Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Το δικό μου αγαπημένο χριστουγεννιάτικο βιβλίο

Έριχ Κέστνερ, Η τάξη που πετάει, εικονογράφηση: Βάλτερ Τρίερ, μετάφραση: Κίρα Σίνου, απόδοση στίχων: Ρένα Καρθαίου, Μετόπη, Αθήνα 1981, 2η έκδοση Ψυχογιός, Αθήνα 1989 [εξαντλημένη] (από 9 ετών)



Παραμονές των περσινών Χριστουγέννων έγραφα εδώ για τα δικά μου χριστουγεννιάτικα διαβάσματα, κι ανάμεσά τους για το αγαπημένο μου χριστουγεννιάτικο βιβλίο. Ένα βιβλίο που δεν απέκτησα ποτέ: Το είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του σχολείου μου στα δέκα μου και έκτοτε δεν το ξανάπιασα στα χέρια μου. Η ανάμνηση όμως της συγκίνησης που μου είχε προξενήσει έμενε στη σκέψη μου παραπάνω από ζωντανή. Φέτος, τριάντα χρόνια αργότερα, αποφάσισα να επιχειρήσω το crash test: Πώς προσλαμβάνει, αλήθεια, μια ενήλικη το βιβλίο που είχε αγαπήσει παιδάκι;

Το εγχείρημα δεν υπήρξε εύκολο. Όχι για τους λόγους –αμιγώς αναγνωστικούς– που φαντάζεστε. Αλλά επειδή η Τάξη που πετάει του Έριχ Κέστνερ είναι εξαντλημένη στα ελληνικά. Και κανείς από τους γνωστούς και φίλους μου δε διέθετε κάποιο αντίτυπο. Όπως και κανένα βιβλιοπωλείο. Σε βιβλιοθήκες δεν πρόλαβα να ψάξω. Βλέπετε, μια καλή νεράιδα βρήκε πρώτη το βιβλίο και έσπευσε να μου το στείλει (ήταν η έκδοση του Ψυχογιού). Οι δυσκολίες έλαβαν τέλος κάπου εκεί. Γιατί, διαβάζοντας την Τάξη που πετάει, ίσως να μην μπόρεσα να ξαναβρώ ανάμεσα στις σελίδες της τη δεκάχρονη αναγνώστρια που το πρωτοαγάπησε, ένιωσα πάντως την ίδια, μπορεί και μεγαλύτερη, συγκίνηση με τότε.

Να σας πω συνοπτικά την ιστορία: Η Τάξη που πετάει είναι ο τίτλος ενός θεατρικού έργου που ανεβάζει παραμονές Χριστουγέννων μια ομάδα αγοριών στο οικοτροφείο τους, προτείνοντας μια ολωσδιόλου πρωτότυπη μέθοδο διδασκαλίας του μαθήματος της γεωγραφίας! Γύρω από αυτό το κομβικό γεγονός ο συγγραφέας στήνει μια πλοκή που περιλαμβάνει την κόντρα της παρέας των παιδιών με τους μαθητές ενός άλλου σχολείου, την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσουν με έναν από τους καθηγητές τους, αλλά και την αναβίωση μιας παλιάς φιλίας χάρη στη συνδρομή τους, την ώρα που οι προσωπικές και οικογενειακές δυσκολίες δύο παιδιών έρχονται να ανατρέψουν σχέδια διακοπών, αλλά και να φωτίσουν τις άσχημες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της μεσοπολεμικής Γερμανίας, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο φτώχειας, απελπισίας και κοινωνικής αδικίας.

Η γραφή του Κέστνερ αποτυπώνει με ειλικρίνεια και κοινωνική ευαισθησία την πραγματικότητα των παιδιών, χωρίς να λείπουν η φαντασία, το χιούμορ κι η αισιοδοξία, που έρχονται να παραμερίσουν το λεπτό κι ωστόσο εμφανές πέπλο μελαγχολίας που καλύπτει την ιστορία. Η πίστη στη δύναμη της ανθρωπιάς και της φιλίας είναι διάχυτη - και μάλιστα οι δυο χαμένοι φίλοι που ξαναβρίσκονται σε ώριμη πια ηλικία μοιάζουν να παραδίδουν τη σκυτάλη στους δυο ξεχωριστούς πιτσιρικάδες που τους βοήθησαν να ξανασυναντηθούν. Οι χαρακτήρες (ο έξυπνος πλην φτωχός Μάρτιν, ο πλούσιος πλην δειλός Ούλι, ο καλόβολος μποξέρ Ματίας, ο κλειστός, μυστικοπαθής «πραγματιστής» Σεμπάστιαν, ο εγκαταλειμμένος απ’ τους γονείς του Τζόνι, με το άφθονο συγγραφικό ταλέντο, ο μποέμ μουσικός που κουβαλάει μια βαθιά πληγή, ο δάσκαλος-σύμβολο ανθρωπιάς) δεν είναι ούτε σχηματικοί ούτε στατικοί: έχουν γωνίες και φωτοσκιάσεις, εξελίσσονται, δοκιμάζουν τα όριά τους, μας εκπλήσσουν. Κι όσο για το συγγραφέα-αφηγητή, αυτός μπαίνει αβίαστα στην ιστορία και συνδιαλέγεται με τους ήρωές του όχι από παιγνιώδη διάθεση, αλλά επειδή τυχαίνει να ξέρει καλά πως η παιδική ηλικία δεν είναι ένα παραδείσιο νησί χαμένο στο πουθενά, αλλά ένα κομμάτι της ζωής μας με τις δικές του πίκρες κι αγωνίες, ανεξίτηλα χαραγμένες μέσα μας.

Εκδομένη το 1933, παραμονές της ανόδου του ναζισμού, η Τάξη που πετάει δεν μπόρεσε παρά να κάνει το σημερινό, ενήλικο εαυτό μου να δαγκωθεί διακρίνοντας πίσω απ’ τις γραμμές της τη φτώχεια και την ανεργία στη Γερμανία, αλλά και διαβάζοντας για τα όνειρα οικογενειακής ευτυχίας που πλάθει ο Τζόνι ή το πώς οραματίζεται ο Μάρτιν τη ζωή τη δική του και των γονιών του σε δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια, λέει ο πατέρας του. Πολλά μπορούν να έχουν συμβεί μέχρι τότε. Δε θα χρειαστεί να περάσει μια δεκαετία: Την ίδια εκείνη χρονιά, το 1933, ο Κέστνερ θα δει τα βιβλία του να καίγονται στις ναζιστικές πυρές. Λίγα χρόνια αργότερα η χώρα του θα σύρει την ανθρωπότητα σ’ έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο. Αναπόφευκτα αναρωτήθηκα: Άραγε πόσα από εκείνα τα τίμια, καθαρά αγόρια της ιπτάμενης τάξης του μπόρεσαν να επιβιώσουν απ’ το μακελειό, κρατώντας μέσα τους ζωντανό κάτι από τον αγνό εαυτό των παιδικών τους χρόνων; Η λογοτεχνία ίσως να μην μπορεί να δώσει απάντηση σ’ αυτό. Μπορεί ωστόσο να κάνει το φως εκείνης της όμορφης, γεμάτης ελπίδα νιότης να ταξιδέψει ως το 2013 κι ακόμα παραπέρα, έστω κι αν η νιότη αυτή έχει από καιρό σβήσει, σαν τα μακρινά αστέρια που χαζεύει στο χριστουγεννιάτικο ουρανό ο μικρός Μάρτιν, ο χαρισματικός ήρωας της Τάξης που πετάει.


Αυτά για φέτος. Ραντεβού του χρόνου.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Éric Puybaret, Τα κόκκινα ξυλοπόδαρα

Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Αίσωπος, Αθήνα 2013 (από 4 ετών)

 



Προπαραμονές Χριστουγέννων, σε μια απογευματινή οικογενειακή εξόρμηση στην «Πολιτεία», μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη: τα Κόκκινα ξυλοπόδαρα του Éric Puybaret, δημιουργού του υπέροχου Φεγγαροσκεπαστή, άρτι εκδοθέντα από τον Αίσωπο. Η απόφαση ελήφθη πάραυτα: Αυτή θα ήταν η φετινή χριστουγεννιάτικη ανάρτηση!

Τα Κόκκινα ξυλοπόδαρα διαδραματίζονται σε μια παραμυθένια πόλη, τη Νεραλία, χτισμένη πάνω στο νερό. Οι κάτοικοί της μετακινούνται με ξυλοπόδαρα, κι ένας απ’ αυτούς, ο υπερβατικός, ιδιαίτερος Λεοπόλδος, φοράει τα ψηλότερα και πιο γερά ξυλοπόδαρα απ’ όλους, που τον οδηγούν σε ονειρικά όσο και μοναχικά ταξίδια πέρα και πάνω απ’ τον κόσμο των ανθρώπων. Κάπου εκεί χαμένος τη μέρα της μεγάλης γιορτής της Νεραλίας, δε θα αντιληφθεί ότι τα νερά έχουν καταστρέψει τα ξύλα που προορίζονταν για τη μεγάλη φωτιά των συμπολιτών του. Στην επιστροφή του στην πατρίδα του, όταν η μοναξιά του θα γίνει αβάσταχτη, ο Λεοπόλδος θα επιλέξει να κάνει μια μεγάλη θυσία για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο των υπόλοιπων κατοίκων της Νεραλίας. Με τον τρόπο που μόνο οι ιδιαίτεροι, οι χαρισματικοί και οι απόκοσμοι μπορούν να θυσιάσουν ό,τι περισσότερο αγαπούν. Ίσως γιατί και, περισσότερο από κάθε άλλον, έχουν τη δύναμη να αντιληφθούν ότι συχνά, θυσιάζοντας ό,τι ακριβότερο έχεις, αντισταθμίζεις την απώλεια με κάτι ακόμα μεγαλύτερο κι ομορφότερο.

