Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Λίνα Μουσιώνη, Ένας ασπρόμαυρος ζωγράφος

Εικόνες: Κατερίνα Βερούτσου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011 (από 8 ετών)




Τι προκύπτει όταν ένας ταλαντούχος φωτογράφος αιχμαλωτίζει σ’ ένα κλικ της μηχανής του τη μορφή και μαζί την καρδιά μιας πανέμορφης Αφρικανής πριγκίπισσας που λατρεύει το χρώμα; Ένα παιδί ζωγράφος φυσικά. Ένα παιδί που κουβαλάει στα γονίδιά του το καλλιτεχνικό αισθητήριο του μπαμπά, τη λατρεία της μαμάς για το χρώμα… Ή μήπως όχι; Ε, μάλλον όχι, αν κρίνουμε από την ιστορία του Ασπρόμαυρου Φίλμους, ήρωα του βιβλίου της Λίνας Μουσιώνη. Ο οποίος, σε αντίθεση με τους γονείς του, απεχθάνεται το χρώμα και ζωγραφίζει μονάχα ασπρόμαυρα. Απελπισμένη, η κυριαρχική μαμά τον τρέχει σε γιατρούς γυρεύοντας μάταια λύση στο πρόβλημα. Στο φινάλε αποδεικνύεται ότι ο μικρός έχει σε τέτοιο βαθμό μπαφιάσει από την κραυγαλέα πολυχρωμία του κόσμου που έχουν δημιουργήσει γι’ αυτόν οι γεννήτορές του ώστε επιλέγει μέσα από τις ζωγραφιές του να δημιουργήσει έναν άλλο, ασπρόμαυρο. Αυτό βέβαια που χάνουν οι τρελαμένοι γονείς μες στην πρεμούρα τους να γιατρέψουν την απέχθεια του Ασπρόμαυρου για το χρώμα είναι πως ο γιος τους είναι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος ζωγράφος. Κι όταν κατορθώνουν να δουν πέρα από το προφανές, αφήνουν το παιδί τους να εκφραστεί με τον τρόπο του κι επιλέγουν να διοχετεύσουν τη λατρεία τους για το χρώμα σε δικές τους δημιουργικές ενασχολήσεις.

Ένα βιβλίο για τις πολλές εκδοχές της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά και για τη διαφορετικότητα και το δικαίωμα ενός παιδιού να μην είναι απλώς άθροισμα ή σύνθεση αυτού που αντιπροσωπεύουν οι γονείς του. Για την υποχρέωση των τελευταίων να βάζουν κάποιες φορές τους εαυτούς τους στη θέση των βλασταριών τους, συνειδητοποιώντας ότι κι οι πιο τολμηρές νεανικές επαναστάσεις τους καταντάνε βραχνάς για τους άλλους όταν μεταλλάσσονται σε απόλυτες, επιβεβλημένες αλήθειες. Η μητέρα του Ασπρόμαυρου είναι μια επαναστάτρια που λατρεύει την περιπέτεια και το καινούριο, γι' αυτό κι επιλέγει να παντρευτεί έναν Ευρωπαίο φωτογράφο, αναζητώντας να εξερευνήσει το διαφορετικό και μαζί άγνωστες πτυχές ή δυνατότητες του ίδιου της του εαυτού οι οποίες παραμένουν εγκλωβισμένες στο ασφυκτικό περιβάλλον της ομοιογενούς πολιτιστικά κοινωνίας στην οποία έχει μεγαλώσει. Ωστόσο, όταν γίνεται μάνα, επιδιώκει να φυλακίσει το παιδί της στη δική της μοναδική αλήθεια και αισθητική, παραβλέποντας το γεγονός ότι κι εκείνο, μέσα από την άρνηση του κόσμου της, στην ουσία κάνει τη δική του επανάσταση, χαράζει το δικό του διακριτό μονοπάτι. Η επιλογή του μικρού βέβαια είναι κάπως αλλόκοτη, αφού συνήθως το ασπρόμαυρο αντιπροσωπεύει τη μονοτονία και τους περιορισμένους ορίζοντες, ενώ η πολυχρωμία ταυτίζεται με την ποικιλία, την ελευθερία, την ομορφιά. Αρκεί, όπως αποδεικνύει η περίπτωση του Ασπρόμαυρου, να μην είναι επιβεβλημένη άνωθεν.

