Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Χρήστος Μπουλώτης, Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας

Ζωγραφιές Φωτεινή Στεφανίδη, Polaris, Αθήνα 2011 (από 6 ετών)

 




Ένα από αυτά τα βιβλία που φοβάσαι να τ’ αγγίξεις μην τυχόν και χαλάσεις κάτι από την ομορφιά τους. Μια ιστορία για την αγάπη που γεννιέται σ’ ένα λιβάδι ανάμεσα σε μια πανέμορφη μοναχική λεύκα κι ένα περήφανο άλογο, μια αγάπη που αναδύεται μέσα από την κοινή μοναξιά τους, η οποία θα είναι και η αφορμή για να προσέξουν το ένα την εκθαμβωτική ομορφιά του άλλου. Πλάσματα τελείως αλλιώτικα, το δέντρο και το ζώο θα βρουν κοινούς κώδικες, θα μοιραστούν γνώσεις, εμπειρίες, συναισθήματα και αισθήσεις. Ως την ημέρα που το άλογο εξαφανίζεται, καθώς ο ιδιοκτήτης του δεν έχει πια δουλειές στο χωράφι που γειτονεύει με το λιβάδι της λεύκας. Ο χωρισμός είναι αφόρητος και το άλογο θα βρει τρόπο να ξαναβρεθεί κοντά στην αγαπημένη του. Μα όταν η κακία κι ο φθόνος θα θέσουν σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή της λεύκας, η ανθρωπιά θα είναι αυτή που θα διασώσει την αγάπη, κι εκείνη με τη σειρά της θα αγγίξει το θαύμα, χωρίς πάντως να απαρνηθεί το βασικό της χαρακτηριστικό, την πλήρη αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου.

Ειπωμένη ήρεμα κι αβίαστα σαν παραμύθι, η ιστορία του Χρήστου Μπουλώτη αργά, σταθερά, συνειδητά θραύει στερεότυπα και σχήματα, πετυχαίνοντας μια σειρά από ανέλπιστες ανατροπές των αναγνωστικών μας προσδοκιών: Πρώτα απ’ όλα, είναι ο τρόπος που γεννιέται η αγάπη δέντρου και ζώου, αργός και κοπιώδης. Όσο κι αν είναι μεγάλη η ομορφιά της λεύκας, όσο κι αν είναι πανέμορφο το λευκό άλογο, θα χρειαστεί να δώσουν προσοχή, να νοιαστούν το ένα για το άλλο για να αγαπηθούν. Βέβαια, κι η ίδια αυτή η ομορφιά φθείρεται, παύει κάποια στιγμή να υφίσταται – αλλά αυτό δεν κάνει καμία διαφορά, καθώς εκείνος που αγαπάει κατορθώνει να διακρίνει το ωραίο πέρα από την προφάνεια της εμφάνισης. Όσο για το κακό, μπορεί, τηρώντας τα προσχήματα, να είναι «κακομούτσουνο», ωστόσο ο κόσμος που πλάθει ο Μπουλώτης δεν ορίζεται από το απλουστευτικό δίπολο καλό-κακό. Οι ήρωές του έχουν κι αυτοί τις ψυχολογικές διακυμάνσεις τους και φτάνουν στην προσωπική τους αλήθεια με τον ίδιο τρόπο που κι η αγάπη, όπως προείπαμε, δεν κεραυνοβολεί αλλά κατακτιέται. Έτσι, ο ιδιοκτήτης του αλόγου μπορεί αρχικά να βάζει με το νου του να κόψει τη λεύκα, αλλά, έχοντας ακουστά την ικανότητα των λουλουδιών να μιλάνε, αφουγκράζεται τις πονεμένες κραυγές του δέντρου και συγκινείται απ’ την ιστορία του. Ένα μικρό θαύμα ανθρωπιάς. Και δεν είναι το μόνο: Τα θαύματα που γεννιούνται στο λιβάδι το οποίο στεγάζει αυτή την παράξενη αγάπη είναι μικρά αλλά συνιστούν γιγαντιαίες προσωπικές υπερβάσεις. Όπως το δέντρο που κατορθώνει να περπατήσει για χάρη του αγαπημένου του αλόγου. Κι αν οι από μηχανής θεοί δε λείπουν, πρόθυμοι να κάνουν πιο απλή τη ζωή των δυο αγαπημένων μεταμορφώνοντάς τους και τους δυο σε άλογα ή σε λεύκες, η ιστορία μας αποφεύγει να ακολουθήσει τις πεπατημένες βατραχιών που έγιναν πρίγκιπες ή γοργόνων που απέκτησαν πόδια, εμμένοντας στην ουσία της σχέσης των δυο αγαπημένων: αυτό που αγάπησαν ο ένας στον άλλο ήταν η διαφορά και ταυτόχρονα η μοναδικότητά τους. Περιορίζοντας έτσι νεράιδες και φεγγάρια, πλάσματα της φαντασίας, στο ρόλο του έκθαμβου παρατηρητή. Κι επιβεβαιώνοντας καθ’ ολοκληρίαν το «παράξενο» αυτής της αγάπης: με την έννοια όχι μονάχα του αλλόκοτου, του ακατανόητου, αλλά και του σπάνιου, του θαυμαστού.

