίδιες αγωνίες με μας.