Η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της με κέφι και ταξιδιάρικη διάθεση: επιλέγει για σκηνικό Αφρική και Ευρώπη, με αναφορές στα ήθη και στους πολιτισμούς τους, πλάθει χαρακτήρες με ονόματα ευφάνταστα, συχνά εμπνευσμένα από χρώματα και υλικά, συνυφασμένα με τέχνες και χώρες, αν και, ομολογώ, σε μια δυο περιπτώσεις κάπως τραβηγμένα, και καταλήγει σε ένα τέλος ανοιχτό, όπως ταιριάζει σ’ ένα κείμενο που θέλει να πρεσβεύει το δικαίωμα στην επιλογή μέσα από πολλές δυνατότητες. Το μέλλον του Ασπρόμαυρου Φίλμους προβάλλει σε τέσσερις διαφορετικές κι εξίσου αβέβαιες εκδοχές, που μας ταξιδεύουν σε διαφορετικές γωνιές του πλανήτη μας – και απ’ τις οποίες εκδοχές μονάχα η μία είναι ασπρόμαυρη. Οι άλλες τρεις διαθέτουν χρώμα, και μάλιστα έντονο, υπενθυμίζοντάς μας ότι η σπουδαία τέχνη δεν καταλαβαίνει από αισθητικούς φραγμούς κι ότι το ωραίο μπορεί να έχει πολλές εκφάνσεις, ακόμα και χρωματικές – κι εδώ νομίζω ότι διακρίνω μια νύξη στις χρωματικές περιόδους γνωστών ζωγράφων.

Η εκπληκτική εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου αποτυπώνει οπτικά την ιστορία του Ασπρόμαυρου ταξιδεύοντάς μας σε τόπους και πολιτισμούς, βουτώντας σε τέχνες και τεχνοτροπίες, όχι απλώς υπηρετώντας το κείμενο αλλά απόλυτα ταυτισμένη μαζί του. Και είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το πώς συγγραφέας και εικονογράφος, εκκινώντας θεματικά από την ιστορία ενός ασπρόμαυρου ζωγράφου, κατορθώνουν να μας χαρίσουν μια τόσο καλειδοσκοπική αναπαράσταση του υπέροχα ετερόκλητου κόσμου μας, προτρέποντας τους μικρούς αναγνώστες να αναζητήσουν την ομορφιά και την προσωπική έκφραση μέσα από ανοιχτούς ορίζοντες και ρήξεις με πολιτιστικά θέσφατα και ακολουθώντας πολλούς και πολύ διαφορετικούς αλλά εξίσου γοητευτικούς δρόμους.
Για να δείτε εικόνες από αυτό το βιβλίο και όχι μόνο, μπορείτε να πάτε μια βόλτα από το μπλογκ της σπουδαίας Κατερίνας Βερούτσου      

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Tàssies, μου έκλεψαν το όνομά μου

Μετάφραση: Δημήτρης Ψαρράς, ΕΨΥΠΕ, Αθήνα 2011




 
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Μια ιστορία σχολικού εκφοβισμού και βίας ειπωμένη σκληρά, ειλικρινά, ωμά. Ο αφηγητής είναι το θύμα: ο καλός μαθητής, το ήσυχο παιδί, εκείνος που δεν μπλέκει σε καβγάδες και φασαρίες. Στοχοποιημένος από μια ομάδα συμμαθητών του, εγκαταλειμμένος απ’ όλους –το τρομαγμένο πλήθος αυτών που δεν ανακατεύονται γενικώς, ξέρετε, εκείνων των συμπαθητικών, καλόβολων τύπων που νομιμοποιούν το έγκλημα διά της τίμιας, αξιοπρεπούς, ατσαλάκωτης σιωπής τους–, μόνος. Έχει χάσει –ή μάλλον του έχουν κλέψει– το κέφι του για το σχολείο, το κέφι του για τη ζωή, το ίδιο του το όνομα, το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της μοναδικότητάς του. Κι όταν στον καθρέφτη δεν αναγνωρίζει καν τον εαυτό του, η ιδέα της φυγής μέσω της αυτοκτονίας δεν απέχει πολύ από την πραγματοποίηση. Τι τον σώζει τελικά απ’ το απονενοημένο διάβημα; Εμείς. Εγώ, εσείς, κάποιοι άλλοι που ακούσαμε την ιστορία του. Που τον πονέσαμε, τον καταλάβαμε, τον αισθανθήκαμε. Που του θυμίσαμε ότι είναι άνθρωπος, ότι έχει όνομα και υπόσταση. Πάνω απ’ όλα, ότι δεν είναι μόνος.

