Μετάφραση: Φίλιππος Μανδηλαράς, Εκδόσεις Κόκκινο, Καλαμάτα 2013 (από 3 ετών)
Ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα αυτού του μπλογκ –αν και οπωσδήποτε όχι το
μοναδικό– είναι η παντελής απουσία του ονόματος του Olivier Tallec από τις αναρτήσεις του. Γι’ αυτό και η σημερινή
παρουσίαση της ιστορίας της Marie Colmont με τις εικόνες του σπουδαίου αυτού
εικονογράφου λειτουργεί και ως ένα είδος εξιλέωσης…
Αφήνοντας στην άκρη τα αναγνωστικοϋπαρξιακά μου, να σας πω ότι ο Μίσκα του
τίτλου είναι ένα λούτρινο αρκουδάκι που, απαυδισμένο από την άθλια συμπεριφορά
της ιδιοκτήτριάς του, της Ελισάβετ, τα μαζεύει χριστουγεννιάτικα από το δωμάτιό
της και δραπετεύει στο δάσος. Γοητευμένος από την πρωτόγνωρη ελευθερία που
βιώνει, απολαμβάνει κάθε στιγμή της περιπλάνησής του, ώσπου μια τυχαία συζήτηση
που ακούει του γεννά την επιθυμία να κάνει, μέρα που είναι, μια καλή πράξη. Στο
δρόμο του θα συναντήσει το έλκηθρο του Αϊ-Βασίλη, και το λούτρινο παιχνιδάκι θα
βρεθεί να μοιράζει μαζί μ’ έναν τάρανδο παιχνίδια στα παιδιά. Μόνο που κάποια
στιγμή, όταν τα παιχνίδια στερέψουν, ο Μίσκα θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη
νέα ελευθερία του και στο να δώσει χαρά σ’ ένα φτωχό παιδί επιστρέφοντας στον
παλιό καλό του ρόλο, αυτόν του παιχνιδιού.
Έξυπνο το εύρημα της Colmont να ζωντανέψει ένα κακοπαθημένο λούτρινο ζωάκι, κάνοντας το παιδί
αναγνώστη να προβληματιστεί πάνω στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ίδιο
τα παιχνίδια του, αλλά και ευφυές το δίλημμα που θέτει ανάμεσα στο παράδοξο της
ελευθερίας που βιώνει το ψεύτικο αρκουδάκι στο φυσικό περιβάλλον μιας αληθινής
αρκούδας και στο ενδεχόμενο επιστροφής του στη «σκλαβιά» ενός σπιτιού που
αφενός δεν ανήκει στην κακότροπη ιδιοκτήτριά του, αφετέρου είναι ο φυσικός του
χώρος.
Και πάνω σ’ αυτό ακριβώς το εσωτερικό δίλημμα έχω την αίσθηση ότι χτίζει ο Olivier Tallec ολόκληρη την εικονογράφησή του. Πριν προχωρήσω, να σας πω ότι ο Μίσκα της Marie Colmont πρωτοκυκλοφόρησε στη Γαλλία πριν από εβδομήντα δύο χρόνια, το 1941, με
εντελώς διαφορετική εικονογράφηση. Στη νέα έκδοση, του 2011, ο Tallec αναλαμβάνει το βάρος να δώσει στο κείμενο
μια νέα αύρα, ενδεχομένως να το φωτίσει διαφορετικά, σεβόμενος ωστόσο το πνεύμα
του. Ένα πνεύμα που, για παράδειγμα, δεν του αφήνει τα περιθώρια να μας χαρίσει
μια χρωματική πανδαισία ανάλογη του πρώτου κυρίως βιβλίου του Μικρού και του
Μεγάλου Λύκου. Το τοπίο εδώ είναι χειμωνιάτικο, κι ο Μίσκα μια μικροσκοπική
φιγούρα στο αχανές δάσος: γκρίζοι κορμοί, παιχνίδι με τις φωτοσκιάσεις και τις
αποχρώσεις του μπλε και του λευκού. Κι όπου δίνεται η ευκαιρία, ένα φωτεινό
κόκκινο να χαρίζει λίγη αισιοδοξία κι ελπίδα. Κάπως έτσι επιλέγει να αποτυπώσει
ο Tallec την
ανασφάλεια, τη μοναξιά, το επικείμενο «Και τώρα τι;» που διατρέχουν τη
φαινομενικά ανέμελη περιπέτεια του Μίσκα, υπογραμμίζοντας το παράταιρο και
εφήμερο της παρουσίας του στο δάσος.
Αν πάντως θεωρείτε ότι αυτή η εικονογραφική επιλογή αποπνέει κάποια
μελαγχολία, εγώ θα αντέτεινα πως προετοιμάζει εξαιρετικά το έδαφος για την
–περίπου αυτονόητη– τελική απόφαση του ήρωα, αυτή που θα σηματοδοτήσει
ενδεχομένως μια νέα, καλύτερη αρχή στη ζωή του, καθιστώντας τον πηγή παρηγοριάς
αλλά και αντικείμενο φροντίδας από ένα παιδί που θα τον έχει αληθινά ανάγκη.
Το εξώφυλλο της αρχικής έκδοσης (εικον. Fédor Rojankovsky) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου