Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Φίλιππος Μανδηλαράς, Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι!

Εικονογράφηση: Πέτρος Μπουλούμπασης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009 (από 5 ετών)

 

Πολλές ιστορίες για καλικάντζαρους κυκλοφορούν στα ανά τη χώρα βιβλιοπωλεία. Γεμάτες δράση, γέλιο, ανάλαφρη διάθεση. Οι καλικάντζαροι άλλωστε είναι το στοιχείο ανατροπής των Χριστουγέννων και ταυτόχρονα ο παράγοντας ισορροπίας, η αναγκαία δόση αντισυμβατικότητας και παραβατικότητας που σπάει την κάπως γλυκανάλατη ατμόσφαιρα των ημερών.

Το Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι! δεν αφηγείται μια τυπική ιστορία για καλικάντζαρους. Δεν μπαίνει καν στη συνήθη λογική της αντιπαράθεσης του πάνω κόσμου, αυτού των ανθρώπων, με τον κάτω κόσμο, αυτό των καλικάντζαρων. Στην πραγματικότητα, μας τονίζει ο συγγραφέας, οι δυο αυτοί κόσμοι δε βρίσκονται σε αντιπαράθεση, αφού ο δεύτερος δεν είναι άλλο από μια προβολή του πρώτου. Και σπεύδει να το αποδείξει ξεκινώντας από τον ορισμό της λέξης καλικάντζαρος και φτιάχνοντας μια λίστα με τα χαρακτηριστικά του μυθικού αυτού πλάσματος: κοντός, κουτσός, τριχωτός, με μεγάλα νύχια, μυτερά αυτιά και ουρά, άσχημος, βρόμικος, βωμολόχος, λαίμαργος, σκανταλιάρης… Μήπως ξέρετε κανέναν που να του μοιάζει; Γιατί ο συγγραφέας, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, ανακαλύπτει κάμποσους ανθρώπους στο οικογενειακό, φιλικό κι ευρύτερο περιβάλλον του που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι καλικάντζαροι, αφού κουβαλούν κάποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και μάλιστα από την αναπάντεχη αυτή μάζωξη καλικαντζαρανθρώπων δεν εξαιρεί ούτε τον ίδιο του τον εαυτό!

Μ’ αυτό τον τρόπο ο Φίλιππος Μανδηλαράς πετυχαίνει να μιλήσει στα μικρά παιδιά για το πώς η παράδοση δημιουργείται μέσα από τις προκαταλήψεις και τις ανασφάλειες των ανθρώπων: Οι καλικάντζαροι, μας λέει, δεν προήλθαν από παρθενογένεση, δεν είναι αποκλειστικά και μόνο πλάσματα της φαντασίας μας. Απλούστατα, οι άνθρωποι, θέλοντας να διώξουν από πάνω τους ελαττώματα, αλλά και σωματικές ατέλειες ή αναπηρίες, να ξορκίσουν δηλαδή οτιδήποτε δεν τους είναι αρεστό ή κατανοητό, είτε είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό, όπως στην περίπτωση των χαρακτηρολογικών αδυναμιών, είτε όχι, όπως στην περίπτωση αναπηριών ή ατελειών στην εμφάνιση, επινόησαν έναν βολικό αποδιοπομπαίο τράγο, τον καλικάντζαρο, και του φόρτωσαν όλα όσα ήταν ανεπιθύμητα στους ίδιους. Στην πραγματικότητα, ο καλικάντζαρος δεν είναι άλλο από την επιτομή όλων των δικών μας αδυναμιών ή κακοδαιμονιών.

Για του λόγου το αληθές, άπαξ και δεν έχουμε πρόχειρο καθρέφτη για να ρίξουμε μια αποκαλυπτική ματιά στις φάτσες μας, αρκεί για να μας πείσει η εικονογράφηση του Πέτρου Μπουλούμπαση. Απλές γραμμές, παιχνίδι ανάμεσα σε ευθείες γραμμές και καμπύλες, αφαιρετικές φάτσες με έμφαση σε αστείες μύτες, κομμώσεις και γυαλιά, αφθονία χρωμάτων, ένας καλικαντζαρόκοσμος που βολτάρει αμέριμνος μέσα στα σπίτια μας, παραφυλάει πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και παράθυρα κι ανταλλάσσει μαζί μας κουβέντες.

Αυτό το εξαιρετικό δέσιμο συγγραφέα και εικονογράφου έχει ως αποτέλεσμα ένα βιβλίο χωρίς πλοκή με την κλασική έννοια του όρου, το οποίο όμως κατορθώνει, αξιοποιώντας ευρηματικά την παράδοση και προβάλλοντάς τη στο σήμερα, να μας διαφωτίσει για τη γενεσιουργό αιτία παγιωμένων εθίμων και καθιερωμένων αντιλήψεων, αλλά και να σατιρίσει ανθρώπινες αδυναμίες και ανασφάλειες. Κι επειδή πάντοτε μια ματιά στον αληθινό μας εαυτό μπορεί να αποδειχτεί αρκούντως αποκαλυπτική, ας αναζητήσουμε κι εμείς καθώς αποχαιρετάμε τη χρονιά που φεύγει τον καλικάντζαρο που κρύβουμε μέσα μας. Όχι για να τον ξορκίσουμε, αλλά για να συνομιλήσουμε μαζί του με ειλικρινή διάθεση και συμφιλιωτικό πνεύμα.
 
 

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Maurice Sendak, Where the wild things are

HarperTrophy, 1963 (από 4 ετών)



Από τα άτακτα παιδιά του Άρη Δημοκίδη στον Μαξ, το μικρό ζωηρό αγοράκι του Maurice Sendak και του βιβλίου του Where the wild things are. Η ιστορία έχει ως εξής: Ο μικρός Μαξ, ντυμένος λύκος, αναστατώνει την οικιακή γαλήνη, με αποτέλεσμα η μαμά του να τον βάλει τιμωρία στο δωμάτιό του χωρίς να του δώσει βραδινό φαγητό. Ο Μαξ βλέπει εκείνη τη νύχτα το δωμάτιό του να μετατρέπεται σε ζούγκλα κι ο ίδιος με ένα πλοιάριο ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι στον ωκεανό, που τον φέρνει στον τόπο όπου ζουν τα «τέρατα» (“wild things”), κάτι πλάσματα με σωματικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν όντως σε μυθικά τέρατα αλλά με μορφές που θυμίζουν ανθρώπινα όντα. Ο Μαξ επιβάλλεται ως διά μαγείας στα τέρατα, γίνεται βασιλιάς τους, τα καλεί να αρχίσουν όλοι μαζί το σαματά, κάποια στιγμή αποφασίζει να σταματήσει τη φασαρία και να τα στείλει για ύπνο νηστικά –σε μια απόπειρα να μιμηθεί την αυταρχική, τιμωρητική συμπεριφορά της μαμάς του– και στο τέλος, νοσταλγώντας το σπίτι του, αποφασίζει να αποποιηθεί τον τίτλο του και να γυρίσει στο προστατευμένο περιβάλλον της οικογένειάς του. Τα τέρατα θυμώνουν, ωστόσο εκείνος είναι ήδη φευγάτος για το δωμάτιό του. Εκεί που τον περιμένει, ζεστό ακόμη, το βραδινό του φαγητό.