Αν τα κόκκινα ξυλοπόδαρα της ιστορίας χαρίζουν στον ήρωα μαγικά ταξίδια μακριά από τον πολύβουο κόσμο των ανθρώπων, στον αναγνώστη προσφέρουν εξίσου υπέροχες πτήσεις οπτικής πανδαισίας μέσα σε μια εικονογράφηση που, στο γνώριμο ύφος του Puybaret, θα μπορούσε να σταθεί ακόμα και ερήμην του όποιου κειμένου. Στο παρελθόν έχω πολλές φορές χαζέψει με τις ώρες κάποιες απ’ τις υπέροχες εικόνες του βιβλίου ανεβασμένες από τις εκδόσεις Edelvives στη σελίδα τους στο Facebook, κι όσο κι αν κάποτε αναζήτησα τη γραμμή μιας ιστορίας ανάμεσά τους, η αλήθεια είναι ότι δεν επέμεινα. Κι αυτό γιατί τα βιβλία του Puybaret σε πείθουν ότι η κινητήρια δύναμη, η αφετηρία τους, είναι πρωτίστως η εικόνα: αυτές οι μορφές που σαν μαριονέτες –όπως άλλωστε υποδηλώνουν και τα λεπτά σαν κλωστές ξυλοπόδαρά τους– περιπλανιούνται ανάμεσα σε πανύψηλα κτίρια και στους αιθέρες, στο φως της ημέρας και στο θάμπος της νύχτας, παραβιάζοντας κάποτε τα όρια της σελίδας. Η οπτικοποίηση ενός κόσμου ονειρικού που αρκεί να τον δεις για να πιστέψεις στην ύπαρξή του.

Στο Φεγγαροσκεπαστή άνθρωποι καρφωμένοι στη γη γύρευαν τρόπο να φτάσουν στον ουρανό για να πετύχουν ένα μεγάλο σκοπό. Εδώ η πορεία είναι η αντίστροφη. Ωστόσο τα βασικά παραμένουν πάντοτε ίδια: δηλαδή η τιμιότητα των προθέσεων των ηρώων, όπως και το μοναδικό ταλέντο αυτού του πολύ σπουδαίου δημιουργού.
 
[Πέρσι τέτοιες ημέρες ανακάλυψα ρετάλια της δικής μου ανάρτησης για το Φεγγαροσκεπαστή σε άλλο μπλογκ. Κολλημένα άτσαλα με άλλα ρετάλια, άλλων διαμελισμένων αναρτήσεων σαν και τη δική μου. Συμβαίνουν αυτά στο ίντερνετ, κι όταν αποφασίζεις να μοιραστείς τις σκέψεις σου μ' αυτό τον τρόπο, στην πράξη ξέρεις πως ελλοχεύει αυτός ο κίνδυνος. Ελπίζω να μη γίνει το ίδιο με τούτη την ανάρτηση. Κι όχι μόνο λόγω των ημερών.]

 

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Βασίλης Παπαθεοδώρου, Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης!

Εικονογράφηση: Λίλα Καλογερή, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2013 (από 8 ετών)

 
 


Πριν από 116 χρόνια, τα Χριστούγεννα του 1897, χρονιάς που η χώρα μας ζούσε μια από τις μεγαλύτερες εθνικές της τραγωδίες, στη μακρινή Αμερική η μικρή Βιρτζίνια Ο’Χάνλον στέλνει ένα γράμμα σε μια ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα ζητώντας να της επιβεβαιώσουν την ύπαρξη ή μη του Αϊ-Βασίλη. Ο συντάκτης που αναλαμβάνει να της απαντήσει, έπειτα από πολλή σκέψη, και αφορμώμενος από μια προσωπική ανάμνηση, γράφει και δημοσιεύει στην εφημερίδα μια τεκμηριωμένη απάντηση που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του αγίου των παιδιών, αλλάζοντας για πάντα τη ζωή της μικρής Βιρτζίνια.

Κάπως έτσι ξεκινάει το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου, το οποίο, εκκινώντας από την αληθινή και πολυαφηγημένη ιστορία της Βιρτζίνια, εστιάζει στη συνέχεια σε στιγμές από τη ζωή της ενήλικης πια ηρωίδας του, και μάλιστα στιγμές χριστουγεννιάτικες: η Βιρτζίνια δασκάλα, να προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει την πίστη της για την ύπαρξη του Αϊ-Βασίλη στους μικρούς μαθητές της, η Βιρτζίνια μητέρα μιας μονογονεϊκής οικογένειας να μεγαλώνει με αγάπη και στοργή την κόρη της, η Βιρτζίνια να προσφέρει στήριξη, φιλοξενία και χείρα βοηθείας και αλληλεγγύης σε φτωχούς, κυνηγημένους και απόκληρους της κοινωνίας.

Η γραμμική –με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση της ανάμνησης του δημοσιογράφου– αφήγηση, σε συνδυασμό με την εστίαση σε στιγμιότυπα από τη ζωή της ηρωίδας, που προϋποθέτει σημαντικά χρονικά άλματα, δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα όχι μόνο να παρακολουθήσει την εξέλιξη του χαρακτήρα της αλλά και να αναδείξει τη συνέπεια με την οποία πορεύτηκε η Βιρτζίνια στη ζωή της, προβάλλοντας ταυτόχρονα, σαν σε τοιχογραφία, μια συνοπτική καταγραφή της ιστορίας του εικοστού αιώνα: δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, το κραχ του ’29, οι φυλετικές διακρίσεις σε βάρος των μαύρων στην Αμερική, η βία των πόλεων. Εικόνες από το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, εφιαλτικά επίκαιρες. Το σκληρό πρόσωπο της ανθρωπότητας αντιστικτικά βαλμένο απέναντι στη χαρά των Χριστουγέννων. Και κάπου εκεί ανάμεσα η ελπίδα να ανατέλλει χάρη στο θετικό πνεύμα και την πίστη της Βιρτζίνια.

Η Βιρτζίνια Ο'Χάνλον κατέχει τον κεντρικό ρόλο στο βιβλίο, πλαισιωμένη από πρόσωπα που, όσο κι αν απασχολούν με την ιστορία τους ένα, το πολύ δύο κεφάλαια, δεν παύουν να επανέρχονται στη συνέχεια, έστω ως απλοί θεατές ή κομπάρσοι, με συνδετικό πάντα κρίκο την ίδια την πρωταγωνίστρια, η οποία τελικά κατορθώνει να αποδείξει έμπρακτα ότι ο Αϊ-Βασίλης όντως υπάρχει: ενσαρκωμένος στο δικό της πρόσωπο, πηγή παρηγοριάς, ελπίδας, γενναιοδωρίας και ανθρωπιάς. Για τον ίδιο άλλωστε λόγο είχε επιβεβαιώσει την ύπαρξη του αγίου στη μικρή Βιρτζίνια κι ο Φράνσις Τσερτς, ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Σαν, το μακρινό 1897, ενθυμούμενος το φτερούγισμα ελπίδας που χάρισε σ’ ένα πλήθος δυστυχισμένων, τσακισμένων από τον πόλεμο παιδιών η δική του απρόσμενη παρουσία ανάμεσά τους.

Κι αν η αληθινή ιστορία του Φράνσις Τσερτς και της Βιρτζίνια Ο’Χάνλον, δυο ανθρώπων που, σημειωτέον, ποτέ δε συναντήθηκαν μεταξύ τους, μπόρεσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία και όχι μόνο, τότε, με τη δική της σειρά, η λογοτεχνία χρωστάει και στους δυο τους το θαύμα μιας συνάντησης που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της ζωής τους. Μα και το άλλο θαύμα, αυτό στο οποίο με θέρμη πίστεψαν σ’ όλη τους τη διαδρομή. Στο βιβλίο του Παπαθεοδώρου θα τα δούμε να πραγματοποιούνται και τα δύο. Έστω και την ύστατη ώρα.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Βασίλης Κουτσιαρής - Γιάννης Διακομανώλης, Αϊ-Βασίλης της χρονιάς!

Εικονογράφηση: Θέντα Μιμηλάκη, Κόκκινη Κλωστή Δεμένη, Πάτρα 2013 (από 6 ετών)

 
 

 
Είναι κάτι γονείς που δεν κρατάνε το στόμα τους κλειστό και, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, έτσι στα καλά καθούμενα, ξεφουρνίζουν στα παιδιά τους τη φρικτή αλήθεια πως Αϊ-Βασίλης δεν υπάρχει. Ο Άρης πάντως, ο ήρωας του βιβλίου που παρουσιάζω σήμερα, κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να κρατήσει ζωντανό το παραμύθι στην καρδιά του μικρού του γιου.