Σκοτεινά, μουντά χρώματα από τον Tàssies, ομοιόμορφες στολές –η εκπαίδευση στην πιο ισοπεδωτική, κανονιστική εκδοχή της, ήδη εκφοβιστική από μόνη της –, κεφάλια απρόσωπα, καθώς η σουρεαλιστική επιλογή του συγγραφέα-εικονογράφου να βάλει στη θέση τους μήλα απαλείφει την προφάνεια των εκφράσεων κι επιτρέπει στα σώματα να αφηγηθούν παραστατικά την ιστορία φρίκης και μοναξιάς που βιώνει το παιδί πρωταγωνιστής. Σε δυο μονάχα περιπτώσεις βλέπουμε πρόσωπα: στη μέση περίπου του βιβλίου, όταν αποκαλύπτονται οι μορφές θύτη και θύματος, και στο τέλος, όταν ο αφηγητής, ύστερα απ’ την εξομολόγησή του σε μας, μας απευθύνεται επιτέλους ανακουφισμένος τείνοντάς μας χείρα γνωριμίας. Στο προηγούμενο μόλις δισέλιδο έχει αποτυπωθεί εικαστικά η σκέψη του να αυτοκτονήσει. Λόγια εγκλωβισμένα σ’ ένα μικρό λευκό παραθυράκι - το κενό που χάσκει απειλητικό και άγνωστο μπροστά στα μάτια του. Αντιστρέφοντας την οπτική, απ’ τη δική μας πλευρά ιδωμένο, το ίδιο αυτό παραθυράκι φαντάζει ένα κομμάτι ελεύθερης ανάσας, μια στάλα ουρανού. Κι είναι αυτή η διαφορετική οπτική των πραγμάτων που του προσφέρουμε η οποία σώζει τελικά τον επίδοξο αυτόχειρα.                                   

                                     

Συνήθως δεν καταθέτω προσωπικές σκέψεις, πολλώ δε μάλλον ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, όταν παρουσιάζω βιβλία. Κι ούτε με θεωρώ κατάλληλη να μιλήσω για τη σχολική βία και τον εκφοβισμό. Οι εμπειρίες μου απ’ την εκπαίδευση είναι απειροελάχιστες και μακρινές, τα δε παιδιά μου είναι ακόμη μικρά. Θέλω απλώς να σταθώ σε αυτό το χιλιοειπωμένο ότι σε μεγάλο βαθμό για το πρόβλημα ευθύνεται η κοινωνία στην οποία ζούμε. Δε διαφωνώ. Αυτό ωστόσο που βολικά ξεχνάμε όλοι μας είναι ότι αυτή η ρημάδα η κοινωνία στην οποία με τόση άνεση φορτώνουμε καθετί στραβό είμαστε εμείς οι ίδιοι και κύτταρό της οι δικές μας οικογένειες. Ανήκοντας σε μια γενιά γονιών που ήδη από τη νιότη της δε φημίστηκε για τις επαναστάσεις και τις ρήξεις της αλλά πάσχισε απελπισμένα και μάλλον άχαρα να ταυτιστεί με τσιτάτα και συνθήματα άλλων εποχών, τη βλέπω με θλίψη να ποτίζει τα παιδιά της με το ίδιο δηλητήριο που φαρμάκωσε και τη δική της παιδικότητα. Μασκαρεύοντας τη δική της μετριότητα και απαιδευσιά πίσω από κορνιζαρισμένα πτυχία. Αποδίδοντας κάθε ήττα ή αποτυχία της στις παθογένειες του επάρατου συστήματος. Φορτώνοντας κάθε απωθημένο όνειρό της στα δύσμοιρα παιδιά της. Μανάδες που παρηγορούνται για όλους τους συμβιβασμούς της ζωής τους παίρνοντας εκδίκηση απ’ το σύμπαν μέσω του νταή γιου. Ανασφαλείς πατεράδες που μετράνε το αντριλίκι του παιδιού τους ανάλογα με τις φάπες με τις οποίες ο λεβέντης τους φιλοδώρησε πλάσματα πιο αδύναμα απ’ αυτόν. Άνθρωποι ανεκτικοί ως εκεί που αντέχει ο καθωσπρεπισμός τους. Δημοκρατικοί και προοδευτικοί ως εκεί  που κυριαρχεί η δική τους μοναδική άποψη. Άνθρωποι που κατά βάθος προτιμάνε να είναι το παιδί τους «κωλόπαιδο παρά ευαίσθητο».
 
Προ ημερών είχαμε εθνική γιορτή, κι εμένα πάντα τέτοιες μέρες με πιάνει μελαγχολία, γιατί σκέφτομαι τα γελοία δράματα που παίζονται στα ανά την Ελλάδα σπίτια για το ποιος θα κρατήσει τη σημαία. Είμαι σίγουρη ότι όλοι έχετε ακούσει ιστορίες απύθμενου μίσους μεταξύ συμμαθητών που κάποτε φτάνουν στη στοχοποίηση και στη βία λόγω μικροδιαφορών στις σχολικές βαθμολογίες τους. Με υποβολέα πάντα μια υστερική μάνα ή έναν μονομανή πατέρα. Με αναφορά όχι την προσωπική επιλογή, ιδιαιτερότητα ή μοναδικότητα αλλά τον εξοβελισμό του όποιου τυπικά ή συμπτωματικά «καλύτερου» άλλου.

Δε θέλω να συνεχίσω. Μια κουβέντα μόνο: Το πρόβλημα με τη βία, ψυχολογική, σωματική, δεν ξέρω τι άλλο, είναι ότι παράγει βία. Κι όταν αφήνεις/προτρέπεις/βάζεις το παιδί σου, έστω κι ασυνείδητα, έστω και με, υποτίθεται, τις πιο αθώες προθέσεις, έστω και για λόγους «αυτοάμυνας», για  να το γλιτώσεις από τα χειρότερα, να παίξει στο δίπολο θύμα-θύτης, στην πραγματικότητα ποτέ δεν ξέρεις πού θα κάτσει η μπίλια, αν όχι τώρα, πάντως κάποια στιγμή στο μέλλον.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Χριστίνα Φραγκεσκάκη, Μαραλά, η μάνα των παραμυθιών

Εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013 (από 5 ετών)

 
 