Ο Sendak φτιάχνει έναν κόσμο αρκετά σκοτεινό για να μιλήσει για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το παιδί ακραία συναισθήματα όπως ο θυμός, αλλά και για την απελευθερωτική, λυτρωτική δύναμη της παιδικής φαντασίας. Ο Μαξ, με όχημα αυτή τη φαντασία, καταδύεται σ’ ένα ταξίδι στον πρωτόγονο, άγριο εαυτό του, εκτονώνοντας έτσι την ένταση των ακραίων συναισθημάτων του. Όπως απλά κι αυτονόητα συμβαίνει συνήθως στην παιδική φαντασία, ο Μαξ φτάνει στη μακρινή χώρα που εδράζονται όλα τα βίαια ένστικτα και οι φόβοι χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, επιβάλλεται αβίαστα στους κατοίκους της, εκδηλώνει κάθε φασαριόζικη και αυταρχική συμπεριφορά που του έρχεται στο κεφάλι και μετά, όταν ο θυμός τού τελειώνει, αποφασίζει, ανακτώντας επαφή με το συναισθηματικό κομμάτι του εαυτού του, να επιστρέψει στην πρότερη κατάστασή του.
 
Παράλληλα με το πέρασμα από το έλλογο στο άλογο, από το συναίσθημα στο ένστικτο, από την πραγματικότητα στη φαντασία, από την απαγόρευση στην ελευθερία, συντελείται και μια αλλαγή ρόλων: το μικρό παιδί, από δέκτης της εξουσιαστικής, τιμωρητικής συμπεριφοράς της μητέρας του, ανάγεται, και μάλιστα αυθαίρετα, σε εξουσιαστή και τιμωρό πλασμάτων λιγότερο λογικών αλλά και πολύ πιο άγριων από αυτό. Η αυθαιρεσία ωστόσο με την οποία αναλαμβάνει την εξουσία και τιμωρεί παραπέμπει μάλλον σε παιχνίδι που δε διέπεται από κανέναν κανόνα ή λογική. Στοιχείο που αποκαλύπτει την αδυναμία του Μαξ να κατανοήσει τους κανόνες και τους κώδικες συμπεριφοράς που του έχει επιβάλει ο ενήλικος κόσμος. Μέσα όμως από αυτή τη διαδικασία, μέσα από το φανταστικό ταξίδι δηλαδή που του επιτρέπει να νιώσει ικανός για όλα, παντοδύναμος βασιλιάς και τιμωρός, ο μικρός εκτονώνει την οργή του κι έτσι αποκαθιστά την εσωτερική ισορροπία του.
 
 
Το κείμενο του Sendak είναι εξαιρετικά λιτό, διατηρώντας παράλληλα έναν αβίαστο, χαλαρό ρυθμό. Η σκοτεινή και ταυτόχρονα παιγνιώδης εικονογράφηση λέει όλα εκείνα που παραλείπει το κείμενο, εκφράζοντας συναισθήματα μέσα από τις γκριμάτσες και τη γλώσσα του σώματος των ηρώων, αποκαλύπτοντας πτυχές της ιστορίας που κρύβονται πίσω από τις λέξεις και δίνοντας απτά χαρακτηριστικά στον ασαφή τόπο που το κείμενο αναφέρει ως «εκεί που είναι τα τέρατα». 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχιτεκτονικός τρόπος με τον οποίο αλληλοδιαπλέκονται κείμενο και εικόνα στο χτίσιμο της ιστορίας. Παρατηρούμε ότι, ενώ στην αρχή του βιβλίου κάθε σαλόνι μοιράζεται ισομερώς ανάμεσα στο κείμενο και στην εικόνα, όσο πλησιάζει ο Μαξ εκεί που ζουν τα τέρατα, η εικόνα κερδίζει έδαφος έναντι του κειμένου. Στην καρδιά της ιστορίας, εκεί που ο Μαξ αρχίζει το σαματά παρέα με τα τέρατα έχοντας γίνει βασιλιάς τους, το κείμενο απουσιάζει εντελώς, κι έτσι υπογραμμίζεται η απόλυτη κυριαρχία του θυμικού έναντι της λογικής, της φαντασίας έναντι της πραγματικότητας. Καθώς όμως ο Μαξ αρχίζει να αποφορτίζεται, το κείμενο κάνει και πάλι την εμφάνισή του, για να αποκατασταθεί σταδιακά, καθώς το παιδί απομακρύνεται από τον κόσμο των τεράτων, η ισορροπία ανάμεσα σε λέξεις και εικόνες.

Αν και γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το Where the wild things are διατηρεί μια αυθεντικότητα, ένα νοηματικό βάθος και μια φρεσκάδα που το καθιστούν διαχρονικό. Παρόλο που η όποια αναζήτησή του στα ελληνικά θα αποβεί μάταιη, το απλό, εύληπτο αγγλικό κείμενο είναι εύκολα μεταφράσιμο και η εύγλωττη εικονογράφηση ικανή να υπερβεί τα όποια γλωσσικά εμπόδια. Γι' αυτό τολμήστε να το μοιραστείτε με τα παιδιά σας. Αξίζει τον κόπο!(1)


(Ένα ενδιαφέρον φωτογραφικό αφιέρωμα στο συγγραφέα και εικονογράφο Maurice Sendak, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών τον περασμένο Μάιο, εδώ.)
 
(1) Τέλη Μαρτίου του 2022: Το βιβλίο του Σέντακ επιτέλους μεταφράστηκε στα ελληνικά. Με τον τίτλο Η χώρα των τεράτων, κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση του Γιάννη Παλαβού.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Άρης Δημοκίδης, Το πρωτοχρονιάτικο διαστημόπλοιο

Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2010 (από 5 ετών)

Κάθε χρόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο Αϊ-Βασίλης αναθέτει σε έναν από τους ταράνδους του να ανακαλύψει ποια είναι τα πιο φρόνιμα παιδιά του κόσμου για να τους χαρίσει ως επιβράβευση ένα φαντασμαγορικό τουρ σε γη και ουρανό, μετατρέποντας την πολυκατοικία τους σε διαστημόπλοιο. Ο τάρανδος φέτος τα θαλασσώνει, κι αντί να βάλει πλώρη για το σπίτι των πιο φρόνιμων παιδιών, μπερδεύεται και καταλήγει σε μια πολυκατοικία στην οποία κατοικούν, από πάνω μέχρι κάτω, τα πιο άτακτα παιδιά του κόσμου! Αντιλαμβάνεστε, φαντάζομαι, τι γίνεται άπαξ και οι ζωηροί αυτοί πιτσιρικάδες απογειώνονται μαζί με ολόκληρη την πολυκατοικία τους… Ρημάζουν ό,τι βρεθεί στο πέρασμά τους, όπου κι αν προσγειωθούν σπέρνουν την καταστροφή. Τσουνάμι κανονικό. Από τα χέρια τους δε γλιτώνει ούτε ο πλανήτης του χριστουγεννιάτικου δέντρου, ούτε η γενειάδα του Αϊ-Βασίλη, ούτε οι δύσμοιροι οι τάρανδοι. Τα παιδιά βέβαια, κάποια στιγμή, και αφού έχουν καταστρέψει τα πάντα, αντιλαμβάνονται το λάθος τους. Και κάπου εκεί μπαίνει στη μέση ο Αϊ-Βασίλης, ο οποίος παραδέχεται ότι για την άσχημη συμπεριφορά τους φταίει κι ο ίδιος: πιστεύοντας ότι ποτέ δε θα άλλαζαν, δεν τους έχει χαρίσει ούτε μια καλή κουβέντα, ούτε ένα τοσοδά παιχνίδι. Γι’ αυτό και αποφασίζει να αλλάξει στάση απέναντί τους δείχνοντας έμπρακτα την αγάπη του. Πράγματι, η καλοσύνη και η γενναιοδωρία του αγίου θα είναι η αφετηρία για τη ριζική μεταστροφή του χαρακτήρα των πέντε άτακτων φίλων!

Διασκεδαστική ιστορία, που μέσα από τη φαινομενική απλότητα και την παιδική της αφέλεια θέτει ένα θεμελιώδες ερώτημα: Υπάρχουν καλά και κακά παιδιά; Κι αν όχι, τότε τι φταίει και μερικά από αυτά είναι πιο άτακτα από τα άλλα; Μήπως η αυστηρότητα και η τιμωρητική στάση των γονιών τους, οι οποίοι πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο θα βάλουν τα βλαστάρια τους «στον ίσιο δρόμο»; Στο βιβλίο μας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι οι γονείς των πέντε άτακτων παιδιών τα μαλώνουν, δεν τους κάνουν δώρα και τα στέλνουν νωρίς για ύπνο. Τους έχουν μάλιστα πει τόσες φορές ότι είναι άτακτα ώστε κι εκείνα με τη σειρά τους έχουν αποδεχτεί πλήρως αυτό το ρόλο. Το πρόβλημα βέβαια με την τιμωρία και τη μομφή είναι ότι παγιώνουν στη συνείδηση του παιδιού μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό του, πείθοντάς το ότι, αφού δεν του αξίζει καλύτερη αντιμετώπιση, δεν έχει κανένα λόγο να βελτιωθεί αλλάζοντας συμπεριφορά. Κι έτσι, το πρόβλημα διαιωνίζεται.

Αυτό που είναι κάπως στενάχωρο στο βιβλιαράκι μας είναι πως ακόμα κι ο Αϊ-Βασίλης έχει πέσει στην ίδια παγίδα με τους γονείς, χωρίζοντας τα παιδιά σε φρόνιμα και άτακτα. Πράγμα παράδοξο για τον αγαπημένο άγιο των παιδιών, από τον οποίο θα περίμενε κανείς ίση μεταχείριση προς όλους. Σε τι άραγε να οφείλεται το φάουλ; Σε κούραση; Κεκτημένη ταχύτητα; Υπερβολική τριβή με τις παθογένειες του ανθρώπινου γένους, που τον έχουν κάνει να ενδώσει σε τέτοιες απλοϊκές κατηγοριοποιήσεις; Όπως και να ‘χει, ο Αϊ-Βασίλης είναι αυτός που θα δώσει το ευτυχές τέλος στην ιστορία, αναγνωρίζοντας και τα δικά του λάθη και δίνοντας με τη στάση του ένα καλό μάθημα σε όλους μας, διδάσκοντάς μας πως η ενθάρρυνση, η στήριξη, ο καλός λόγος, η αποσύνδεση του δώρου από την έννοια της επιβράβευσης ή της τιμωρίας βοηθούν το παιδί να πιστέψει στις δυνατότητές του και να γίνει και το ίδιο πιο δοτικό και γενναιόδωρο.

Απλή γλώσσα, διάλογοι και δράση από τον Άρη Δημοκίδη, εκφραστική, πολύχρωμη εικονογράφηση από το Γιώργο Σγουρό. Ένα πρωτοχρονιάτικο βιβλίο που θα διασκεδάσει αλλά και θα προβληματίσει μικρούς και μεγάλους, θυμίζοντας σε όλους ότι τέτοιες μέρες, μέρες αγάπης και συγχώρεσης, οι διαχωρισμοί και οι αποκλεισμοί κάθε λογής πικραίνουν, απομονώνουν, πονάνε. Πολύ περισσότερο όταν αφορούν τη στάση μας απέναντι σε μικρά παιδιά.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Μαρία Αγγελίδου, Η τρίτη μάγισσα

Εικόνες: Κατερίνα Βερούτσου, σειρά Μικρές Καληνύχτες, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012 (από 5 ετών)

 
Επιτρέψτε μου μια μικρή παράκαμψη από τα χριστουγεννιάτικα διαβάσματα, αφού μερικές φορές οι υπόγειες διαδρομές που συνδέουν μεταξύ τους τα κείμενα μας οδηγούν σε αναπάντεχους προορισμούς. Σε αυτό το διακειμενικό παιχνίδι λοιπόν, οι τρεις σύγχρονοι μάγοι της προηγούμενης ανάρτησης με έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με τις τρεις εξίσου σύγχρονες μάγισσες της Μαρίας Αγγελίδου, τις οποίες και σπεύδω να σας συστήσω.

Είναι, που λέτε, μια μαμά μάγισσα, γυναίκα των επιχειρήσεων, δυναμική, πετυχημένη. Κι έχει τρεις κόρες, που τις σπουδάζει, τις μορφώνει για να προκόψουν κι αυτές στη ζωή τους. Οι δυο πρώτες, ακολουθώντας τα χνάρια της μαμάς αλλά και την κλίση τους, διαπρέπουν στις επιχειρήσεις και στη δημοσιογραφία. Κι η τρίτη; Α, αυτή δε φαίνεται διατεθειμένη να διαπρέψει σε τίποτα. Μόνο, γεμάτη περιέργεια, ταξιδεύει, παρατηρεί, ακούει, με έναν τρόπο παράδοξο, είναι η αλήθεια, καθώς οι αισθήσεις της είναι ιδιαίτερα εξημμένες, υπερβαίνοντας τα μέτρα του ανθρώπινου: συνομιλούν με τα στοιχεία της φύσης, με τα πουλιά, με το παρελθόν, με το μέλλον, με το ανέφικτο, με τον κόσμο της φαντασίας. Κι έτσι, η τρίτη κόρη καταλήγει κάποια στιγμή να πλάθει ιστορίες με πλοκή, χρώμα, ήχο, μουσική. Γίνεται σκηνοθέτρια του κινηματογράφου. Ναι, από αυτούς που αποκαλούμε «μάγους της έβδομης τέχνης».