Έτσι, αποφασίζει να συμμετάσχει σ’ έναν πρωτότυπο διαγωνισμό που διοργανώνει ο δήμαρχος της πόλης του προκειμένου να ανακηρυχθεί Αϊ-Βασίλης της χρονιάς και να πραγματοποιήσει την επιθυμία του παιδιού του που θέλει να δει τον Αϊ-Βασίλη. Νικητής θα είναι ο διαγωνιζόμενος εκείνος που, ντυμένος Αϊ-Βασίλης, θα μοιράσει πρώτος τα δώρα του στην περιοχή της πόλης που του έχει ανατεθεί, κι ο ήρωάς μας, στον οποίο παρεμπιπτόντως θα λάχει να μοιράσει δώρα στη δική του γειτονιά, θα αποδυθεί σε ένα ξέφρενο κυνήγι με το χρόνο, στο οποίο θα έχει να αντιμετωπίσει, εκτός από τις παγίδες που του έχουν στήσει οι αντίπαλοί του, κι ένα σωρό άλλα εμπόδια και κακοτοπιές, με μεγαλύτερο αυτό που θα ανταμώσει στη στέγη του δικού του σπιτιού: έναν άλλο Αϊ-Βασίλη!

Μποϊκοτάζ; Παγίδα; Δολιοφθορά των αντιπάλων; Ή μήπως ένα ματαιωμένο παιδικό όνειρο που, χαμένο μέσα στο χρόνο, έρχεται, έστω κι ετεροχρονισμένα, να πραγματοποιηθεί; Μάλλον αυτό το δεύτερο, αφού η συνάντηση των δυο Αϊ-Βασίληδων πάνω στη στέγη όχι μονάχα θα γιατρέψει μια παλιά πληγή του Άρη, λύνοντας μια παρεξήγηση χρόνων, αλλά και θα υλοποιήσει με τον πιο συγκινητικό όσο κι αναπάντεχο τρόπο το όνειρο του μικρού Αλέξανδρου.

Μια τρυφερή ιστορία όπου η πραγματικότητα συναντά το παραμύθι κι ο ενήλικας το αιώνιο παιδί που κρατάει καλά κρυμμένο μέσα του. Κι όλα αυτά χάρη σε ένα έξυπνο συγγραφικό εύρημα που, όσο κι αν αργεί λίγο να εμφανιστεί στο ρου της ιστορίας, αφήνοντας τον ήρωα να ταλαιπωρηθεί αρκούντως από θυμωμένους σκύλους, πλακατζήδες γείτονες και λοιπά βάσανα, όταν αποκαλύπτεται, αλλάζει άρδην ρυθμούς κι ισορροπίες, προτεραιότητες κι επιθυμίες. Έντονη η παρουσία του κόκκινου και χιουμοριστικά στοιχεία στην εικονογράφηση, σ’ ένα βιβλίο που θα συγκινήσει με το απρόβλεπτο φινάλε του μικρούς και μεγάλους.  

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Τα Χριστούγεννα της νόνας Χελώνας


Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013 (από 4 ετών)



Θυμάστε τι καζούρα έκανε η νόνα Χελώνα στο φίλο της το λαγό στο Πάσχα της νόνας Χελώνας, σε μια απίθανη ιστορία όπου ο αισώπειος μύθος παντρευόταν ευρηματικά με τη νεοελληνική παράδοση μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων της ανοιξιάτικης φύσης; Ε, λοιπόν, στο νέο βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου η νόνα Χελώνα ξαναχτυπά, με μια χριστουγεννιάτικη αυτή τη φορά ιστορία.

Τα Χριστούγεννα η νόνα Χελώνα και τα εγγονάκια της, όπως κάθε χρόνο, διακόπτουν το χειμωνιάτικο ύπνο τους για να γιορτάσουν την άγια μέρα. Τα χελωνάκια βγαίνουν να παίξουν παρέα με τους φίλους τους. Μόνο που, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, οι μικροί λαγοί τα λοιδορούν και αρνούνται να παίξουν μαζί τους. Τα χελωνάκια πάνε πικραμένα να συνεχίσουν τον ύπνο τους, αλλά η γιαγιά τους έχει και τούτη τη φορά μια ιστορία να τους διηγηθεί. Πρόκειται άραγε και πάλι για κάποιο πάθημα των αιωνίως καυχησιάρηδων κι επιπόλαιων λαγών;

Όχι. Βλέπετε, χριστουγεννιάτικα, ακόμα κι οι λαγοί, παρά τον παρορμητικό κι εγωκεντρικό χαρακτήρα τους, βάζουν λίγο νερό στην αλαζονεία τους, διδάσκοντας διά του παραδείγματος τους μακρινούς τους απογόνους. Κι έτσι, στην ιστορία που διηγείται η νόνα Χελώνα στα εγγονάκια της, η μακρινή της πρόγονος κι ο μακρινός πρόγονος του λαγού θα ενώσουν δυνάμεις με στόχο να φτάσουν στη Βηθλεέμ και να προσκυνήσουν το νεογέννητο Χριστό. Ο ένας βάζει τα πόδια, η άλλη το μυαλό. Κι όταν δυο τόσο αλλιώτικα πλάσματα κατορθώνουν να τα βρουν μεταξύ τους, το θαύμα δεν είναι δύσκολο να συντελεστεί: Λαγός και χελώνα, μιλώντας τη γλώσσα της αγάπης, όχι μόνο θα φτάσουν στον προορισμό τους αλλά και θ’ αποτρέψουν τον Ηρώδη από το να βλάψει το θείο βρέφος.

Και τούτη τη φορά η συγγραφέας κατορθώνει να παντρέψει δημιουργικά τον αισώπειο μύθο με την ιστορία της γέννησης του Χριστού. Μόνο που πλέον υπάρχει κι ένας τρίτος παράγοντας που πρέπει να λάβει υπόψη: η πασχαλινή ιστορία της νόνας Χελώνας κι οι προσδοκίες που εκείνη γέννησε στους αναγνώστες. Κι επειδή στη συνέχεια ενός λογοτεχνικού έργου ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της επανάληψης, της τυποποίησης, που προξενεί ανία στον αναγνώστη, η συγγραφέας εδώ ευφυώς διαφοροποιείται από τη γραμμή του πρώτου της βιβλίου. Όσοι περιμένουν ένα νέο γύρο αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους προαιώνιους αντιπάλους θα γελαστούν και θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια ανέλπιστη εξέλιξη. Η επανάληψη άλλωστε σκοτώνει όχι μόνο την αναγνωστική απόλαυση αλλά και τη χαρά εκείνου που αγαπά να φτιάχνει ιστορίες. Κι ευτυχώς για τους μικρούς της αναγνώστες, η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου αυτό το ξέρει πολύ καλά.     

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Marie Colmont - Olivier Tallec, Μίσκα, Ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι

Μετάφραση: Φίλιππος Μανδηλαράς, Εκδόσεις Κόκκινο, Καλαμάτα 2013 (από 3 ετών)





Ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα αυτού του μπλογκ –αν και οπωσδήποτε όχι το μοναδικό– είναι η παντελής απουσία του ονόματος του Olivier Tallec από τις αναρτήσεις του. Γι’ αυτό και η σημερινή παρουσίαση της ιστορίας της Marie Colmont με τις εικόνες του σπουδαίου αυτού εικονογράφου λειτουργεί και ως ένα είδος εξιλέωσης…

Αφήνοντας στην άκρη τα αναγνωστικοϋπαρξιακά μου, να σας πω ότι ο Μίσκα του τίτλου είναι ένα λούτρινο αρκουδάκι που, απαυδισμένο από την άθλια συμπεριφορά της ιδιοκτήτριάς του, της Ελισάβετ, τα μαζεύει χριστουγεννιάτικα από το δωμάτιό της και δραπετεύει στο δάσος. Γοητευμένος από την πρωτόγνωρη ελευθερία που βιώνει, απολαμβάνει κάθε στιγμή της περιπλάνησής του, ώσπου μια τυχαία συζήτηση που ακούει του γεννά την επιθυμία να κάνει, μέρα που είναι, μια καλή πράξη. Στο δρόμο του θα συναντήσει το έλκηθρο του Αϊ-Βασίλη, και το λούτρινο παιχνιδάκι θα βρεθεί να μοιράζει μαζί μ’ έναν τάρανδο παιχνίδια στα παιδιά. Μόνο που κάποια στιγμή, όταν τα παιχνίδια στερέψουν, ο Μίσκα θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη νέα ελευθερία του και στο να δώσει χαρά σ’ ένα φτωχό παιδί επιστρέφοντας στον παλιό καλό του ρόλο, αυτόν του παιχνιδιού.

Έξυπνο το εύρημα της Colmont να ζωντανέψει ένα κακοπαθημένο λούτρινο ζωάκι, κάνοντας το παιδί αναγνώστη να προβληματιστεί πάνω στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ίδιο τα παιχνίδια του, αλλά και ευφυές το δίλημμα που θέτει ανάμεσα στο παράδοξο της ελευθερίας που βιώνει το ψεύτικο αρκουδάκι στο φυσικό περιβάλλον μιας αληθινής αρκούδας και στο ενδεχόμενο επιστροφής του στη «σκλαβιά» ενός σπιτιού που αφενός δεν ανήκει στην κακότροπη ιδιοκτήτριά του, αφετέρου είναι ο φυσικός του χώρος.

