Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Σύννεφα, παραμύθια, παρέες... κι ένα πάρτι


Διαβάστηκαν σε διαφορετικές στιγμές, προξένησαν διαφορετικά συναισθήματα. Ξαναγύρισα για διαφορετικούς λόγους στο καθένα. Αρχές φθινοπώρου τα βρήκα να με περιμένουν παρέα στο ίδιο ράφι. Τέσσερα όμορφα εικονογραφημένα βιβλία που το καθένα τους άφησε το δικό του αποτύπωμα μέσα μου.

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Αγάπη από σύννεφο, εικονογράφηση: Θέντα Μιμηλάκη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017




Αυτό που με γοητεύει στη γραφή της Λότης Πέτροβιτς είναι η άνεση με την οποία μπορεί να πάρει στα χέρια της την πιο απλή, την πιο φαινομενικά συνηθισμένη ιστορία και να την αφηγηθεί όχι μόνο απολαυστικά αλλά και με θαυμαστή αρτιότητα και συνέπεια. Γεμίζοντάς σε εικόνες και χρώματα, ευφραίνοντας την καρδιά σου και αφήνοντάς σε με τη χαρά της ανάγνωσης ενός ολοκληρωμένου έργου. Αυτό γίνεται και στην Αγάπη από σύννεφο, ένα βιβλίο που πραγματεύεται τον ασυνήθιστο έρωτα ενός νούφαρου και μιας νεράιδας. Έναν έρωτα που, αφού έρθει αντιμέτωπος με τη δολερή κακία ενός μάγου, θα βρει μέσα από χίλια εμπόδια τη δικαίωση χάρη στη συμπονετική δύναμη του ήλιου. 
 
Η συγγραφέας μάς αφηγείται μια ιστορία με αρκετά στοιχεία παραμυθιού, την οποία διαχειρίζεται με τρόπο κάθε άλλο παρά απλοϊκό – χωρίς να ενδίδει σε απλουστεύσεις, χωρίς να υποτιμά τη λειτουργική αξία του ευρήματος στο οποίο στηρίζει την εξέλιξη της πλοκής της, χωρίς να καταφεύγει σε άνευρες και χλιαρές αφηγηματικές λύσεις. Με απλά λόγια, φτιάχνει μια ιστορία στρογγυλή, όπως αγαπάω να λέω, μια ιστορία που κυλά αβίαστα, χωρίς άγχη αλλά ούτε κι ολιγωρίες, που αναδεικνύει την ομορφιά της φύσης και το συναισθηματικό βάθος των χαρακτήρων της, που περιγράφει αλλά και στοχάζεται, που δεν προδίδει αλλά ούτε και παραδίδεται αμαχητί στις προσδοκίες του αναγνώστη. Συνοδευόμενη από την εκφραστική όσο και ποιητική εικονογράφηση της Θέντας Μιμηλάκη. 



Ιωάννα Μπαμπέτα, Παραμύθια με καρπούζι, εικονογράφηση Ντανιέλα Σταματιάδη, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2018





Μια ιστορία στρογγυλή φτιάχνει και η Ιωάννα Μπαμπέτα στα Παραμύθια με καρπούζι, ένα βιβλίο στο οποίο η γεύση του αγαπημένου καλοκαιρινού φρούτου ανακατεύεται με την πίκρα της απώλειας, το παρόν συμπλέκεται με το παρελθόν, το χαμόγελο μπερδεύεται με το δάκρυ. Η κεντρική ηρωίδα ανακαλεί με τρυφερότητα και νοσταλγία τις αναμνήσεις της από τις διακοπές της κοντά στη γιαγιά της: εικόνες και γεύσεις καλοκαιριού, η μαγεία της θάλασσας, παιδικές φιλίες που μεταλλάσσονται στο διάβα του καιρού σε εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα, τα παραμύθια της γιαγιάς – όλα αυτά ως τη στιγμή που η γιαγιά φεύγει και μένει πίσω η ανάμνηση, γλυκιά και μαζί πικρή, καθώς η ζωή επιμένει να συνεχίζει τον δρόμο της.