Αυτό ακριβώς το «παράξενο» με τη διπλή του έννοια έρχεται να αποτυπώσει στις ζωγραφιές της η Φωτεινή Στεφανίδη. Αποδίδοντας το μεταφυσικό ως προϊόν, ή προέκταση, του φυσικού, του παράδοξα αυτονόητου της αγάπης ζώου και δέντρου. Οπτικοποιώντας το θαύμα κι εντάσσοντάς το αβίαστα, με τον ίδιο τρόπο που επιτάσσει και η αφήγηση, στο καθημερινό σύμπαν των δυο αγαπημένων. Ζωγραφίζοντας έναν κόσμο όπου της πραγματικότητας υπερίπτανται αμέριμνα το αφανές και το άρρητο, το μαγικό και το μυστικό, το μυθικό και το αρχέγονο, όχι ως περαστικοί ταξιδιώτες αλλά ως συστατικά της στοιχεία και μαζί στοχαστικοί παρατηρητές της. Και με την αδιάλειπτη παρουσία ενός ιπτάμενου βιβλίου να υπενθυμίζει την κατεξοχήν φύση της ιστορίας.

Με κάποιον τρόπο, ο δύσκολος δρόμος που διαλέγουν να πορευτούν τα δυο αυτά υπέροχα πλάσματα, το άλογο κι η λεύκα, φαντάζει γοητευτικός όχι μονάχα γιατί υποδηλώνει τη βαθιά αυτογνωσία τους και τη συνειδητότητα των επιλογών τους, αλλά και γιατί αντικατοπτρίζει μια καλλιτεχνική αντίληψη που, μακριά από απλουστεύσεις, μανιέρες, συνταγές και σπασμωδικές κραυγές, τολμά την ανατροπή χωρίς να την εκβιάζει, αγκαλιάζει το θαύμα χωρίς να αρνιέται την πραγματικότητα, αποφεύγει τη σχηματικότητα και την απλοϊκότητα χωρίς να επιζητά την εκζήτηση. Και μάλιστα σαν να μη μεσολάβησαν λέξεις, εικόνες, φθόγγοι, χρωστικές, κάθε λογής κώδικες κι υλικά, ανάμεσα στην αρχική πρόθεση και στην υλοποίησή της.


Όταν θέλησα να γράψω για το βιβλίο,
πήγα να το αναζητήσω στο δωμάτιο της κόρης μου
και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να το φωτογραφίσω
με αυτό το φοβερό σελιδοδείκτη!
 