Και πάνω σ’ αυτό ακριβώς το εσωτερικό δίλημμα έχω την αίσθηση ότι χτίζει ο Olivier Tallec ολόκληρη την εικονογράφησή του. Πριν προχωρήσω, να σας πω ότι ο Μίσκα της Marie Colmont πρωτοκυκλοφόρησε στη Γαλλία πριν από εβδομήντα δύο χρόνια, το 1941, με εντελώς διαφορετική εικονογράφηση. Στη νέα έκδοση, του 2011, ο Tallec αναλαμβάνει το βάρος να δώσει στο κείμενο μια νέα αύρα, ενδεχομένως να το φωτίσει διαφορετικά, σεβόμενος ωστόσο το πνεύμα του. Ένα πνεύμα που, για παράδειγμα, δεν του αφήνει τα περιθώρια να μας χαρίσει μια χρωματική πανδαισία ανάλογη του πρώτου κυρίως βιβλίου του Μικρού και του Μεγάλου Λύκου. Το τοπίο εδώ είναι χειμωνιάτικο, κι ο Μίσκα μια μικροσκοπική φιγούρα στο αχανές δάσος: γκρίζοι κορμοί, παιχνίδι με τις φωτοσκιάσεις και τις αποχρώσεις του μπλε και του λευκού. Κι όπου δίνεται η ευκαιρία, ένα φωτεινό κόκκινο να χαρίζει λίγη αισιοδοξία κι ελπίδα. Κάπως έτσι επιλέγει να αποτυπώσει ο Tallec την ανασφάλεια, τη μοναξιά, το επικείμενο «Και τώρα τι;» που διατρέχουν τη φαινομενικά ανέμελη περιπέτεια του Μίσκα, υπογραμμίζοντας το παράταιρο και εφήμερο της παρουσίας του στο δάσος.

Αν πάντως θεωρείτε ότι αυτή η εικονογραφική επιλογή αποπνέει κάποια μελαγχολία, εγώ θα αντέτεινα πως προετοιμάζει εξαιρετικά το έδαφος για την –περίπου αυτονόητη– τελική απόφαση του ήρωα, αυτή που θα σηματοδοτήσει ενδεχομένως μια νέα, καλύτερη αρχή στη ζωή του, καθιστώντας τον πηγή παρηγοριάς αλλά και αντικείμενο φροντίδας από ένα παιδί που θα τον έχει αληθινά ανάγκη.


Το εξώφυλλο της αρχικής έκδοσης (εικον. Fédor Rojankovsky)
 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Rebecca Harry, Αϊ-Βασίλη, θέλω... έναν φίλο!

Απόδοση: Αντώνης Παπαθεοδούλου, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)

 


 


Ένας μοναχικός κούνελος γράφει στον Αϊ-Βασίλη ζητώντας του να του στείλει ένα φίλο. Δεν προλαβαίνει ωστόσο τον ταχυδρόμο κι αποφασίζει να ταξιδέψει και να παραδώσει ο ίδιος το γράμμα του στον άγιο. Στο δρόμο του θα συναντήσει ένα σωρό ζωάκια που θα χρειαστούν τη βοήθειά του. Χωρίς καλά καλά να το αντιληφθεί, θα μετατραπεί ο ίδιος σε πηγή δώρων και χαράς γι’ αυτά, χαρίζοντάς τους ένα ένα όλα τα εφόδια που έχει πάρει μαζί του για το ταξίδι του. Αυτές οι αλυσιδωτές πράξεις αγάπης θα τον φέρουν ως το κατώφλι του Αϊ-Βασίλη, ο οποίος δε θα δυσκολευτεί να υλοποιήσει την επιθυμία του φίλου μας. Άλλωστε η δική του γενναιοδωρία και το αίσθημα ανιδιοτελούς προσφοράς είναι εκείνα που ήδη τον έχουν, έστω και ασυνείδητα, οδηγήσει να βάλει τα θεμέλια για γερές, αληθινές φιλίες.
 
Ένα τρυφερό χριστουγεννιάτικο βιβλίο για τη δύναμη της προσφοράς, που όχι μόνο μας επιτρέπει να χαρίσουμε ευτυχία και ανακούφιση στους γύρω μας αλλά μεταμορφώνει μαγικά και τη δική μας πραγματικότητα. Ο ήρωας του βιβλίου μας, σε αντίθεση με πολλούς συνανθρώπους μας, έχει αντιληφθεί ότι αυτό που του λείπει δεν είναι τα υλικά αγαθά, αλλά μια συντροφιά που θα δώσει περιεχόμενο στη ζωή του – και ίσως γι’ αυτό να μη συνειδητοποιεί ενόσω μοιράζει αφειδώς τα δώρα του στη διαδρομή πόσο ουσιαστική είναι η βοήθεια που προσφέρει, αλλά και ότι το θαύμα που κυνηγάει το χτίζει ο ίδιος βήμα βήμα χάρη στην ανεξάντλητη καλοσύνη του.
 
Κι όλα αυτά μέσα σ’ ένα πανέμορφο, ονειρικό τοπίο, όπου κυριαρχεί η εναλλαγή ζεστών και ψυχρών χρωμάτων, με το ασημί να δίνει μια ξεχωριστή, χριστουγεννιάτικη λάμψη σε κάθε σελίδα,ερχόμενο σε γοητευτική αντίθεση με τις χνουδωτές μορφές των μικρών ζώων.
 
Αν το περσινό υπέροχο Ένα δώρο για τον καθένα μάς μίλησε με ευρηματικό τρόπο για τη χαρά του να προσφέρεις έστω κι ένα μικρό, αμελητέο δωράκι στους αγαπημένους σου, φέτος, το Αϊ-Βασίλη, θέλω... έναν φίλο! αναδεικνύει την αξία της φιλίας ως υπέρτατου δώρου και μας κάνει ν' αναλογιστούμε παραμονές-γι' άλλη μια χρονιά- δύσκολων Χριστουγέννων πόσα από κείνα τα μικρά εν δυνάμει θαύματα που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη μέσα μας θα μπορούσαν, βγαίνοντας απ' το καβούκι αγνών αν και άτολμων προθέσεων, να χαρίσουν σε μας και στους γύρω μας ανακούφιση, παρηγοριά, ίσως κι ευτυχία.
 

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Μάνος Κοντολέων, Μανόλο & Μανολίτο

Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013 (από 11 ετών)

 
 


Το καινούριο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη και με πρωταγωνιστές δυο φίλους πολύ αλλιώτικους μεταξύ τους: τον Μανόλο, ενήλικα, πολυδιαβασμένο συγγραφέα, και τον Μανολίτο, έναν πιτσιρικά γεμάτο απορίες. Οι δυο τους, στις κοινές τους περιπλανήσεις δίπλα στο ποτάμι της γειτονιάς τους παρέα μ’ ένα σκύλο, θα ανταμώσουν ένα πλήθος από θαυμαστά και παράδοξα και θα ανακαλύψουν ιστορίες αγάπης που θα φωτίσουν αλλιώς τόσο τον κόσμο γύρω τους όσο και τη δική τους ζωή.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τις «4 εποχές», οι ιστορίες αγάπης που θα τους αφηγηθεί η μυστηριακή, αρχετυπική γυναίκα, η Κυρά η Φύση, η οποία θα εμφανιστεί αναπάντεχα μπροστά τους μια μέρα, θα χρωματίσουν με τρόπο απρόσμενο τις τέσσερις εποχές του χρόνου: άλλοτε θα ’ναι οι πεταλούδες της άνοιξης που κουβαλάνε τα όνειρα των παιδιών· ή ο επίπονος μόχθος της επιβίωσης σ’ ένα ξερό και άνυδρο καλοκαιρινό τοπίο· κάποτε η λαχτάρα για περιπέτεια και η ελπίδα του καινούριου που κυοφορείται στην καρδιά του φθινοπώρου· και, τέλος, όλη η ομορφιά του χειμώνα που κουβαλάει σαν ανάμνηση ένα και μόνο δεντράκι.

Βέβαια, η συγγραφή δεν είναι ζήτημα συμμετρίας, αναλογίας, αντιστοιχίας, ούτε καν ισορροπίας. Δεν είναι πρόσθεση, αράδιασμα γεγονότων, αλλά η διαπλοκή τους. Γι' αυτό λοιπον κι εδώ το πρώτο μέρος, φτιαγμένο από απλά υλικά –έναν άντρα, ένα παιδί, ένα σκύλο, μια γυναίκα, μια γειτονιά με ένα ποτάμι–, είναι το γόνιμο έδαφος που, μπολιασμένο από τις αφηγήσεις αγάπης της μυστηριώδους γυναίκας, επιτρέπει να ανθίσει, να απλωθεί, η μία και μοναδική ιστορία αγάπης που θα απασχολήσει εν είδει μυστηρίου τους δυο φίλους στο δεύτερο μέρος.

Εξάλλου, σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «36 αμυγδαλιές», τα πάντα επικεντρώνονται με μεγαλύτερη ευκρίνεια σε πρόσωπα και γεγονότα· γίνονται πιο συγκεκριμένα: Ο Μανόλο κι ο Μανολίτο, πρώτα και κύρια, αποκτούν απτά χαρακτηριστικά. Μαθαίνουμε γι’ αυτούς, για τη ζωή τους, για τις συνήθειές τους, για την οικογένεια του Μανολίτο. Ο χώρος δράσης οριοθετείται κι αυτός πιο αυστηρά: Το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ένα έρημο σπίτι με ξεραμένα δέντρα – αυτό το έρημο σπίτι που έχει στοιχειώσει και ξεσηκώσει τη φαντασία κάθε ανθρώπου που υπήρξε κάποτε παιδί. Μια γυναικεία μορφή κυριαρχεί κι εδώ – κι ας μην είναι πια η μυστηριακή θεότητα που, παράδοξα παρούσα, επιβάλλει, ή έστω υποβάλλει, καθοδηγεί το θαύμα, αλλά η θλιβερά απούσα φθαρτή ύπαρξη που θα το κυνηγήσει, έστω και μάταια.