Να σας ξεκαθαρίσω εξαρχής πως οι μάγισσες της Αγγελίδου δεν έχουν καμία σχέση με τις κλασικές μάγισσες των παραμυθιών, αυτές που με άκρως χιουμοριστική και υπονομευτική διάθεση περιγράφει ήδη στην πρώτη σελίδα της ιστορίας της. Γιατί μπορεί κάποτε η λέξη να παρέπεμπε σε πλάσματα που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των μικρών αναγνωστών ή σε δυστυχείς υπάρξεις οι οποίες κατέληγαν παρανάλωμα στο βωμό της στενομυαλιάς, της θρησκοληψίας και του φανατισμού, σε εποχές που οτιδήποτε ξέφευγε από τη νόρμα –ο αλαφροΐσκιωτος κι ο σοφός, ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκες κι ο φωτισμένος επιστήμονας, ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης κι ο ψυχασθενής, η εκτυφλωτικά όμορφη κι η δύσμορφη γυναίκα–, οτιδήποτε ξεπερνούσε τις αντοχές του ανθρώπινου μέτρου, γινόταν πηγή φόβου, άρνησης, προκατάληψης. Ωστόσο
, η ανθρωπότητα προχώρησε έκτοτε, η ευφυΐα, το επιχειρηματικό δαιμόνιο, η ομορφιά θεωρούνται πλέον προσόντα κι όχι αιτίες αποκλεισμού ή εξόντωσης. Και μάλιστα η λέξη μάγος/μάγισσα απέκτησε θετική, μεταφορική έστω, σημασία: είναι αυτός/αυτή που τα καταφέρνει εξαιρετικά καλά στον τομέα του/της, που κάνει θαύματα στην ιατρική, στην τεχνολογία, στην επιστήμη, στην τέχνη. Πράγματι, οι δυο πρώτες νεαρές «μάγισσες» της ιστορίας μας, ευφυείς, όμορφες και δραστήριες, τα έχουν τόσο καλά καταφέρει ώστε προκόβουν, διαπρέπουν, γίνονται παραδείγματα προς μίμηση. Η υπεροχή τους σε άλλες εποχές μπορεί να εκλαμβανόταν ως πέραν των ανθρώπινων δυνατοτήτων –άρα μαγική με την αρνητική έννοια του όρου–, στο διάβα του χρόνου όμως έχει γίνει κοινωνικά αποδεκτή.

Βέβαια, ας μην περιμένουμε θαύματα: η ανθρωπότητα μπορεί να έπαψε να δαιμονοποιεί και να καίει στην πυρά οτιδήποτε την υπερβαίνει, δεν παύει ωστόσο να αντιμετωπίζει με επιφύλαξη και προβληματισμό καθετί ανοίκειο, τουλάχιστον εν τη γενέσει του. Κι η τρίτη μάγισσα, η διαισθητική, η υπερβολικά ευαίσθητη, η δοσμένη ολοκληρωτικά στο υπερβατικό ταξίδι της καλλιτεχνικής έμπνευσης, φαντάζει στους γύρω της, στην ίδια τη μάνα της, άχρηστη, ακαμάτα, ακόμα και ατάλαντη. Πάντως, αυτή η τρίτη αδερφή φαίνεται να έχει δυνατότητες χωρίς χρηστική αξία μεν αλλά ιδιαίτερα ασυνήθιστες. Κι αν λάβουμε υπόψη ότι μαγεία, στην παραδοσιακή της τουλάχιστον εκδοχή, είναι η επαφή με κόσμους που δεν μπορεί να αγγίξει η ανθρώπινη λογική, η μικρότερη αδερφή είναι η μοναδική από τις τρεις που δικαιούται να της αποδίδεται η ιδιότητα της αληθινής μάγισσας!

Χιούμορ και ανατρεπτική διάθεση, ποιητική γλώσσα αλλά και αιχμηρές αναφορές στην τρέχουσα πραγματικότητα, παρέα με μια μαγική, ιδιαίτερα εκφραστική και πολύχρωμη εικονογράφηση από την Κατερίνα Βερούτσου, ενώνουν δυνάμεις με στόχο να μιλήσουν για το «δικαίωμα στην αχρηστία», στη διανοητική περιπλάνηση, στην καλλιτεχνική αναζήτηση ως στάση ζωής. Να βάλουν ένα μεγάλο ερωτηματικό δίπλα στο κυρίαρχο εκπαιδευτικό μοντέλο της επίδοσης και των μετρήσιμων μεγεθών. Να δείξουν στους αγχωμένους, ανυπόμονους γονείς ότι υπάρχει και εναλλακτικός δρόμος προς την επαγγελματική επιτυχία και καταξίωση, ειδικά όταν αυτή περνά μέσα από τα μονοπάτια της τέχνης. Να υπερασπιστούν την ανάγκη του ιδιαίτερου, καλλιτεχνικά ευαίσθητου παιδιού να αναζητήσει έκφραση και ταυτότητα στους δικούς του ρυθμούς, με το δικό του τρόπο, στο δικό του χρόνο.

Θεωρώ το βιβλίο της Μαρίας Αγγελίδου εξαιρετικά επίκαιρο: Εποχές κρίσης και αδιεξόδων σαν τη δική μας σκέφτομαι συχνά ότι μπορεί να αποτελέσουν, μέσα σ’ όλα τα αρνητικά τους, και εφαλτήριο απεγκλωβισμού από σύνδρομα και προκαταλήψεις περί κοινωνικής και επαγγελματικής καταξίωσης, λειτουργώντας απενοχοποιητικά και κατ’ επέκταση απελευθερωτικά για δημιουργικές δυνατότητες που ενδεχομένως σε άλλους καιρούς να θυσιάζονταν στο βωμό της καλής σχολικής επίδοσης ή της προσοδοφόρας επαγγελματικής επιλογής. Κι επειδή η τέχνη, μέσα από τη μεταμορφωτική, υπερβατική και αποκαλυπτική της φύση, φαίνεται να αποτελεί ένα από τα τελευταία καταφύγια της παλιάς καλής μαγείας, πιστεύω πως κανείς δε βγαίνει χαμένος όταν αποφασίζει να εμπιστευτεί όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες στο μαγικό ραβδάκι της.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Αντώνης Παπαθεοδούλου, Η γιαγιά, το παιδί κι ο κιθαρίστας Φουμ, φουμ, φουμ! Αν ο μικρός Χριστός γεννιόταν στην Αθήνα του σήμερα

Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009 (από 7 ετών)

 
Ένα βιβλίο που γράφτηκε το 2009 και φαντάζει περίπου προφητικό σήμερα: ο Αντώνης Παπαθεοδούλου βάζει τα Χριστούγεννα στη χρονομηχανή και μας τα προσφέρει πιάτο, με φόντο τη σύγχρονη Αθήνα.