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Γενέθλια


Όταν γράφεις σ’ ένα μπλογκ, είναι σαν να αφήνεις στη θάλασσα ένα μπουκάλι απ’ αυτά με τους μυστικούς χάρτες. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος, πού, πότε και γιατί θα σε διαβάσει, τι θα καταλάβει, πώς θα σε ερμηνεύσει, αν θα κρατήσει τελικά τον αυτοσχέδιο χάρτη σου και αν αυτός θα τον οδηγήσει όντως σε άνθρακες ή σε θησαυρό. Είναι αυτό το τυχαίο του πράγματος, αυτή η μοναξιά μπροστά στην οθόνη η οποία ποτέ δεν ξέρεις πότε θα μεταλλαχτεί σε μια επικοινωνία φτιαγμένη μόνο από λέξεις, που κάνει το μπλόγκινγκ τόσο γοητευτικό.

Παρ’ όλη τη γοητεία του πράγματος πάντως, δεν έγινα μπλόγκερ από μια γενική κι αόριστη ανάγκη να επικοινωνήσω. Ξύπνησα ένα πρωί του περασμένου Ιουλίου με μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα σφηνωμένη στο κεφάλι: να φτιάξω ένα μπλογκ για παιδικά βιβλία’ να μιλήσω στους φίλους και γνωστούς, αλλά και σ’ όποιον άγνωστο τύχαινε να συναπαντηθεί με τα κείμενά μου, για τις αναγνώσεις που μοιραζόμουν με τα παιδιά μου, να τους προτείνω συγγραφείς και ιστορίες. Είχα αρχίσει, βλέπετε, να συνειδητοποιώ ότι μια ενασχόληση που είχε ξεκινήσει με στόχο την εξεύρεση καλών βιβλίων για τη μεγάλη μου κόρη είχε καταλήξει να γίνει προσωπική μανία, σχεδόν υποκαθιστώντας τα ενήλικα διαβάσματά μου. Στο μυαλό μου υπήρχε ήδη μια λίστα από βιβλία για τα οποία θα έγραφα. Αρκεί να σας πω ότι για αρκετά από αυτά δεν έχω ακόμα γράψει. Στην πορεία βρέθηκαν άλλα στο δρόμο μου, με παρέσυραν, με ενθουσίασαν κι έτσι ακόμα κρατάω κάβα απ’ το περσινό καλοκαίρι ένα σωρό αναρτήσεις to be.

Όταν λίγες μέρες μετά ξεκίνησα το μπλογκ –Παρασκευή και 13, ημερομηνία που είμαι σίγουρη ότι θα απέφευγε κάθε σώφρων και νηφάλια σκεπτόμενος άνθρωπος–, άφησα τις πρώτες εκείνες αναρτήσεις να ταξιδέψουν στην καλοκαιρινή θάλασσα παρέα με τις ευχές λίγων καλών φίλων. Δεν το είπα σε πολλούς: Δεν ήθελα να επιβάλω στα κείμενά μου κανένα κοινό, δεν ήθελα να εκβιάσω κανένα αποτέλεσμα. Προτιμούσα να με ανακαλύψουν κατά τύχη, κι αν κάποιους τους αφορούσαν αυτά που έγραφα, ευπρόσδεκτοι! Άλλωστε πάντα πίστευα –κι εξακολουθώ να πιστεύω– στη γοητεία του τυχαίου, του αναπάντεχου. Όχι στη μοίρα, αλλά στη μαγεία της στιγμής. Και νομίζω πως αποζημιώθηκα γι’ αυτή μου την απόφαση: Οι στιγμές ήταν εκείνες που το έφεραν να ανακαλύψω πολλά συναρπαστικά ιστολόγια, να γνωρίσω, έστω διαδικτυακά, ενδιαφέροντες ανθρώπους, αλλά και να γνωριστώ εκ νέου με παλιούς γνώριμους με τρόπους ιδιαιτέρως αποκαλυπτικούς. Η αναγνωσιμότητα, ο αριθμός των χτυπημάτων, των likes, των αναγνωστών, δεν ήταν ποτέ ο στόχος. Ό,τι περισσότερο ήθελα ήταν να βρουν οι αναρτήσεις μου δύο, τρεις, πέντε, άντε δέκα συνειδητούς αναγνώστες που να μοιράζονται την αγάπη μου για το καλό παιδικό βιβλίο. Νομίζω ότι βρήκα περισσότερους και τους ευχαριστώ γι’ αυτό με όλη μου την καρδιά.