Δύσκολη η διαχείριση του ζητήματος της απώλειας, ωστόσο η συγγραφέας παίρνει το βίωμα και το μεταλλάσσει σε ένα βαθιά συναισθηματικό αν και καθόλου μελό κείμενο, όπου η χαρά της ζωής ισορροπεί θαυμαστά με το πένθος του θανάτου κι η ποιητικότητα υλοποιείται μέσα από την αφηγηματική λιτότητα και την αφαίρεση – πώς αλλιώς εξάλλου. Μαγικός ο τρόπος που επιλέγει να περιγράψει το φευγιό της γιαγιάς καθώς εκείνη ανηφορίζει με ένα μονάχα αχ τη μεγάλη σκάλα ως τον ουρανό –πόσες φορές, αλήθεια, επέστρεψα στο βιβλίο για να ξανασυναντήσω τη συγκλονιστική δύναμη αυτών των τεσσάρων γραμμών;–, μαγική και η λιτά εκφραστική, υποβλητική και εστιασμένη στη λεπτομέρεια εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη.

Νικόλας Ανδρικόπουλος, Η παρέα των έξι που έγιναν οκτώ, Εκδόσεις Σαΐτη, Αθήνα 2017




Ο Νικόλας Ανδρικόπουλος φτιάχνει μια ιστορία για μια παρέα ανθρώπων ξεχωριστών – ενός ζωγράφου κι ενός μουσικού, ενός συγγραφέα κι ενός ηθοποιού, ενός αρχιτέκτονα κι ενός γλύπτη, που, θέλοντας να διαδώσουν τις τέχνες τους στον κόσμο, φτάνουν σε μια περίεργη χώρα, ασπρόγκριζη, με ανθρώπους ανέκφραστους και μονοκόμματους. Οι έξι καλλιτέχνες αρχίζουν να δημιουργούν ο καθένας τα δικά του καλλιτεχνήματα και τελικά κατορθώνουν να μεταμορφώσουν τον άχαρο εκείνο τόπο. Και μάλιστα δε θα μείνουν για πολύ μόνοι, καθώς δυο ακόμα άνθρωποι θα έρθουν να χαρίσουν την αρμονία και τη χάρη της δικής τους τέχνης σε ό,τι όμορφο έχει ως εκείνη τη στιγμή δημιουργηθεί.

Μια ιστορία για τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης, τη δυνατότητα των διαφορετικών τεχνών να συνυπάρχουν και να συνδιαλέγονται δημιουργικά και γόνιμα, αλλά και ένα προσωπικό μανιφέστο, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν ο Μπέικον, ο Ντεμπισί, ο Ροντέν, ο Γκαουντί, ο Τσάπλιν, ο Παπαδιαμάντης, ο Νιζίνσκι, η Πλισέτσκαγια. Ο Νικόλας Ανδρικόπουλος επιλέγει για τους χαρακτήρες του απεικονίσεις κάθε άλλο παρά ρεαλιστικές, με τους ήρωες να «φοράνε» στα κεφάλια τους αντικείμενα ή στοιχεία δηλωτικά της τέχνης τους, ενώ κι ο ίδιος, με τα υλικά της δικής του τέχνης, της εικονογράφησης, χτίζει έναν κόσμο συγκλονιστικά πολύχρωμο που παρασύρει τον αναγνώστη. Πώς, αλήθεια, να αντισταθείς σε ένα τέτοιο πανηγύρι χαράς;

Άννα Κοντολέων, Πάρτι για τρεις, εικονογράφηση Φωτεινή Στεφανίδη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018

 

Διάβασα ότι αφορμή για το Πάρτι για τρεις της Άννας Κοντολέων ήταν μια ζωγραφιά του γιου της που απεικόνιζε ένα πάρτι όπου μια γάτα γιόρταζε στη φαγάνα ενός εκσκαφέα τα γενέθλιά της παρέα με τους φίλους της τον σκύλο και το άλογο. Πράγματι, τα παιδιά είναι γεμάτα υπέροχες ιδέες. Το θέμα είναι εμείς τι τις κάνουμε όταν καλούμαστε να τις διαχειριστούμε. Στην προκειμένη περίπτωσή πάντως, η συγγραφέας πήρε την ιδέα και κυριολεκτικά την απογείωσε, επιλέγοντας να μιλήσει για ό,τι παλαβό ακολούθησε το απολύτως σουρεαλιστικό αυτό πάρτι: Το λοιπόν, οι τρεις φίλοι, το πρωί μετά το γλέντι, ξυπνάνε στην υψωμένη φαγάνα του εκσκαφέα εν κινήσει και, συνειδητοποιώντας ότι ο οδηγός δεν τους βλέπει, αρχίζουν να ζητούν πανικόβλητοι βοήθεια από κάθε περαστικό. Ό,τι κι αν κάνουν όμως, άκρη δε βρίσκουν, αφού ο κόσμος τριγύρω τους αντιλαμβάνεται άλλα αντ’ άλλων από αυτά που εκείνοι φωνάζουν.