Τι θα γινόταν αν ο Χριστός γεννιόταν στις μέρες μας, στην πόλη μας; ρωτάει ένας πιτσιρίκος τον ολίγο φευγάτο νονό του κι εκείνος στήνει στο πι και φι μια ιστορία: Η Μαρία κι ο Ιωσήφ πρόσφυγες ή μετανάστες, ανέστιοι και πένητες. Γαϊδουράκι το τρένο που τους φέρνει στο Σταθμό Λαρίσης. Ηρώδης η ανεργία, η ανέχεια, η αδιαφορία, η μοναξιά. Βηθλεέμ το κέντρο της Αθήνας. Οι μάγοι; Ένας μουσικός, μια συνταξιούχος μαία, ένα παιδί. Και φάτνη ένα συνοικιακό διαμέρισμα στο οποίο φέρνει το ζευγάρι ένα μικρό σαραβαλιασμένο αυτοκινητάκι. Όσο για τους βοσκούς, δεν είναι άλλοι απ’ τους ενοίκους μιας συνηθισμένης πολυκατοικίας.
Ενδιαφέρον εύρημα, αφορμή για να αναρωτηθούμε, μέσα από την προβολή της γέννησης του μικρού Χριστού στη σύγχρονη Αθήνα, πόσο κοντά στο αληθινό πνεύμα της γιορτής είμαστε όλοι μας. Η πόλη στολισμένη, σαματάς, πανηγύρι, ρεβεγιόν, καταναλωτισμός, φώτα, χρώματα, ανοιχτά μαγαζιά, δημοσιογράφοι… (Υπογραμμίζοντας το φαιδρό του πράγματος, ο αφηγητής ρωτάει αίφνης το νονό του: «Αφού ο Χριστός δεν έχει γεννηθεί ακόμη, πώς υπάρχουν Χριστούγεννα;», για να λάβει την αφοπλιστική απάντηση: «Οι περισσότεροι δε θυμούνται τι ακριβώς είναι τα Χριστούγεννα».) Αυτή είναι η φωτεινή, ανάλαφρη πλευρά. Κι από την άλλη η σκοτεινή: άνθρωποι άστεγοι, άνεργοι, εγκαταλειμμένοι απ’ όλους κι απ’ όλα, να περιφέρονται στους κατάμεστους κι ωστόσο αφιλόξενους γι’ αυτούς δρόμους. Η χείρα βοηθείας, όταν έρχεται, φαντάζει ανέλπιστη, ίσως γιατί εκείνοι που την τείνουν δεν είναι τίποτα θεσμικοί παράγοντες ή κρατικές υπηρεσίες, αλλά απλοί, φαινομενικά αδύναμοι κι ασήμαντοι άνθρωποι. Και το ευτυχές τέλος φέρνει μαζί με τα γεννητούρια την ελπίδα που ανατέλλει μέσα απ’ την ανθρωπιά και τη ζεστασιά της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης.
Το βιβλίο του Παπαθεοδούλου πάντως, εκτός απ’ το να ξεγυμνώνει στα μάτια των παιδιών την εφιαλτική τρέχουσα πραγματικότητα, μπορεί να ιδωθεί, κατά τη γνώμη μου, και σε μια αντίστροφη πορεία, που φωτίζει μέσα απ’ το αποκαλυπτικό πρίσμα του σήμερα το μακρινό χτες. Ακούμε τόσα χρόνια για γαϊδουράκια, φάτνες, βοσκούς, μάγους και λοιπά όμορφα και χαριτωμένα, κι αναρωτιέμαι πόσοι από μας έχουμε αντιληφθεί την απελπισία και τη μοναξιά εκείνων των δυο κυνηγημένων ανθρώπων, της Μαρίας και του Ιωσήφ· και πόσο ζόρικο είναι να γεννιέται ένα μωρό σ’ έναν κρύο στάβλο. Όσο για τους τρεις μάγους, αλήθεια, πόσο διαφέρουν τα ανοιχτόμυαλα, καινοτόμα, ανήσυχα πνεύματα εκείνης της εποχής, που, αναζητώντας το καινούριο, παράτησαν τα σπίτια και τις πατρίδες τους κι ακολούθησαν το άστρο που τους έφερε στη φάτνη του Χριστού, από τους τρεις "μάγους" του βιβλίου μας, που εγκαταλείπουν χωρίς δεύτερη σκέψη τη βολή τους για να προσφέρουν το μεγαλύτερο δώρο τους στο μωρό που γεννιέται: τη μαία, αυτή που φέρνει στο φως κάθε καινούρια ζωή· τον μουσικό, που ζωντανεύει εικόνες και συναισθήματα μέσα από λέξεις και μουσικές· και το παιδί, την ίδια τη χαρά της ζωής;
Πινελιές χιούμορ και ζουμάρισμα στη λεπτομέρεια από την Ντανιέλα Σταματιάδη υπογραμμίζουν το φανταστικό και ενίοτε υπερβολικό της ιστορίας του νονού χωρίς διάθεση να δοθούν περαιτέρω δραματικές διαστάσεις ούτε να καταπλακωθεί το βιβλίο από ένα έντονα συμβολικό-αλληγορικό πνεύμα.
 
Άλλωστε το Η γιαγιά, το παιδί κι ο κιθαρίστας Φουμ, φουμ, φουμ! δεν επιδιώκει να είναι άλλο από την απλή ιστορία ενός νονού, τη χαλαρή εφαρμογή μιας υπόθεσης εργασίας που δεν αμφισβητεί ούτε στιγμή το φανταστικό της χαρακτήρα, αφήνοντάς σε ωστόσο να αντιληφθείς μέσα απ’ το παιχνίδι της πόσο πανομοιότυπες μπορεί να είναι δυο εκδοχές του ίδιου γεγονότος σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. Γιατί, όσο και να αλλάζουν τα ρούχα, τα μέσα, οι γλώσσες και οι συνήθειες, φαίνεται πως όλα τα άλλα δε διαφέρουν και πολύ. Όπως η ανθρωπιά που αντιπαλεύει την αδιαφορία. Η χαρά της ζωής που βάζει κάτω τον πόνο. Και η ελπίδα που κομίζει με τον ερχομό του κάθε νεογέννητο μωρό. Με την προϋπόθεση ότι κι εμείς θα της επιτρέψουμε να ανθίσει.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Birdie Black & Rosalind Beardshaw, Ένα δώρο για τον καθένα

 Απόδοση: Φίλιππος Μανδηλαράς, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2012 (από 3 ετών)