 
Ένα βιβλίο για τον τρόπο που ήρθαν στον κόσμο οι ιστορίες, για το πέρασμα από το μύθο στην αφήγηση, από τον προφορικό λόγο στον γραπτό.
Μια ιστορία που ξεκινάει τον πολύ παλιό καιρό, σε μια εποχή σκοτεινή και μαζί μυθική, με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα συνομήλικη της γης, τη Μαραλά. Το όνομά της συρραφή από ήχους, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Η Μαραλά, μορφή πρωτόγονη και μαζί μαγική, σχεδόν σαμανική, αρχετυπική και πανανθρώπινη, φαίνεται να συμπυκνώνει μες στη μοναξιά της κάθε ανθρώπινη γνώση, κάθε ανθρώπινη ιστορία. Οι χαρακιές στο πρόσωπό της δηλωτικές της ηλικίας της, παρόμοιας με την ηλικία της ίδιας της γης. Συνυφασμένες με τις χαρακιές στο πρόσωπο της γης, αλλά και με τις βαθιές αυλακιές της ανθρώπινης μνήμης. Η συλλογική μνήμη και γνώση προσωποποιημένη.
Η Μαραλά επικοινωνεί με τη φύση, δίνει και παίρνει απ’ αυτή, έχοντας αναπτύξει με τα πλάσματά της μια σχέση βαθιάς αγάπης και τρυφερότητας. Οι άνθρωποι λείπουν απ’ τη ζωή της, ως τη μέρα που ο σκληρός πάγος της μοναξιάς σπάει απ’ τον αιφνίδιο ερχομό ενός κοριτσιού με κόκκινα μαλλιά. Το κόκκινο χρώμα των μαλλιών της σηματοδοτεί την ορμή της νιότης, αλλά και τη θέρμη, τη ζεστασιά που λιώνει τους πάγους οι οποίοι κρατούν τους ανθρώπους μακριά τον ένα απ’ τον άλλο, φέρνοντας ταυτόχρονα τον κόσμο ολόκληρο προ των πυλών μιας νέας εποχής. Η ώρα που εμφανίζεται το κορίτσι, όταν χαράζει η μέρα, είναι κι αυτή δηλωτική της έλευσης του καινούριου κι ελπιδοφόρου. Αλλά και τ’ όνομά της, Ροδινή, σε αντίθεση με το όνομα της Μαραλά, δεν είναι ένα απλό άθροισμα συλλαβών κενών νοήματος, μα προϊόν λογικής διεργασίας και αιτιακών συνδέσεων, προσδιοριστικό του χρόνου του ερχομού της.
Η συνάντηση της Μαραλά με τη Ροδινή θα αποτελέσει την αφετηρία μιας περιόδου αρμονικής συνύπαρξης και μαθητείας. Η απερχόμενη γενιά μεταδίδει τη γνώση της στη νεότερη κι εκείνη την εξελίσσει, την ίδια ώρα που το πανανθρώπινο αρχίζει να μπολιάζεται με το ατομικό. Μ’ αυτό τον τρόπο οι παλιές ιστορίες της γριάς αποκτούν σταδιακά μέσ’ απ’ τα χέρια της μικρής πλέξη, ύφανση, από ήχοι γίνονται γράμματα, από σκόρπιοι μύθοι μεταλλάσσονται σε καταγεγραμμένες αφηγήσεις. Η Ροδινή θα είναι εκείνη που θα αναλάβει και το δύσκολο έργο της διασποράς των ιστοριών της Μαραλά σ’  όλο τον κόσμο. Στο εγχείρημά της δε θα είναι μόνη. Πουλιά κι αέρηδες, δέντρα και λουλούδια, οι παλιοί φίλοι της γριάς Μαραλά, θα τη συνδράμουν. Μάλλον γιατί στις ανά τον κόσμο ιστορίες αναγνωρίζουν πάντα την κοινή μακρινή καταγωγή, την αρχέγονη μήτρα που τις γέννησε όλες.
Γοητευτικό κείμενο, που με ποιητική διάθεση επιχειρεί να μυήσει τα παιδιά στις απαρχές της αφήγησης και της γραφής. Χωρίς εμμονική χρήση των συμβολισμών, ούτε διάθεση για ιστορικές αναδρομές και καταγραφές. Με μια ύφανση η οποία έχει πετύχει να συνδυάσει τις αδρές γραμμές του μύθου με την τολμηρή εικονοποιία, τη λιτότητα των συμβόλων με την ποίηση των λέξεων. Και είναι συχνά αυτές οι λέξεις που γίνονται οι γέφυρες οι οποίες μας γλιτώνουν από κακοτοπιές και γκρεμούς, οδηγώντας μας πέρα από ανυπέρβλητα εμπόδια που θα ‘βαζε στο δρόμο μας μια ρεαλιστική, μίζερα πραγματιστική αφήγηση. Οι λέξεις, που, ειπωμένες ή γραμμένες, δεν έχουν πάψει μέσα στο πέρασμα του χρόνου να κουβαλάνε κάτι από τη μαγεία και το αρχέγονο μυστήριο των προαιώνιων καιρών, της εποχής που ζούσε η γριά μάνα των παραμυθιών.
Άλλωστε, για να γράψει κανείς ένα βιβλίο σαν κι αυτό, μάλλον θα πρέπει να έχει θητεύσει κι ο ίδιος με κάποιον τρόπο στο μεγάλο σχολείο της Μαραλά. Και να πιστεύει βαθιά ότι και το δικό του υφαντό από λέξεις δεν είναι άλλο από μιαν ακόμα εκδοχή κάποιας απ’ τις ιστορίες που χώρεσαν κάποτε στο σακούλι της μικρής Ροδινής για να αποικίσουν ύστερα ολόκληρο τον κόσμο.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Παναγιώτα Πλησή, Δεν είμαι τέρας, σου λέω!