Έπειτα, αν στο πρώτο μέρος ο Μανόλο, ο ενήλικας, ο συγγραφέας, ο –προνομιακός– αφηγητής της ιστορίας, είναι αυτός που –νομίζει, ή μας κάνει να νομίζουμε, ότι– εξηγεί, ερμηνεύει, καθοδηγεί, στο δεύτερο απλώς ακολουθεί ασθμαίνοντας τον Μανολίτο στην αναζήτηση της αλήθειας που κρύβει το ερειπωμένο σπίτι με τα ξερά δέντρα. Όχι, δεν πρόκειται ακριβώς για ανατροπή, αλλά για το ξεσκέπασμα μιας απλής οφθαλμαπάτης: Οι «4 εποχές» κρατούν βαθιά μέσα τους όλα τα μυστικά: Μην ξεχνάμε, στο πρώτο μέρος ο Μανολίτο ήταν εκείνος που άκουσε όλες τις ιστορίες της Φύσης, τη στιγμή που ο Μανόλο τη συνάντησε μονάχα τρεις φορές. Τυχαίο; Μάλλον όχι. Όπως διόλου τυχαία δεν είναι κι η αναφορά που κάνει η Κυρά η Φύση στην πρώτη, την ανοιξιάτικη ιστορία της, στα όνειρα των παιδιών. Γιατί ο Μανολίτο, όπως μαθαίνουμε στις «36 αμυγδαλιές», είναι πλασμένος από το υλικό των ονείρων. Όνειρα που γεννούν οι ζωγραφιές της μαμάς του και που ζωντανεύουν τα ξύλινα κουκλάκια του μπαμπά του.

Όπως και να ’χει, αυτό που θα ανακαλύψουν οι δυο φίλοι ανοιξιάτικα, την εποχή της ανθοφορίας των δέντρων και των ονείρων, είναι μια πικρή ιστορία αγάπης κι ενός θαύματος που δε συντελέστηκε. Ο Μανολίτο θα αντιληφθεί επιπλέον ότι αυτό που τον σπρώχνει επίμονα να φωτίσει το μυστήριο του έρημου σπιτιού δεν είναι μόνο ο παιδικός του ενθουσιασμός, αλλά και η δική του, προσωπική ιστορία, αυτή που κυλά στο αίμα του και ορίζει την ύπαρξή του, αφού στα λείψανα που άφησε πίσω της η ματαιωμένη ιστορία αγάπης που κρύβει το ερειπωμένο σπίτι με τα ξερά δέντρα εδράζεται η δική του ονειρική υπόσταση.

Το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ: Όπως μια ιστορία δεν υπάρχει χωρίς αναγνώστη, έτσι κι ένα θαύμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ένα θεματοφύλακα που θα το περιμένει υπομονετικά όσο χρειαστεί. Ο ένας απ’ τους δυο φίλους δε θα εγκαταλείψει την προσπάθεια. Ο ένας απ’ τους δυο φίλους θα πιστέψει. Κι επειδή εκεί που ανταμώνουν οι ιστορίες με τα όνειρα γεννιούνται τα θαύματα, έστω κι ετεροχρονισμένα, ο Μανόλο κι ο Μανολίτο θα δουν τα γυμνά δέντρα του έρημου σπιτιού ν’ ανθίζουν…

Ένα μαγικό βιβλίο, όπου πρόσωπα, γεγονότα και ιστορίες, όμορφα φιλοτεχνημένα από την Ίριδα Σαμαρτζή, θυμίζουν κινούμενες ψηφίδες απ’ το συνδυασμό των οποίων αναδύονται διαρκώς νέες εικόνες κι απρόσμενες διασυνδέσεις. Ένα σχόλιο πάνω στη δύναμη της αγάπης και της φύσης, αλλά και πάνω στη διαδικασία της γραφής, της έμπνευσης και της δημιουργίας. Ένας συγγραφέας-αφηγητής που, αυτοϋπονομευόμενος, απολαμβάνει την ήττα του, η οποία δεν είναι άλλο από τον ολοκληρωτικό θρίαμβο της τέχνης του. Ένας πιτσιρικάς ονειρικός, κινητήριος μοχλός και ταυτόχρονα αποδέκτης της ιστορίας. Κι ένα θαύμα, που, όσο κι αν, στο επίπεδο της μυστηριώδους ιστορίας που βιώνουν Μανόλο και Μανολίτο, φαντάζει μεταφυσικό, στη σφαίρα της καθημερινότητάς τους υλοποιείται με τρόπο ολωσδιόλου φυσικό: στο πρόσωπο του ίδου του Μανολίτο, όπως τον έφτιαξαν από τα ανασυνθεμένα κομμάτια μιας άλλης, κατεστραμμένης ζωής οι υπέροχοι γονείς του, ακολουθώντας την προαιώνια κι αναλλοίωτη συνταγή της Φύσης!  

  

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Μαριάννα Κουμαριανού, Η συντροφιά του λόφου

Εικονογράφηση: Μαίρη Πολυδώρου, Εκδόσεις Παρρησία, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)




Μια μοναχική μηλιά στην κορυφή ενός λόφου, με τον ερχομό της άνοιξης, ζητάει από το φίλο της τον άνεμο, που ετοιμάζεται να την εγκαταλείψει, να της στείλει καινούριους φίλους. Εκείνος παίρνει τη φωνή της μακριά, στέλνοντας κοντά της δυο καρδερίνες, μιαν αράχνη και μια μέλισσα. Ένα μικρό οικοσύστημα γεννιέται γύρω απ’ το δέντρο. Τα πουλιά και τα έντομα βρίσκουν σ’ αυτό στέγη και τροφή, χαρίζοντάς του με τη σειρά τους τη συντροφιά τους. Με τον ερχομό του καλοκαιριού, δυο άλλοι φίλοι θα εμφανιστούν στη ζωή της μηλιάς, για να δώσουν και να πάρουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Μα, και σαν έρθει το φθινόπωρο, το δέντρο, καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί, θα ξανανταμώσει έναν παλιό του γνώριμο αλλά θα βρει κι έναν ακόμα καινούριο φίλο.

Μια τρυφερή ιστορία για τον κύκλο των εποχών αλλά και για τη σχέση φιλίας κι αλληλοβοήθειας που γεννιέται ανάμεσα σε διαφορετικά πλάσματα της φύσης. Το αίσθημα φιλοξενίας, ο αλληλοσεβασμός, η κατανόηση, η ανεκτικότητα και η αμοιβαία στήριξη είναι τα στοιχεία εκείνα που τους επιτρέπουν να συνυπάρχουν αρμονικά, την ώρα που η υπομονή κι η καρτερικότητα θα τα θωρακίσουν με αισιοδοξία για να αντιμετωπίσουν το δύσκολο χειμώνα και να αντέξουν τον πρόσκαιρο χωρισμό τους. Άλλωστε ξέρουν ότι το γύρισμα του χρόνου πάλι θα τα ξαναφέρει κοντά το ένα στο άλλο.

Αβίαστη αφήγηση, χωρίς τρομερά ξαφνιάσματα και ανατροπές, με κινητήρια δύναμή της την επιθυμία της μηλιάς να βρει φίλους. Γλώσσα απλή, με τους διαλόγους μεταξύ της μηλιάς και των καινούριων φίλων της να θυμίζουν στιχομυθίες αντλημένες από τον κόσμο του παραμυθιού. Όσο για την εικονογράφηση, στέκεται με συνέπεια στο πλευρό του κειμένου, σε μια έκδοση ιδιαίτερα φροντισμένη.