Αν πρέπει να διαλέξω κάποιες αναρτήσεις από τις εξήντα τέσσερις που μετράει το μπλογκ μέχρι σήμερα, με εντελώς συναισθηματικά κριτήρια, θα ξεχωρίσω την πρώτη πρώτη, αφιερωμένη στις φοβερές και τρομερές λυκοϊστορίες του Geoffroy de Pennart – και, μεταξύ μας, ευτυχώς που γράφτηκε πέρσι και δεν περιλαμβάνει το μετριότατο φετινό Πέσε πίτα να σε φάω, το οποίο κλόνισε αρκετά το θαυμασμό μου για το δημιουργό του Ιγκόρ, του Λουκά και των άλλων λυκόπαιδων· όπως και εκείνη της πρώτης μέρας των περσινών καλοκαιρινών διακοπών μας, γραμμένη σ’ ένα μπαλκονάκι που έβλεπε κι άκουγε το Μυρτώο, για τη γνωριμία μου αλλά και την πρώτη εμφάνιση στα ελληνικά του μεγάλου Oliver Jeffers. Λίγο καιρό αργότερα, ένα μεσημεράκι στο χωριό των παιδικών μου χρόνων, μου ήρθε να μιλήσω για ό,τι περισσότερο λατρεύω απ’ τον υπέροχο κύριο Ευγένιο. Μια φθινοπωρινή μέρα, πάλι, ήρθε μια ανάρτηση για ένα καραβάκι στο αγαπημένο μου χρώμα, το κόκκινο, που με οδήγησε σε μια βουτιά αναγνωστικής αυτογνωσίας, αναγκάζοντάς με να αλλάξω ακόμα και το προφίλ που είχα αναρτήσει στο μπλογκ. Αξέχαστο θα μου μείνει το ονειρικό ταξίδι που χάρισε ένας τρυφερός εγγονός στον αγαπημένο του παππού λίγο πριν από τον οριστικό τους χωρισμό σ’ ένα βιβλίο που ανακάλυψα δέκα χρόνια αφότου εκδόθηκε· όπως κι η συναισθηματική φόρτιση που ένιωσα γράφοντας για το βιβλίο μιας συγγραφέα που δε βρίσκεται πια στη ζωή και με την οποία είχε τύχει να γνωριστώ και να συνεργαστώ – και που η πριγκίπισσά της στάθηκε αφορμή να μάθει η μεγάλη μου κόρη να διαβάζει κάτι χειμωνιάτικα βράδια που μας άρεσε να παίζουμε με τις λέξεις παρέα με χαρτιά και πολύχρωμα μολύβια. Με τις λέξεις έχω ένα κόλλημα, κι η ανάρτηση για το ραφτάκο τους ήρθε αργά ένα σαββατιάτικο βράδυ του Νοέμβρη, ύστερα από ένα παιδικό πάρτι εν καιρώ κρίσης, όπου τα εφέ κι οι προκάτ εκπλήξεις είχαν αντικατασταθεί με πολύ κέφι, λέξεις και ήχους αγαπημένων τραγουδιών. Αν ήταν, πάλι, να στείλω γράμμα στον Αϊ-Βασίλη, θα του έστελνα αυτούσια τη χριστουγεννιάτικη ανάρτηση για ένα «τερατώδες» βιβλίο που πολύ θα ‘θελα να δω επιτέλους μεταφρασμένο στα ελληνικά. Δεν μπορώ να μη συμπεριλάβω σ’ αυτό το ιδιότυπο top 10 την ανάρτηση που αφιέρωσα σ’ ένα βιβλίο που με είχε κυριολεκτικά στοιχειώσει, με τα μάτια της πολυταξιδεμένης κούκλας του να με κυνηγούν παντού – στις διαδρομές με το αυτοκίνητο, στα πηγαινέλα στο σχολείο της κόρης μου, ακόμα και στο σούπερ μάρκετ. Ούτε και μιαν άλλη για ένα βιβλίο το οποίο πρωτοδιάβασα απνευστί μέσα σ’ ένα βιβλιοπωλείο λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει η παρουσίασή του από τη συγγραφέα του και που οι δυο υπέροχες ηρωίδες του, η Μαραλά κι η Ροδινή, αυτοστιγμεί με συνεπήραν.