Εικονογράφηση: Σοφία Παπαδοπούλου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2011 (από 9 ετών)

 

Σας έτυχε ποτέ να σας δώσουν παιδί με οδηγίες χρήσης; Αν όχι, δείτε τι συνέβη στην ηρωίδα της Παναγιώτας Πλησή που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε να φροντίζει το γιο του γείτονα, ο οποίος της έδωσε μεν το σχετικό τεφτέρι με τις οδηγίες, μόνο που αυτή, αφηρημένη ούσα, το ξέχασε σε μια τσέπη. Αποτέλεσμα: χρειάστηκε να ανακαλύψει ολομόναχη, από μέρα σε μέρα και χωρίς τη βοήθεια manual, ένα παιδί αλλιώτικο από τ’ άλλα. Ένα αγόρι που δεν καταλαβαίνει από μεταφορικές εκφράσεις, δεν του αρέσουν οι εκπλήξεις και οι αλλαγές, δε θέλει να το πιάνουν, μιλάει με τις ώρες για το ίδιο θέμα χωρίς να βάζει πουθενά τελεία, προτιμάει τη μοναξιά από τους φίλους και δυσκολεύεται να μιλήσει για τα συναισθήματά του. Αλλά κι ένα αγόρι που λατρεύει την τάξη, είναι συνεπές στις συμφωνίες του, διαθέτει εκπληκτική μνήμη και αφοπλιστική –έως και ενοχλητική– ειλικρίνεια. Αυτός είναι ο Αγάπιος, ένα παιδί με σύνδρομο Άσπεργκερ, που, ακούσια, θα αναστατώσει την καθημερινότητα της αφηγήτριας Παναγιώτας, θα της δημιουργήσει φασαρίες στη δουλειά της και θα τη φέρει αρκετές φορές αντιμέτωπη με οριακές καταστάσεις.
Το βιβλίο, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, είναι ένα ταξίδι γνωριμίας με το σύνδρομο δίχως manual και επιστημονικές εξηγήσεις. Μια βουτιά στον κόσμο του Αγάπιου χωρίς δίχτυ ασφαλείας, με μόνο οδηγό την καθημερινότητα που μοιράζεται η αφηγήτρια με τον φιλοξενούμενό της διανθισμένη με ικανή δόση χιούμορ. Χωρίς πάντως καμία διάθεση για μελόδραμα ή για διδακτισμό. Και με την -έστω σταδιακά επερχόμενη- επίγνωση ότι πρόκειται για μια κατάσταση που ήρθε για να μείνει με όλα τα κακά της αλλά και τα καλά της. Η εικόνα του μικρού συμπληρώνεται σαν ένα παζλ, κομμάτι το κομμάτι, από σελίδα σε σελίδα, κάποτε απρόβλεπτα, κάποτε τυχαία, κάποτε με ελλείψεις και κενά. Κι όπως ακριβώς ένα κομμάτι του παζλ στη λάθος θέση μπορεί να χαλάσει την αρμονία του συνόλου, έτσι και μια λάθος κίνηση απ’ την πλευρά του περιβάλλοντός του μπορεί να καταστρέψει άρδην ακόμα και την πιο γαλήνια στιγμή του Αγάπιου.
Αν και το κείμενο φαντάζει πλασμένο με απλά υλικά, είναι εντυπωσιακή η σαφήνεια με την οποία μια σειρά από επιλογές της συγγραφέα υπηρετούν τις προθέσεις της: Έτσι, για παράδειγμα, το πρόσωπο της αφηγήτριας, της Παναγιώτας, φιλοτεχνημένο με έντονα χιουμοριστική και αυτοϋπονομευτική διάθεση, λειτουργεί ως αντίρροπη, εξισορροπητική δύναμη απέναντι στο χαρακτήρα του Αγάπιου. Αν την κοιτάξουμε προσεκτικά, διαπιστώνουμε ότι η Παναγιώτα δεν είναι κι ο πιο συνηθισμένος άνθρωπος του κόσμου: διαθέτει κάμποσες παραξενιές, όχι αντίστοιχες με εκείνες του φιλοξενούμενού της, πάντως αξιοσημείωτες: δουλεύει τα Σαββατοκύριακα και κάθεται τις καθημερινές, γράφει ποιητικές συλλογές για φάλαινες και ελέφαντες, φοράει αστεία παντελόνια, είναι αρκετά αφηρημένη. Έτσι, η Παναγιώτα αποδεικνύεται ιδανική στο να κατανοήσει, έστω και σταδιακά, και να δεχτεί τη