Ένα βιβλίο που αβίαστα και χωρίς διδακτική διάθεση εξοικειώνει τα μικρά παιδιά με το φυσικό κόσμο και τον τρόπο που επιδρούν σ’ αυτόν οι αλλαγές των εποχών, αλλά και ιδανικό για να τα προετοιμάσει για έναν ύπνο γλυκό σαν τους καρπούς της όμορφης ηρωίδας του.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Έγκλημα και τιμωρία ή τα χαμένα καπέλα του Jon Klassen (από 4 ετών)

Jon Klassen, Θέλω πίσω το καπέλο μου, μετάφραση Μαρία Τοπάλη, Εκδόσεις Κόκκινο, Καλαμάτα 2012

 
 

 
 

Ένας ελαφρώς νυσταλέος αρκούδος ψάχνει το χαμένο καπέλο του. Στο μόνιμο, επαναλαμβανόμενο ερώτημά του «Μήπως είδες το καπέλο μου;» απαντούν μια σειρά από ζώα. Τα περισσότερα λένε ότι δεν το έχουν δει, κάποια άλλα ισχυρίζονται ότι δεν ξέρουν καν τι είναι καπέλο ή ότι έχουν δει κάπου, κάποτε ένα άλλο καπέλο. Ένα απ’ αυτά ψεύδεται, και μάλιστα απροκάλυπτα. Ο αρκούδος θα χρειαστεί κάποιο χρόνο και λίγη βοήθεια για να το αντιληφθεί. Κι όταν το καταλάβει, θα φροντίσει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Αυτό είναι το Θέλω πίσω το καπέλο μου του Jon Klassen. Μια κατά βάθος νουάρ ιστορία βασισμένη σ’ ένα διάλογο όπου όσα λέγονται δεν ισχύουν κατ’ ανάγκη, και σε μια μινιμαλιστική εικονογράφηση που δεν αποκαλύπτει φόρα παρτίδα εκφράσεις και συναισθήματα –αρκεί να προσέξουμε ότι οι ήρωες της ιστορίας έχουν μιλιά αλλά δεν έχουν στόμα κι οι όποιες μεταπτώσεις τους δηλώνονται μόνο από κάτι αδιόρατες κινήσεις των ματιών–, ωστόσο, άλλοτε διακριτικά κι άλλοτε πιο έκδηλα, φέρνει στο φως όσα ο διάλογος κρύβει ή διαστρέφει.
Στην περίπτωσή μας πάντως, ο… κυρίως ρουφιάνος της υπόθεσης είναι το χρώμα, τόσο στην εικονογράφηση όσο και στο κείμενο. Έτσι, ενώ και στις εικόνες και στις γραμματοσειρές κυριαρχούν οι μουντές αποχρώσεις πάνω σε ένα ανοιχτόχρωμο φόντο, η χρήση του κόκκινου σε συγκεκριμένα σημεία γίνεται αποκαλυπτική συναισθημάτων, διαθέσεων αλλά και γεγονότων: Για παράδειγμα, η εμφάνιση του κόκκινου καπέλου στην εικόνα  που ο αρκούδος συναντά το δράστη ξεσκεπάζει το ψέμα του δεύτερου, ενώ η επαναλαμβανόμενη παρουσία του στις τελευταίες σελίδες το παγιώνει στη συνείδησή μας ως σύμβολο του –όποιου– εγκλήματος και του –όποιου– ψεύδους επιστρατεύεται για να το καλύψει. Το θρασύ εμπαιγμό και την απροκάλυπτη ενοχή υπογραμμίζει και η χρήση κόκκινης γραμματοσειράς για να αποτυπωθούν οι ψευδείς ισχυρισμοί του δράστη, ενώ ένα εξολοκλήρου κόκκινο φόντο σε μια συγκεκριμένη σελίδα γίνεται δηλωτικό της συνειδητοποίησης της αλήθειας από τον εξαπατημένο ιδιοκτήτη και της άγριας οργής που αυτή συνεπάγεται.
Στο φινάλε, το έγκλημα δεν επιφέρει απλώς τη δίκαιη τιμωρία αλλά κάτι πολύ χειρότερο από αυτή. Θα το υπονοήσει ευφυώς η εικόνα, την ώρα που το κείμενο, με ειρωνική διάθεση, θα μας θυμίσει ότι όλοι οι δράστες όλων των εγκλημάτων σ’ αυτό τον κόσμο επιμένουν να χρησιμοποιούν τις ίδιες πάντα δικαιολογίες. Όπως κι ότι, με τον ίδιο τρόπο που οι λέξεις δε λένε πάντα την αλήθεια, έτσι κι ο φαινομενικά άκακος κι αφελής κρύβει συχνά μέσα του έναν εν δυνάμει εγκληματία…

 

Jon Klassen, Αυτό δεν είναι το καπέλο μου, μετάφραση Γιώργος Κουραβέλος, Εκδόσεις Κόκκινο, Καλαμάτα 2013 

 
 
Ομολογώ ότι δεν έχω δει πιο ανατρεπτική συνέχεια βιβλίου από αυτή που μας έδωσε πρόσφατα ο Jon Klassen με το Αυτό δεν είναι το καπέλο μου. Ένα βιβλίο που κυριολεκτικά φέρνει τα πάνω κάτω. Αρχής γενομένης από τη φράση του τίτλου, η οποία δεν είναι η απλή διαπίστωση κάποιου που αίφνης ανακάλυψε ότι φοράει λάθος καπέλο – είναι ομολογία, και μάλιστα ενοχής! Γιατί η οπτική εδώ είναι ανεστραμμένη σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο: τα γεγονότα είναι δοσμένα από την πλευρά του δράστη. Αλλά κι ο κόσμος στον οποίο διαπράττεται το νέο έγκλημα δε βρίσκεται πάνω στη γη αλλά κάτω απ’ το νερό. Ακόμα και το σχήμα του βιβλίου είναι αναποδογυρισμένο, αφού, αντί για κάθετο, είναι οριζόντιο, για να φιλοξενήσει ζώα που δε διαθέτουν ύψος αλλά μήκος. (Καθότι, ναι, όπως θα αντιληφθήκατε, και οι ήρωες αυτού του βιβλίου καμία σχέση δεν έχουν με εκείνους του προηγούμενου…) Ανατροπή και στο χρώμα, καθώς εδώ κυριαρχεί το μαύρο φόντο για να αποδώσει το τοπίο του βυθού. Πάνω σ’ αυτό το μαύρο ο Jon Klassen τοποθετεί ψάρια και φυτά σε μεταλλικές αποχρώσεις, δίνοντας στο βιβλίο μια λάμψη που δε διαθέτει το Θέλω πίσω το καπέλο μου. Το αντικείμενο του εγκλήματος βέβαια είναι πάντα ένα καπέλο – αλλά καμία σχέση με το κόκκινο μυτερό καπέλο του αρκούδου. Αυτή τη φορά είναι γαλαζωπό και στρογγυλό. (Μήπως έχει κάποια συγγένεια μ’ εκείνο το μπλε στρογγυλό καπέλο που ισχυρίζεται ότι είχε δει το φίδι στο Θέλω πίσω το καπέλο μου; Δεν αποκλείεται…) Φάτσες γι’ άλλη μια φορά χωρίς στόματα, αν και εδώ τα βλέμματα είναι πολύ πιο εκφραστικά. Όσο για το διάλογο… ε, λοιπόν, διάλογος δεν υπάρχει. Έχει αντικατασταθεί από το μονόλογο του δράστη.
Ο οποίος είναι ένα μικρούλι ψαράκι που αρπάζει το καπέλο ενός μεγάλου ψαριού – να μια άλλη ομοιότητα: μικροσκοπικός ο δράστης, τεράστιο το θύμα. Το ψαράκι μας μάλιστα αιτιολογεί την πράξη του λέγοντας πως το απόκτημά του παραήταν μικρό για το νόμιμο ιδιοκτήτη του. Και καθησυχάζει αφελώς τον εαυτό του πιστεύοντας ότι το θύμα του κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου όταν το ίδιο διέπραττε το έγκλημα κι ότι ακόμα κι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας δεν πρόκειται να το καταδώσει. Την ώρα που στο κείμενο διαβάζουμε αυτές τις αισιόδοξες σκέψεις, η εικόνα τις υπονομεύει ανελέητα, κάνοντάς μας να γελάμε και μαζί να κλαίμε με την αφέλεια του μικρού ψαριού: Ενώ αυτό ταξιδεύει αμέριμνο για τη θαλάσσια κρυψώνα του, το μεγάλο ψάρι θα ξυπνήσει, ο αυτόπτης μάρτυρας θα μιλήσει… Και μετά;
Πάντα το μετά έχει να κάνει με τον τρόπο που ξέρει να επιβάλλει το δίκαιό του το θύμα της κλοπής. Το δίκαιο του ισχυρού και σε τούτο το βιβλίο, που σε αφήνει πάντα με ανάμεικτα συναισθήματα. Θέμα τρόπου επιβολής; Ή μήπως το γεγονός ότι στερεοτυπικά είμαστε πάντα πιο επιεικείς με τον μικρό και χαριτωμένο, έστω και κλεφτάκο; Τόσο το έγκλημα όσο κι η τιμωρία πάντως δε διαπράττονται σε κοινή θέα. Και στις δυο περιπτώσεις, το πρώτο δηλώνεται, η δεύτερη υπονοείται. Την ίδια ώρα που περίπου προκλητικά διατυμπανίζονται η παιδαριώδης αφέλεια κι η καραμπινάτη διπροσωπία και εξαπάτηση.
 
Ο Jon Klassen μάς χαρίζει δυο βιβλία για όλες τις ηλικίες: Aν ο ενήλικας γοητεύεται από τη διαποτισμένη με μαύρο χιούμορ υπαινικτικότητά τους, το παιδί διασκεδάζει με την αμυαλιά των δραστών και με τις ανατροπές καταστάσεων και ρόλων. Όσο για το αν και πώς αυτό το δεύτερο αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τη σκληρότητα της τιμωρίας, αυτό ο δημιουργός δεν το εκβιάζει ούτε το επιβάλλει. Το αφήνει στην ωριμότητα, στη φαντασία και στην παρατηρητικότητα του καθενός.  