Ήταν αυτά τα βιβλία που αγάπησα περισσότερο; Τι να σας πω… Οι μαγικοί ήρωες του J. A. Rowe, ο ονειρικός βασιλιάς των Τρεβελιάν-Κόρνερ, το ελάφι του Jeffers, τα κοτόπουλα των Ζολιμπουά-Ενρίς, η αγελαδίτσα Σοφία, η Λούλα η γαλοπούλα, τα δαιμόνια Χμ, τα ποιητικά παραμύθια του Αλέξη Κυριτσόπουλου, ο Βιβλιοπόντικας, οι ιδιότυπες φιγούρες του Tassies, ο ασπρόμαυρος ζωγράφος, ο μοναδικός και μοναχικός Αγάπιος, χοντρικά περίπου όλα εκείνα για τα οποία έγραψα για κάποιο λόγο αγαπήθηκαν από αυτό το ιστολόγιο.

Πρόθεσή μου είναι σ' αυτό το πνεύμα να συνεχίσω για όσο πάει. Αν μια μέρα τελειώσει τούτο το ταξίδι, θέλω κι ελπίζω αυτό να γίνει επειδή θα 'χει δώσει τη θέση του σε κάποιο άλλο. Ποιο θα 'ναι αυτό; Τι να σας πω. Δεν μπορώ να ξέρω από τώρα με τι παράξενο όνειρο θα ξυπνήσω ένα πρωί κάποιου άλλου Ιουλίου και πού θα με πάει αυτό.
 
Και, για να μην το –και σας– κουράζω, θα ήθελα να κλείσω αυτή την αναδρομή με μια προσωπική διαπίστωση: Πριν από πολλά, πολλά χρόνια, τουτέστιν μια φορά κι έναν καιρό, η μικρή Ελένη διάβαζε μανιωδώς παιδικά βιβλία. Ύστερα από ένα διάλειμμα δεκαετιών, η μεγάλη Ελένη αποφάσισε να φτιάξει αυτό το μπλογκ για να προτείνει παιδικά βιβλία σε κάθε ενδιαφερόμενο. Αν αυτή η δεύτερη πίστεψε στο ξεκίνημα τούτης της διαδρομής ότι με κάποιον τρόπο αυτές οι αναγνώσεις θα σηματοδοτούσαν μια επιστροφή στην παιδικότητα, είναι σίγουρο ότι λάθεψε. Το μόνο που τελικά δύναται να αναβιώσει είναι η ανάμνηση του παιδιού που υπήρξαμε, έστω και ποτισμένη με μπόλικη δόση νοσταλγίας, άρα διαπαντός αλλοιωμένη από συναισθήματα που έπονται της παιδικότητας. Παιδιά, ας το πάρουμε απόφαση, δεν ξαναγινόμαστε – ωστόσο ποιος είπε ότι τα παιδικά βιβλία είναι μονάχα για παιδιά;