διαφορετικότητα του παιδιού, ενώ η αφηρημάδα της και ο φευγάτος χαρακτήρας της ενισχύουν το κάπως τραβηγμένο εύρημα στο οποίο στηρίζεται όλη η πλοκή: την απώλεια του χαρτιού με τις οδηγίες. Ταυτόχρονα, μέσα από τις παραξενιές της ηρωίδας της, η συγγραφέας έχω την αίσθηση ότι θέτει, έστω και έμμεσα αλλά πάντως εύγλωττα, το ερώτημα περί του τι εστί φυσιολογικό, κανονικό, σύνηθες, νορμάλ. Είναι άραγε μόνο ο Αγάπιος περίεργος και διαφορετικός; Όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε εντελώς κανονικοί και πανομοιότυποι;
Αντίστοιχα, τα αφηγηματικά και υφολογικά χαρακτηριστικά του κειμένου ορίζονται από τις ιδιαιτερότητες του Αγάπιου. Έτσι, η αφήγηση είναι παρατακτική, χωρίς εξάρσεις και τρομερές εκπλήξεις. Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς υποκείμενες αιτιακές συνδέσεις, αφού κάτι τέτοιο ούτε στο χαρακτήρα του Αγάπιου ταιριάζει ούτε θα υπηρετούσε τη συγγραφική πρόθεση που έχει να κάνει με την αποτύπωση των χαρακτηριστικών ενός παιδιού με σύνδρομο Άσπεργκερ. Στην ιστορία μας εξάλλου όλα, όπως τονίζει η συγγραφέας, ξεκινάνε απ’ την αρχή, έχουν δηλαδή μια κανονική, γραμμική πορεία. Επιπλέον, «Μετά το Σάββατο έρχεται πάντα η Κυριακή», όπως σπεύδει να μας ενημερώσει ένας τίτλος κεφαλαίου. Στον κόσμο του Αγάπιου, βλέπετε, δε χωράνε άλλες επιλογές πέρα από τις απολύτως συνήθεις και προδιαγεγραμμένες. Όλα ακολουθούν πιστά ένα πρόγραμμα, μια αναμενόμενη, προκαθορισμένη σειρά.
Κι όλα αυτά χωρίς ούτε μια φορά να γίνει ευθεία αναφορά στο σύνδρομο. Υπάρχει μόνο μια στιγμή που η αφήγηση πάει να κάνει την έκπληξη, που τα χαρτιά ανοίγουν και τα πράγματα πάνε να ειπωθούν με τ’ όνομά τους. Μόνο που κι αυτό γίνεται σ’ ένα τοπίο πέρα από την πραγματικότητα. Στον κόσμο του ονείρου. Εκεί που η αφηγήτρια μπορεί να εκφράσει απρόσκοπτα και χωρίς λογοκρισία τις απορίες της. Εκεί που ο Αγάπιος μπορεί να μιλήσει ανοιχτά για τους φόβους του. Εκεί που ακόμα κι οι μισές ψήφοι μετράνε κι η όποια σκέψη, έστω και πικρή, γίνεται να διαγραφεί αυτοστιγμεί με το πέρασμα απ’ τον ύπνο στον ξύπνο.
Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση το ερώτημα «Αγάπιε, είσαι τέρας;», αν και θα απαντηθεί, έστω και με παράδοξο τρόπο, μένει μετέωρο ως το φινάλε. Ένα φινάλε που δεν είναι ούτε  εντυπωσιοθηρικό, ούτε εφετζίδικο, ούτε δακρύβρεχτο ή ευτυχές. Οι ισορροπίες αποκαθίστανται και η αποχώρηση του παιδιού από το σπίτι της Παναγιώτας είναι ήπια, ανώδυνη, μέρος μιας προγραμματισμένης διαδικασίας. Κανένα θαύμα δεν καραδοκεί πουθενά. Καμιά μαγική λύση δεν περιμένει στη γωνία. Ο Αγάπιος δε θεραπεύεται, δεν αλλάζει, δε γίνεται κάτι άλλο από αυτό που ήδη έχουμε γνωρίσει.
Όσο για μας, υπονοεί τελικά το βιβλίο, αν κάτι μπορούμε να προσφέρουμε στον Αγάπιο και στον κάθε Αγάπιο που θα βρεθεί στο δρόμο μας, αυτό είναι η επιλογή μας να τον αποδεχτούμε όπως ακριβώς είναι. Χωρίς κλάψες, χωρίς ελεήμονα ή «φιλάνθρωπη» διάθεση. Αλλά με τον ίδιο τρόπο που αξιώνουμε κι οι ίδιοι απ’ αυτόν να δεχτεί εμάς, τους τόσο αλλόκοτους, διαφορετικούς κι ακαταλαβίστικους.