 
Ένα βιβλίο για μικρότερα παιδιά, που έρχεται να μιλήσει για τη χαρά του δώρου ανεξαρτήτως αξίας. Χριστούγεννα με δώρα λοιπόν, σε μια εποχή και σε μια χώρα που για πολλούς συνανθρώπους μας το να δώσουν και να πάρουν δώρα δε θα είναι κάτι το αυτονόητο.
Ένας βασιλιάς, παραμονή Χριστουγέννων, βγαίνει στην αγορά κι αγοράζει ένα μεγάλο ρολό κόκκινο ύφασμα για να ράψει ένα μανδύα για την κόρη του. Μια υπηρέτρια του παλατιού μαζεύει τα ρετάλια που περισσεύουν απ’ το μανδύα κι απ’ αυτά φτιάχνει ένα παλτό για τη μαμά της. Απ’ τα δικά της ρετάλια ένας ασβός φτιάχνει ένα φεσάκι για τον μπαμπά του, κι απ’ τα δικά του υπόλοιπα ένας σκίουρος ράβει γάντια για τη γυναίκα του. Κι όσο κι αν σας φαίνεται απίθανο, απ’ το δικό του μικροσκοπικό, παραπεταμένο ρεταλάκι μια φτωχή ποντικίνα που δεν έχει κατορθώσει να βρει άλλο δώρο για το γιο της του ράβει ένα κασκόλ!
Η ιστορία μας θυμίζει αέναη επανάληψη του ίδιου μοτίβου καθώς το ύφασμα περνά απ’ τον ένα στον άλλο, ωστόσο, καθώς κατεβαίνουμε την κοινωνική και οικονομική κλίμακα, τα μέσα γίνονται πιο ταπεινά, η προσπάθεια πιο μοναχική και κοπιώδης, ενώ τα μεγέθη φθίνουν, όπως και το ίδιο το ύφασμα: Έτσι, ο βασιλιάς παραγγέλνει το μανδύα στις ράφτρες του και τον τυλίγει σε χρυσό χαρτί, η υπηρέτρια ράβει μόνη της το παλτό στη ραπτομηχανή της και το δικό της χάρτινο περιτύλιγμα είναι κόκκινο, ο ασβός παλεύει μόνος του με μια βελόνα και μια κλωστή και τυλίγει το δώρο του σε φτηνό χαρτί, ο σκίουρος δεν έχει καν χαρτί, μονάχα ένα φύλλο, κι η φτωχή μας ποντικίνα δεν έχει τίποτα να τυλίξει το δώρο της.
Όμως μετριέται ένα δώρο με το περιτύλιγμα και το μέγεθος, ή μήπως με τη χαρά που δίνει σ’ αυτόν για τον οποίο προορίζεται και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων αυτού που το χαρίζει; Αν κρίνω από τις ευτυχισμένες φάτσες των πρωταγωνιστών της ιστοριούλας μας στα δυο τελευταία σαλόνια του βιβλίου, ασυζητητί ισχύει το δεύτερο. Δεν ξέρω μάλιστα αν το προσέξατε, αλλά τόσο το πρώτο όσο και το τελευταίο δώρο, απ’ το μεγαλύτερο κι απ’ το μικρότερο κομμάτι του υφάσματος, προορίζονται για δυο παιδιά: για την κόρη του βασιλιά και για το γιο της πάμπτωχης ποντικίνας! Τόσο ο πλούσιος πατέρας όσο κι η φτωχή μάνα παραμονή Χριστουγέννων τριγυρνούν αναζητώντας ένα δώρο που θα δώσει χαρά στα παιδιά τους. Μπορεί ο πρώτος να το βρίσκει πρωί πρωί και η δεύτερη την ύστατη ώρα της νύχτας, μπορεί εκείνος να ράβει έναν μακρύ μανδύα κι αυτή ένα μικρό κασκόλ απ’ το τελευταίο, ελάχιστο ρεταλάκι, ωστόσο τα παιδιά και των δυο τους αποκτούν τελικά ένα δώρο καμωμένο απ’ το ίδιο υλικό. Όπως από το ίδιο υλικό είναι φτιαγμένη και η χαρά τους!
Με τον ίδιο τρόπο που ένα απλό κομμάτι ύφασμα είναι ικανό, χάρη στη φαντασία και την αγάπη εκείνων που το βρήκαν αναπάντεχα στο δρόμο τους, να χαρίσει τόση ευτυχία σε τόσους διαφορετικούς παραλήπτες, έτσι κι ένα βιβλίο φτιαγμένο με απλά υλικά κατορθώνει να μιλήσει στους μικρούς του αναγνώστες για την ανάγκη όλων να πάρουν και να δώσουν αγάπη. Στο τελικό αποτέλεσμα καθοριστικός είναι ο ρόλος της υπέροχης εικονογράφησης, γεμάτης χρώματα, φως, ζεστασιά κι αισιοδοξία. (Δείγμα κειμένου και εικόνων μπορείτε να βρείτε εδώ.)
Ένα γλυκό, τρυφερό βιβλίο, ικανό να μας θυμίσει, μέρες που είναι, πως ακόμα κι ό,τι φαντάζει αχρείαστο, περιττό στον ένα μπορεί να αποδειχτεί πολύτιμο, μοναδικό, πηγή χαράς για τον άλλο. Άλλωστε σ' εποχές δύσκολες σαν τη δική μας, που για πολλούς συνανθρώπους μας και τα χρειώδη αποτελούν πολυτέλεια, ακόμα κι ένα μικρό ρεταλάκι αγάπης μπορεί να διαθέτει την ίδια υφή, το ίδιο χρώμα και την ίδια ζεστασιά με τόπια ολόκληρα. Αν αυτό μας περισσεύει, ας μη διστάσουμε να το προσφέρουμε -αυτό έστω- με όλη μας την καρδιά!

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Μάνος Κοντολέων, Χρυσαφένια, Ασημένια... Νύχτα Χριστουγεννιάτικη

Εικονογράφηση Απόστολος Καραστεργίου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005 (από 7 ετών)

 
Δυο τελείως διαφορετικά κορίτσια κίνησαν κάποτε να βρουν την ισορροπία και τη γαλήνη, σ’ ένα βιβλίο που μας μιλάει για τα Χριστούγεννα ως γιορτή της συμφιλίωσης και σύνθεσης των αντιθέτωνΣ’ ένα μακρινό, σχεδόν παραμυθένιο χρόνο και τόπο, ζουν δυο αδερφές πολύ αγαπημένες αλλά και πολύ διαφορετικές, η Χρυσαφένια κι η Ασημένια. Η μια ντυμένη στα χρώματα του ήλιου, η άλλη της σελήνης. Η μια πλάσμα της μέρας, η άλλη της νύχτας. Οι άνθρωποι λατρεύουν την πρώτη, φοβούνται τη δεύτερη. Τα άλλα πλάσματα της φύσης αγαπούν την Ασημένια και φοβούνται τη Χρυσαφένια. Ώσπου μια μέρα οι δυο αδερφές παίρνουν απόφαση να φύγουν από τον τόπο τους, να πάνε σ’ ένα μέρος όπου θα είναι κι οι δυο αποδεκτές. Στο δρόμο τους ανταμώνουν εμπόδια, κι ωστόσο πότε η μία, πότε η άλλη βρίσκουν τρόπο να τα ξεπεράσουν. Και πάλι όμως η πολυπόθητη ισορροπία, το θαύμα που περιμένουν, δεν έρχεται να τις βρει, χαρίζοντας αρμονία στη ζωή τους. Ως τη στιγμή που φτάνουν σε μια μακρινή σπηλιά, εκεί που, μια νύχτα μαγική, στο πρόσωπο ενός νεογέννητου μωρού, το φως έρχεται να σμίξει με το σκοτάδι, η νύχτα με τη μέρα, η ζωή με τ’ όνειρο.
 