 
 ---

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Birgitta Sif, Όλιβερ

Μετάφραση: Αντώνης Παπαθεοδούλου, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)

 
 
 

 

Ο Όλιβερ είναι ένα παιδί που αισθάνεται διαφορετικό και μόνο. Έτσι απλά. Κι ας έχει τριγύρω του ένα σωρό ανθρώπους. Κι ας τρέχει ο κόσμος στους δικούς του χρόνους και ρυθμούς. Ο Όλιβερ, εσωστρεφής, απόμακρος, επινοεί φίλους –τα ψεύτικα ζωάκια του– και ζει μαζί τους ένα σωρό παράτολμες περιπέτειες σε μακρινούς, παραμυθένιους κόσμους, που δεν είναι άλλοι απ’ τις γωνιές του σπιτιού του και της αυλής του μεταπλασμένες κατά το κέφι της φαντασίας του. Σε μια απ’ αυτές τις περιπέτειες θα γνωρίσει ένα άλλο, εξίσου διαφορετικό και μόνο παιδί. Κι η γνωριμία αυτή θα σηματοδοτήσει μια νέα αρχή.
 
Η Birgitta Sif, συγγραφέας και εικονογράφος, μας μιλάει για την παιδική μοναξιά και για την ικανότητα του παιδικού μυαλού να αποδρά από αυτή αλλάζοντας σχήμα και διαστάσεις ακόμα και στα πιο ασήμαντα αντικείμενα του περιβάλλοντός του μέσα από ένα βιβλίο στο οποίο κείμενο και εικόνα παίζουν μεταξύ τους ένα ενδιαφέρον παιχνίδι: Το πρώτο αποτυπώνει το εσωτερικό τοπίο του Όλιβερ. Τον κόσμο της φαντασίας του. Η δεύτερη την αντικειμενική πραγματικότητα. Από το πρώτο ήδη σαλόνι. «Ο Όλιβερ ένιωθε λίγο διαφορετικός» λέει το κείμενο. Τι σόι διαφορετικός; αναρωτιέσαι κι αναζητάς εναγωνίως στην εικόνα κάποιο αλλόκοτο πλάσμα ανάμεσα στους «φυσιολογικούς». Κάπου στο πλήθος διακρίνεις έναν πιτσιρικά με γυαλιά. Τίποτα το φοβερό. Γυρνάς σελίδα, αναζητάς τη φύση αυτής της διαφορετικότητας. Τη ρίζα αυτής της μοναξιάς. Κι εδώ δε βρίσκεις σπουδαία πράγματα. Το θέμα άλλωστε δεν είναι πόσο διαφορετικός είναι ο Όλιβερ αλλά το πόσο διαφορετικός νιώθει. Το κείμενο ωστόσο επιμένει: Τώρα σε εξωθεί να αναζητήσεις την οπτική εκδοχή των εξωτικών, ριψοκίνδυνων περιπετειών του παιδιού στην εικόνα. Εκείνη, πάλι, σε προσγειώνει στα απλά υλικά απ’ τα οποία τροφοδοτείται η παιδική φαντασία. Αλλά και επιμένει να κάνει νύξεις σ' ένα αισιόδοξο τέλος, καθώς εδώ κι εκεί μες στο βιβλίο ανακαλύπτουμε ένα άλλο παιδί να περιδιαβαίνει εξίσου μόνο στα ίδια μέρη με τον Όλιβερ. Άραγε θα βρεθούν οι δυο τους; Η κλιμάκωση θα έρθει όταν το κείμενο αλλάξει ρότα, αρχίζοντας σταδιακά να ρέπει προς την πραγματικότητα της εικόνας: εκείνη της μελαγχολικής διάθεσης του παιδιού. Ο μικρός θα αποδράσει απ’ αυτή χάρη σε μια καινούρια περιπέτεια, η οποία, παρότι θα επιχειρήσει μια μικρή βουτιά στη φαντασία, τούτη τη φορά θα είναι αληθινή. Και μάλιστα η πιο όμορφη που έχει ζήσει στην ως τώρα ζωή του.
 
Τον Όλιβερ τον πρωτοδιάβασα χτες το μεσημέρι μες στο μετρό και μου ’ρθε να βάλω τα κλάματα. Άνοιξα, βλέπετε, ανυποψίαστη ένα παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα ενός μικρού παιδιού που αισθάνεται διαφορετικό και μόνο. Μαζί του είδα να σουλατσάρει στις σελίδες η Χαρά του Τριβιζά παρέα με το Γκουντούν της. Κι ο δικός μου παιδικός εαυτός – τα ατέλειωτα μεσημέρια με τους μυστικούς κόσμους πίσω απ’ τα παρτέρια της αυλής, μια μικρή γούβα που παρίστανε το απόκρημνο φαράγγι, τη μαγική κρυψώνα κάτω απ’ τη σκάλα, τα μοναχικά παιχνίδια τένις με τον τοίχο. Και μαζί η περιστασιακή ή διαρκής μοναξιά κάθε παιδιού σ’ αυτό τον κόσμο, παρέα με τις φανταστικές ιστορίες που γεννά για να νικήσει την πλήξη.
 
Αν πάντως ο ολοκληρωτικός εγκλεισμός, η άτακτη φυγή σε έναν εξωπραγματικό κόσμο καταλήγει από παρηγοριά βάσανο κι απελπισία, η Birgitta Sif επιμένει ως το τέλος πως η παιδική φαντασία όχι μόνο «διορθώνει» τη ζόρικη πραγματικότητα αλλά είναι κι ένας δρόμος για να ανακτήσει το παιδί επαφή με τον αληθινό κόσμο. Αυτό υποδηλώνει άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο ο Όλιβερ ανακαλύπτει την εξίσου μοναχική Ολίβια. Σε ανάλογο κλίμα κινείται και το ανοιχτό τέλος της ιστορίας: Τα δυο παιδιά, έχοντας βρει το ένα το άλλο κάνουν μια νέα αρχή, στήνοντας παρέα μια παράσταση για το κοινό τους, εκείνους τους άψυχους, φανταστικούς φίλους, που δεν εγκαταλείπουν ακόμα και τώρα που βρήκαν ο ένας τον άλλο. Σκηνοθετούν άραγε τη δική τους πραγματική ιστορία ή σαλπάρουν παρέα σ’ ένα νέο φανταστικό ταξίδι; Κοιτάζοντας το τελευταίο σαλόνι, αδυνατώ αλλά και δε θέλω να πω με βεβαιότητα τι απ’ τα δυο συμβαίνει. Όπως δυσκολεύομαι και να πω από τι ακριβώς υλικό είναι πλασμένος ο λίγο διαφορετικός Όλιβερ, η λίγο διαφορετική Ολίβια, ο λίγο διαφορετικός καθένας από μας. Είμαστε άραγε οι ιστορίες που ζούμε; Εκείνες που επινοούμε; Ή μήπως εντέλει ένα κράμα και των δυο;

ΥΓ.: Υπάρχει και κάποιος μικρός, άοκνος, οικειοθελώς παρατηρητής της ζωής του Όλιβερ. Κάποιος που, αν και όχι ανθρώπινος, επιλέγει να τον ακολουθήσει από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Αναζητήστε τον.
 

 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Αγαθή Δημητρούκα, Οι Μαγκουράτοι

Εικονογράφηση: Ανδρομάχη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013 (από 8 ετών)

 
 
 
 