Χάρη στο διασκεδαστικό γαϊτανάκι παρανοήσεων που στήνει με απλά, καθημερινά υλικά, η συγγραφέας μάς χαρίζει τη μικρογραφία μιας κοινωνίας που, ερμητικά κλεισμένη στα δικά της προβλήματα, τις ανάγκες και τις σκέψεις της, αρνείται να κοιτάξει τριγύρω της και να κατανοήσει τι συμβαίνει. Σε απλά ελληνικά, καθένας με τον πόνο του – δάσκαλοι και μαθητές, τροχονόμοι και γιαγιάδες, ελέφαντες και θεατές τσίρκων, υποψήφιοι δήμαρχοι και ανυπόμονοι καρναβαλιστές… Κι όμως, όλως παραδόξως, θα είναι όλοι αυτοί που, ανέλπιστα και για τελείως άσχετους λόγους, θα συμβάλουν ως έναν βαθμό στην απρόσμενη, αστεία και τόσο μα τόσο γοητευτική λύση της ιστορίας. Ένα βιβλίο που ξεχειλίζει ζωή, χιούμορ και ανατροπές, ντυμένο με την κεφάτη, εκφραστική εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Ντέιβιντ Λέβιθαν, Κάθε μέρα άλλος



Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017




Ονομάζεται Α και είναι μια ασώματη ύπαρξη. Καθημερινά ξυπνάει στο σώμα κάποιου άλλου. Ζει τη ζωή αυτού του άλλου, χωρίς όμως να μπορεί να επιλέξει το άτομο μέσα στο οποίο θα βρεθεί, το φύλο του, τα χαρακτηριστικά του, τα γούστα του, τον χαρακτήρα του. Απλώς περνάει μία μέρα στο ξένο σώμα όσο πιο ανώδυνα μπορεί. Μαθαίνοντας από τις εμπειρίες και τα βιώματα του εκάστοτε ξενιστή του, αλλά και χωρίς να παρεμβαίνει στη ζωή του. Ώσπου μια μέρα ξυπνά στο σώμα του Τζάστιν, γνωρίζει την κοπέλα του, τη Ριάννον, και την ερωτεύεται. Από εκείνη τη στιγμή και μετά τα πάντα αλλάζουν, καθώς σε όποιο σώμα κι αν βρεθεί, από όποιες συνθήκες κι αν περιβάλλεται, με όποιο χαρακτήρα κι αν κουβαλάει, βάζει στόχο να αναζητήσει και να βρει τη Ριάννον. Να της αποκαλυφθεί. Και να μοιραστεί ίσως μαζί της μια ολόκληρη ζωή.

Ένα υπέροχο νεανικό μυθιστόρημα από τον Ντέιβιντ Λέβιθαν. Καθηλωτικό, συναρπαστικό, με ωραίο ρυθμό που σε παρασύρει, κι ένα εύρημα –την ιδιαίτερη φύση του ασώματου αφηγητή του– που ο συγγραφέας διαχειρίζεται εξαιρετικά. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου είναι και μια μέρα από τη ζωή του κεντρικού χαρακτήρα σε ένα διαφορετικό σώμα. Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας κατορθώνει, κινούμενος μέσα σε διαρκώς μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα και ζωές, να προωθήσει αβίαστα την πλοκή του, συστήνοντας παράλληλα στον αναγνώστη του ένα τεράστιο μωσαϊκό από κάθε λογής δεκαεφτάχρονους: διαφορετικές φυλές, διαφορετικές ταυτότητες φύλου, διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και οικογένειες - χαρακτήρες άλλοτε συμπαθητικοί και άλλοτε αντιπαθητικοί, συντηρητικοί ή επαναστάτες, όμορφοι ή λιγότερο εμφανίσιμοι, ριζοσπαστικοί και θρησκευόμενοι, αυτόνομοι και εξαρτημένοι, αισιόδοξοι και αυτοκτονικοί. Κάποιους ο αφηγητής θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, άλλους θα τους χρησιμοποιήσει επιχειρώντας να πλησιάσει τη Ριάννον, και παραβαίνοντας με αυτό τον τρόπο τον απαράβατο ως τότε κανόνα να μην ανακατεύεται στις ζωές των ατόμων στα σώματα των οποίων φιλοξενείται. 