Στήνοντας ένα γοητευτικό εικαστικό παιχνίδι με το ασημένιο και το χρυσαφένιο, τα κυρίαρχα χρώματα των Χριστουγέννων, ο συγγραφέας, συνεπικουρούμενος από την εικονογράφηση, που κινείται με πιστότητα στο πνεύμα της αφήγησης, βρίσκει αφορμή να μιλήσει για την ουσία της γιορτής, την υπέρβαση των αντιθέσεων και τη σύνθεσή τους μέσα σε μια νέα πραγματικότητα με πανανθρώπινο χαρακτήρα: Αν κρίνουμε από τη βαθιά αγάπη που ενώνει τις δύο αδερφές, τα αντίθετα μπορούν να ζήσουν μαζί σφιχταγκαλιασμένα κι αλληλοσυμπληρούμενα. Αυτό που τα αποδιώχνει, στερώντας τους το δικαίωμα της ευτυχισμένης συνύπαρξης, είναι η προκατάληψη, οι απόλυτες ιδέες, οι αστήρικτοι φόβοι. Η αδυναμία σύνθεσης.
Ό,τι ακριβώς αποτρέπει και τον ίδιο τον άνθρωπο να ισορροπήσει ανάμεσα στη φωτεινή, εξωτερική του πλευρά και στο σκοτεινό, εσώτερο είναι του, ανάμεσα στη λογική και στο ένστικτο, στον πολιτισμό και στη φύση, στο όνειρο και στην πραγματικότητα, στη χαρά και στον πόνο, στην αγάπη και στη βία. Η Ασημένια και η Χρυσαφένια δεν είναι δυνατόν να ζήσουν χωριστά γιατί στην ουσία είναι οι δυο όψεις της ζωής, οι δυο πλευρές της ύπαρξης. Το θαύμα έρχεται να σκορπίσει γαλήνη στη ζωή τους τη στιγμή της γέννησης, τη μοναδική ίσως στιγμή που στο διάφανο, αμόλυντο πρόσωπο ενός μωρού –ανθρώπου ή θεανθρώπου, ίσως και να μην έχει διαφορά– μπορεί να καθρεφτιστεί με τόση καθαρότητα η αρμονία των αντιθέτων.
Αμάλγαμα παραμυθιού, ποιητικής αλληγορίας, χριστουγεννιάτικης ιστορίας, το βιβλίο που μας χαρίζει ο Μάνος Κοντολέων είναι ένα από τα ομορφότερα που έχει γράψει με αφορμή τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων. Και –για λόγους ευνόητους– επίκαιρο όσο ποτέ.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Μελίνα Καρακώστα, Τα Χριστούγεννα της Άννας


Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007 (από 7 ετών)

Χριστούγεννα χωρίς γαλοπούλα πάνε κι έρχονται, Χριστούγεννα σε Βιβλιοποντικοθήκη έχουν μια κάποια γοητεία, Χριστούγεννα χωρίς Αϊ-Βασίλη πώς τα περνάς; Ας δούμε πώς τα βίωσε η Άννα, η ηρωίδα που έπλασε η Μελίνα Καρακώστα, την οποία έχουμε ξανασυναντήσει εδώ μέσα στην ανάρτηση για την Πριγκίπισσα των λέξεων.
 
Παραμονές Χριστουγέννων, η φίλη μας η Άννα σταμπάρει στη βιτρίνα ενός μαγαζιού ένα τεράστιο ποδήλατο κι αποφασίζει ότι αυτό είναι το δώρο που θέλει να πάρει φέτος. Η μαμά της, όχι ιδιαίτερα ψύχραιμη και διπλωμάτισσα, προσπαθεί να τη μεταπείσει, ισχυριζόμενη ότι το συγκεκριμένο δώρο είναι άχρηστο σ’ ένα παιδί που ζει στο κέντρο της πόλης. Η μικρή επιμένει και η μαμά, με τα νεύρα κουρέλια, παραδέχεται ότι ο λόγος για τον οποίο δε θέλει το ποδήλατο είναι η απαγορευτική τιμή του. Μόνο που η Άννα έχει λύση στο πρόβλημα: η μαμά δε χρειάζεται να ξοδέψει δεκάρα, αφού το δώρο θα της το φέρει ο Αϊ-Βασίλης! Και τότε η μαμά ξεφουρνίζει τη φριχτή αλήθεια: Αϊ-Βασίλης δεν υπάρχει! Η Άννα νιώθει προδομένη, εξαπατημένη. Φεύγει απ’ το σπίτι και καταλήγει σε ένα παρκάκι της περιοχής της. Εκεί πετυχαίνει μια οικεία φυσιογνωμία, τον πλάνητα, κουρελή Ιάκωβο, ο οποίος θα μοιραστεί μαζί της τη δική του χριστουγεννιάτικη ιστορία απώλειας, πολύ πιο οδυνηρή από της ίδιας της Άννας, βοηθώντας τη μικρή να καταλάβει ότι αρκεί να πιστέψεις στο θαύμα για να το δεις να πραγματοποιείται. Γυρνώντας παρέα στο σπίτι, η Άννα αλλά κι ο Ιάκωβος θα ανακαλύψουν ότι ο Αϊ-Βασίλης μπορεί να μην υπάρχει στ’ αλήθεια, σίγουρα όμως μπορούμε να τον βρούμε αν τον αναζητήσουμε τριγύρω μας.

Άλλη μια ιστορία με πρωταγωνίστρια την Άννα, αυτό το ζωηρό, γεμάτο γωνίες αλλά και σκιές κορίτσι που έπλασε η Μελίνα Καρακώστα. Επίμονη αλλά και ευαίσθητη, διψασμένη για ζωή αλλά κι εγκλωβισμένη στο σπίτι του κέντρου της Αθήνας, η Άννα βρίσκει για μια ακόμα φορά τη λύση στο πρόβλημά της όταν κατορθώνει να διαφύγει από την εποπτεία της ψυχρά λογικής, αυστηρής μητέρας της. Μπορεί στην περίπτωσή της ο κόσμος έξω απ’ το σπίτι να μη δείχνει με το καλημέρα τα δόντια του, πάντως η κατάσταση που η μικρή βιώνει κάτω από την οικογενειακή στέγη μάς προβληματίζει: η μαμά κι ο μπαμπάς έχουν τις εντάσεις τους, οι δουλειές τρέχουν και μαζί με τα οικονομικά φαίνεται να προηγούνται έναντι όλων των άλλων, η ενήλικη λογική αρνείται να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στην παιδική φαντασία.

Ειδικά η μαμά δίνει ρεσιτάλ πείσματος και συναισθηματικής ακαμψίας. Προξενώντας έτσι την πανομοιότυπη αντίδραση της μικρής: πείσμα στο πείσμα. Ωστόσο αυτή η μαμά δεν είναι αδιάφορη, ούτε στερείται αγάπης για το παιδί της. Ίσα ίσα. Η αντίδρασή της όταν εξαφανίζεται η μικρή επιβεβαιώνει εμφατικά τα συναισθήματά της. Παρασυρμένη όμως στη δίνη της καθημερινότητας, εγκλωβισμένη στην άτεγκτη, πραγματιστική λογική της, αρνείται να πάρει μια ανάσα χαλάρωσης, που θα της επιτρέψει να κατανοήσει καλύτερα και τις συναισθηματικές ανάγκες της κόρης της.

Από την άλλη, όπως και στη μεταγενέστερη Πριγκίπισσα των λέξεων, η Άννα αποδεικνύεται καλή ακροάτρια και μέσα από την ιστορία κάποιου άλλου βρίσκει τις απαντήσεις που γυρεύει. Βέβαια, παρά το ότι η κουβέντα με τον πλάνητα Ιάκωβο βοηθά τη μικρή ηρωίδα της να συμφιλιωθεί με την απώλεια αλλά και να αναζητήσει εντός της το θαύμα, η συγγραφέας, παιδί ούσα κι η ίδια, αρνείται στο τέλος της ιστορίας να της στερήσει το πολυπόθητο ποδήλατο. Κατά τη γνώμη μου, όχι από διάθεση να μας σερβίρει ένα ωραίο φινάλε, αλλά επειδή οποιαδήποτε άλλη κατάληξη θα υπέκρυπτε φτηνό διδακτισμό – άσε που δε θα υπηρετούσε την περί θαύματος επιχειρηματολογία του Ιάκωβου!