O νεαρός Ιταλός Σίλβιο Μαγκουράτι βλέπει τα όνειρά του για το μέλλον να ανατρέπονται βίαια από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, που τον στέλνει στρατιώτη στην Ελλάδα. Ωστόσο η δύσκολη αυτή συγκυρία θα γίνει η αιτία για να γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας όμορφης Ελληνίδας, να αγαπήσει και να αποδεχτεί ως δική του μια νέα πατρίδα, αλλά και να πετύχει επαγγελματικά χάρη στο ταλέντο, την επινοητικότητα και το θετικό του πνεύμα. Με σημείο αναφοράς πάντοτε την επιχείρηση που θα στήσει ο Σίλβιο μεταπολεμικά στην Πάτρα, παρακολουθούμε τρεις γενιές Μαγκουράτων να  διαπρέπουν στο εμπόριο, στην επιστήμη και στην τέχνη, διδάσκοντας τις αξίες της υπομονής, της σύμπνοιας, της εργατικότητας, της αισιοδοξίας και της αγωνιστικότητας.
Αν κάτι αληθινά προξενεί ενθουσιασμό και μαζί συγκίνηση στον αναγνώστη, είναι η δύναμη του χαρακτήρα του Σίλβιο, ο οποίος κυνηγάει τα όνειρά του χωρίς να  πτοείται από τις δυσμενείς περιστάσεις, δίχως να το βάζει κάτω, συνδυάζοντας τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική του ζωή πείσμα και φαντασία, τόλμη και πίστη σε πανανθρώπινες αξίες - για παράδειγμα, όταν αποφασίζει να αλλάξει πατρίδα, το κάνει παρακινημένος τόσο από τον έρωτα όσο και επειδή εμφορείται από ειρηνιστικά ιδανικά.
Παρ’ όλη βέβαια την επιλογή του κεντρικού ήρωα να ζήσει στην Ελλάδα, να εξελληνίσει το όνομά του και να ενσωματωθεί πλήρως στην τοπική κοινωνία, η σκοπιά του ίδιου και της οικογένειάς του δεν είναι στενά και ασφυκτικά ελληνοκεντρική: Αν η οικογενειακή παράδοση είναι η βάση στην οποία πατάει στέρεα η δυναστεία των Μαγκουράτων, δε λείπουν οι δημιουργικές επαφές των επόμενων γενεών με το εξωτερικό και η γόνιμη ενσωμάτωση καινούριων γνώσεων ή δεξιοτήτων στο χωνευτήρι της επιχείρησης – στοιχείο πάντως που δεν εμποδίζει τους ήρωες της ιστορίας μας να αναπτύξουν παράλληλα ο καθένας και τα ιδιαίτερα ταλέντα και τις ικανότητές τους χωρίς πιέσεις και αρνήσεις από την πλευρά της οικογένειας.
Αλλά και πέρα από την ιστορία του κεντρικού ήρωα, η στάση αποδοχής απέναντι στο ξένο γίνεται ορατή στο θετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται στο κείμενο τόσο η Γεωργιανή μετανάστρια που ως δασκάλα μουσικής βοηθάει τον εγγονό Αργύρη στη σύγχρονη Ελλάδα να αναπτύξει το μουσικό ταλέντο του, όσο και η σημερινή Γερμανία, που, όσο κι αν ανακαλεί οδυνηρές μνήμες στο Σίλβιο και στη γυναίκα του, έχοντας ξεπεράσει το τρομακτικό ναζιστικό παρελθόν της, είναι πλέον μια χώρα η οποία αγαπά ιδιαίτερα τις τέχνες και μπορεί να παράσχει σπουδές υψηλού επιπέδου σε αυτές.
Ο καμβάς πάνω στον οποίο στήνεται η ιστορία δεν είναι άλλος από την Ελλάδα του πολέμου, της Κατοχής, της μεταπολεμικής περιόδου, της Χούντας αλλά και της Μεταπολίτευσης. Στις τριάντα τόσες σελίδες του αφηγήματος περνάει από μπροστά μας σε αδρές γραμμές όλη η μεταπολεμική ελληνική ιστορία, χωρίς πάντως η συγγραφέας να αναλώνεται σε κουραστικές και αποπροσανατολιστικές λεπτομέρειες. Η δράση άλλοτε εκτυλίσσεται στην περιοχή της Πάτρας κι άλλοτε μεταφέρεται σε ευρωπαϊκές πόλεις (Φλωρεντία, Μόναχο…), με το τοπικό χρώμα να δίνεται μέσα από την αναφορά σε εμβληματικά τους σημεία ή αξιοθέατα.
 Χαρακτήρες επινοημένοι εμπλέκονται με πρόσωπα πραγματικά –χαρακτηριστική η αναφορά στη σοπράνο Άννα Παρλαπάνου–, τα οποία δε λειτουργούν μόνο ως μια ρεαλιστική πινελιά, αλλά και υπογραμμίζουν την παιγνιώδη διάθεση της συγγραφέα να κινηθεί μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Μάλιστα η Αγαθή Δημητρούκα φαίνεται τόσο ενθουσιασμένη από τα κατορθώματα των ηρώων της ώστε βρίσκει τον τρόπο, με αυτοσαρκαστική και αυτοϋπονομευτική διάθεση, εκεί προς το τέλος του βιβλίου, να στριμώξει και ίδιο τον εαυτό της μες στην ιστορία της!
Ύφος λιτό και στρωτό, ίσως λίγο απαιτητικό σε μερικά σημεία για τους νεότερους αναγνώστες, με σύντομα σχόλια διάσπαρτα εδώ κι εκεί, πινελιές χιούμορ, αναφορές στην ελληνική ποίηση και μουσική, αλλά και την αναγκαία δόση στίχων γραμμένων από την ίδια τη Δημητρούκα. Κι όλα αυτά την ώρα που οι ασπρόμαυρες εικόνες της Ανδρομάχης Γιαννοπούλου φιλοτεχνούν με συνέπεια χαρακτηριστικές στιγμές από τη ζωή τριών γενεών Μαγκουράτων, απηχώντας την καθημερινότητα παλιότερων εποχών.
Ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο, όχι μονάχα γιατί η θετική αύρα των ηρώων του μπορεί να λειτουργήσει ως πυξίδα απεγκλωβισμού από μελλοντικά αδιέξοδα για τους μικρούς αναγνώστες, αλλά κι επειδή, σε μια εποχή που η ρατσιστική βία και η ξενοφοβία ξυπνούν οδυνηρές μνήμες, η ιστορία του «ξένου» Σίλβιο και της υπέροχης σχέσης που διαμορφώνει με τη νέα του πατρίδα θα βοηθήσει τα παιδιά να δουν με άλλο μάτι τους τόσους και τόσους μη ελληνικής καταγωγής κατοίκους της χώρας μας που ζουν κι ανασαίνουν δίπλα μας κουβαλώντας τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ελπίδες και τις ίδιες αγωνίες με μας.
 
 
 

 
 

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Quentin Gréban, Πώς να εκπαιδεύσετε το (μικρό) μαμούθ σας

Μετάφραση: _ , Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)

 
  

Το βιβλίο του Quentin Gréban είναι αυτό ακριβώς που λέει: μία μέθοδος για να εκπαιδεύσετε το μαμούθ σας. Το μικρό μαμούθ σας για την ακρίβεια. Όσο μικρό μπορεί να είναι αυτό. Όσο υπαρκτό μπορεί να είναι ένα μαμούθ στις μέρες μας. Και, στην τελική, όσο κατοικίδιο μπορεί να είναι το εν λόγω ζωάκι.

Γιατί μαμούθ λοιπόν; Γιατί ένα γιγαντιαίο ζώο χρόνια εξαφανισμένο από τη Γη; Γιατί όχι γατάκι, σκυλάκι, καναρινάκι, χαμστεράκι, κάτι μικρό και χαδιάρικο, βολικό και προσαρμοστικό;
 
Ίσως γιατί στο κεφάλι ενός εικονογράφου που είναι και συγγραφέας οι εικόνες να προηγούνται των λέξεων. Κι η εικόνα ενός μαμούθ ως κατοικίδιου –πολλώ δε μάλλον όταν η λιλιπούτεια ιδιοκτήτριά του πρέπει να του διδάξει κι ένα σωρό κανόνες…– είναι από μόνη της τόσο εξωφρενική ώστε να αποδειχτεί εξαιρετικά ελκυστική για τα παιδιά, που γυρεύουν να ανακαλύψουν πώς στο καλό θα λειτουργήσει αυτό το φιλόδοξο παιδαγωγικό εγχείρημα.

Τα πράγματα είναι απλά: Από το μια το κείμενο, δέκα συμβουλές όλες κι όλες, για την κοινωνικοποίηση, το πρόγραμμα, τη διατροφή, τον ύπνο, την καθαριότητα, την υγιεινή, την άθληση, την ψυχαγωγία και τη δημιουργική έκφραση του μικρού μαμούθ. Πάνω κάτω οι ίδιες που θα έδινε κανείς και σε μια μαμά για τη φροντίδα και το μεγάλωμα του παιδιού της. Κι από την άλλη η εικονογράφηση: ανατρεπτική, διασκεδαστική, υπονομευτική. Το κοριτσάκι πασχίζει να εφαρμόσει στο κατοικίδιό του τους κανόνες. Όσο για το καημένο το μαμούθ, δε λες ότι δεν είναι συνεργάσιμο, δε λες ότι δε θέλει να μάθει ή δεν το διασκεδάζει, αλλά, όπως και να το κάνουμε, είτε λόγω μεγέθους είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας είτε λόγω παιδικής αδεξιότητας, τα ψιλοκάνει μαντάρα. Έτσι, όσο πιστά κι αν εφαρμόζεται ο κανόνας στα χαρτιά, το αποτέλεσμα, δοσμένο απ’ την εικόνα, είναι τουλάχιστον διασκεδαστικό, ενίοτε και καταστροφικό!

Έξυπνος τρόπος για να αποτυπωθούν αβίαστα οι κανόνες της καθημερινής ρουτίνας στο κεφαλάκι ενός μικρού παιδιού. Αλλά και να απενοχοποιηθεί το ίδιο για τις δικές του αδεξιότητες και μικροζημιές. Άλλωστε, τι να τα λέμε, εκπαιδεύτρια κι εκπαιδευόμενος μοιάζουν τόσο πολύ! Θα το παραδεχτεί η μικρή αφηγήτρια στο τέλος του βιβλίου. Ίσως έχει ήδη προλάβει να σας το ξεφουρνίσει κάπου εκεί στα μισά της ιστορίας και το δικό σας μικρό («Κοίτα, μαμά, το κοριτσάκι πρέπει να φροντίζει το μαμούθ του σαν να είναι κι αυτό παιδάκι!»).
Κι αν τυχόν είναι πολύ ψαγμένος και έμπειρος αναγνώστης, φτάνοντας στο προτελευταίο σαλόνι, εκεί που το μαμούθ έχει πασαλειφτεί με μπογιές, παραπέμποντας στο διάσημο πολύχρωμο ήρωα του David McKee, το βλαστάρι σας μπορεί να σας πετάξει και την ατάκα που θα στείλει στους εφτά ουρανούς κάθε πωρωμένη βιβλιόφιλη μάνα: «Μαμά, κοίτα, το μαμούθ ζωγραφίστηκε Έλμερ!»

Πώς να εκπαιδεύσετε το (μικρό) μαμούθ σας λοιπόν, ή, αλλιώς, πώς να εισαγάγετε το πιτσιρίκι σας, μεταξύ άλλων, ΚΑΙ στις έννοιες της λογοτεχνικής επιρροής και της διακειμενικότητας…