Και είναι κάπου εκεί που θα διαπράξει το ολέθριο σφάλμα, αφήνοντας ίχνη από το εικοσιτετράωρο πέρασμά του από το σώμα και τη ζωή ενός αγοριού. Τώρα πια δεν είναι μόνο ο αόρατος Α που αναζητά τη Ριάννον, αλλά και κάποιος άλλος που αναζητά αυτόν τον ίδιο. Κάθε του κίνηση φαντάζει δίκοπο μαχαίρι, καθώς η ανάγκη να αποκαλυφθεί στην κοπέλα που αγαπά και να μοιραστεί όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές μαζί της είναι αλληλένδετη με τον κίνδυνο να μάθουν το μυστικό που τόσα χρόνια κρύβει επιμελώς οι λάθος άνθρωποι. Αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα στην επιθυμία και στον κίνδυνο, στον έρωτα και στην καταδίωξη, στην ανάγκη για μια κανονική ζωή και στα ηθικά διλήμματα που απορρέουν από τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να το πετύχει, θα φέρει τον κεντρικό χαρακτήρα αντιμέτωπο με δύσκολα ερωτήματα που αγγίζουν την ίδια τη φύση της ύπαρξής του: Άραγε γίνεται να ανθίσει ο έρωτας ερήμην της εξωτερικής σου εμφάνισης; Πόσο θεμιτό είναι να παρεμβαίνεις σε ξένες ζωές και να τις κάνεις άνω κάτω για να κατακτήσεις την προσωπική ευτυχία; Αλλά και πόσο υποκειμενικό μπορεί τελικά να είναι αυτό που εσύ εκλαμβάνεις ως καλό; Πόσο προστατευμένος και αυτάρκης μπορεί να νιώθεις μες στην όποια μοναδικότητά σου; Και μήπως, από την άλλη, στη συνειδητοποίηση ότι δεν είσαι μόνος στον κόσμο ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθείς αντιμέτωπος με μια απρόσμενα τρομακτική πλευρά του εαυτού σου – μια πλευρά που κι εσύ ο ίδιος επιμένεις να αγνοείς;

Οδεύοντας προς το τέλος, κι έχοντας ως εκείνη τη στιγμή κυριολεκτικά καταβροχθίσει το βιβλίο –βοηθά σε αυτό και η άρτια μετάφρασή του στα ελληνικά–, προσωπικά, έζησα, παράλληλα με τα διλήμματα του κεντρικού χαρακτήρα, και το δικό μου δράμα, διερωτώμενη πού το πάει τελικά ο συγγραφέας κι αν θα πετύχει να οδηγήσει την ιστορία του σε ένα τέλος αντάξιο του αρχικού ευρήματός του. Ευτυχώς και για τον ίδιο αλλά και για μας, ο Λέβιθαν κατορθώνει, αποφεύγοντας ευφυώς τις όποιες παγίδες της ευκολίας, να μας χαρίσει ένα τέλος ευρηματικό και μαζί λυτρωτικό, το οποίο συνοψίζει αλλά και αποτελεί την κορύφωση της προβληματικής που αναπτύσσεται στο σύνολο του Κάθε μέρα άλλος. Ένα τέλος που θα συγκινήσει και μαζί θα ενθουσιάσει, θα γεννήσει σκέψεις αλλά και θα αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιου είδους συνέχειας, με δυο λόγια ένα τέλος αντάξιο αυτού του εξαιρετικού στη σύλληψη και στην υλοποίησή του μυθιστορήματος, που ανεπιφύλακτα σας συστήνω να διαβάσετε.