Έτσι, τα πικρά Χριστούγεννα της Άννας καταλήγουν να είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο, παρότι η αισιοδοξία αυτή είναι απόρροια μιας σειράς μάλλον μελαγχολικών γεγονότων και καταστάσεων, που λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις για την πλοκή: της μοναξιάς και διάψευσης της ηρωίδας, της νεύρωσης της μαμάς, της εργασιομανίας του μπαμπά, της θλίψης του Ιάκωβου. Πώς είναι δυνατόν μια σειρά από πλην να δώσει αποτέλεσμα με θετικό πρόσημο; θα πείτε. Παράλογο; Ακατανόητο; Εξωφρενικό; Μπορεί απλώς να φταίει για όλα ο απατηλός κόσμος της μυθοπλασίας. Μπορεί και η ίδια η ζωή.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του Βιβλιοπόντικα

Εικονογράφηση Κιάρα Φεντέλε, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007 (από 6 ετών)

 

Μπορεί το ζεύγοςΖαρζαφούτη και οι φίλοι τους να μη χάρηκαν γεμιστή γαλοπούλα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους, ωστόσο υπάρχουν και ορισμένοι τύποι εναλλακτικοί, με κάπως ιδιαίτερες αλλά άκρως γοητευτικές διατροφικές συνήθειες. Σήμερα θα παρουσιάσω ένα βιβλίο που μιλάει για τα Χριστούγεννα του απόλυτου βιβλιοφάγου, και δεν μπορώ ν’ αρνηθώ ότι είναι από τα αγαπημένα μου: Γιατί, αν κάτι νοσταλγώ από την παιδική μου ηλικία, είναι εκείνες οι κρύες μέρες των χριστουγεννιάτικων διακοπών που ξημεροβραδιαζόμουν χωμένη σ’ ένα βιβλίο. Μακράν το πιο αγαπημένο μου χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα εκείνα τα χρόνια η Τάξη που πετάει του Καίστνερ. Μακράν το πιο μισητό τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, σε διασκευή εννοείται, για να γίνει, υποτίθεται, πιο εύληπτο το κείμενο. (Αργότερα, στην εφηβεία μου, διάβασα τη Φόνισσα. Κι ένα σωρό από τα διηγήματα. Στην κανονική τους γλώσσα. Και παραδόθηκα αμαχητί στον αέναο κυματισμό της.)
 
Για να γυρίσουμε στο σήμερα και στη βιβλιοφαγική ιστορία μας, και για όσους δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί περί τίνος ο λόγος, να τους ενημερώσω ότι ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος μας έχει χαρίσει ως τώρα πέντε βιβλία με ήρωα έναν ποντικό βιβλιολάτρη και βιβλιοφάγο – και μάλιστα αυτό το δεύτερο με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Μια σειρά βιβλίων που οφείλει πολλά στη λιτή κι ωστόσο ατμοσφαιρική και ζεστή εικονογράφηση της Κιάρα Φεντέλε, η οποία με απλές, καθαρές γραμμές ζωντανεύει στο χαρτί αυτή τη γλυκιά και κάπως αστεία ποντικόφατσα με τα στρογγυλά γυαλάκια.
Κάποια στιγμή ο συμπαθής ποντικούλης γνωρίζεται με την ποντικίνα Τίτα Γραβιέρα, βιβλιοθηκάριο το επάγγελμα, η οποία επιχειρεί να τον αποτρέψει από την κακή του συνήθεια να τρώει βιβλία. Παντρεύονται, κάνουν οικογένεια –κατά την προσφιλή συνήθεια των ηρώων του Ηλιόπουλου, οι οποίοι δε μένουν στατικοί, αλλά από βιβλίο σε βιβλίο εξελίσσονται, μεγαλώνουν, ωριμάζουν, χωρίς πάντως να λείπουν και οι εκτροπές σε κακές συνήθειες του παρελθόντος–, και κάπου εκεί τους πετυχαίνει το τέταρτο βιβλίο της σειράς, για το οποίο γράφω σήμερα: Παραμονή Χριστουγέννων, η σύζυγος Τίτα πνίγεται στη δουλειά στη Βιβλιοποντικοθήκη κι αναθέτει στο Βιβλιοπόντικα να ετοιμάσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι παρέα με τα βλαστάρια τους. Ο βιβλιοφάγος ήρωάς μας, ανακαλώντας νοσταλγικά τα παιδικά του χρόνια –σαν και μένα καλή ώρα–, θυμάται τις μαγειρικές της μάνας του κι ονειρεύεται γεμιστές εγκυκλοπαίδειες, ψιλοκομμένα λεξικά, τούρτες εικονογραφημένων παραμυθιών, χυμούς από τηλεφωνικούς καταλόγους και λοιπά βιβλιοφαγητά.
Ευτυχώς τα παιδιά του είναι εκεί όχι μόνο για να τον συγκρατήσουν, αλλά και για να του προτείνουν να περάσουν όλοι μαζί Χριστούγεννα στη Βιβλιοποντικοθήκη, παρέα με την εργασιομανή μαμά και αγκαλιά με τα λατρεμένα τους βιβλία. Και, για να μην πάνε με άδεια χέρια στην Τίτα, ανασκουμπώνονται για να φτιάξουν μπισκότα. Βέβαια, ο Βιβλιοπόντικας δεν μπορεί με τίποτα να πνίξει τη νοσταλγία του για τις μυρωδιές και τις γεύσεις των παιδικών του χρόνων. Θα κατορθώσει άραγε να αντισταθεί στον πειρασμό και να εμφανίσει στην αγαπημένη του Τίτα μπισκότα μαγειρεμένα με την κλασική συνταγή;
Το αν τελικά θα ενδώσει ο Βιβλιοπόντικας, έστω και στο ελάχιστο, στις αναμνήσεις και κατ’ επέκταση στο βιβλιοφαγικό του πάθος σάς αφήνω να το ανακαλύψετε διαβάζοντας το βιβλίο. Αυτό που μπορώ να πω για την ώρα είναι ότι, αν κάτι μάς μένει από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι του Βιβλιοπόντικα, αυτό είναι η πανδαισία από βιβλία κάθε είδους και μεγέθους που μας «σερβίρει» ο συγγραφέας με αφορμή τις αναμνήσεις και τις αλλόκοτες συνταγές του ήρωά του, ξυπνώντας μας μιαν άγρια πείνα για διάβασμα. Και, φυσικά, η εικόνα μιας χαρούμενης ποντικοοικογένειας που επιλέγει να κάνει χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν παρέα με χιλιάδες βιβλία μέσα σε μια βιβλιοθήκη. Ποιος φετιχιστής της ανάγνωσης θα μπορούσε να φανταστεί πιο ευτυχισμένα Χριστούγεννα απ’ αυτά;   
[Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν πέντε βιβλία με τις περιπέτειες του Βιβλιοπόντικα: Ο Βιβλιοπόντικας (2004), Όταν ο Βιβλιοπόντικας συνάντησε την Τίτα Γραβιέρα
(2004),
Μυστήριο στη Βιβλιοποντικοθήκη (2006), Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του Βιβλιοπόντικα (2007), Ο θησαυρός του Βιβλιοπόντικα (2009)]