Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Μαρίνα Μιχαηλίδου-Καδή - Ντανιέλα Σταματιάδη, Παιδικά όνειρα



 Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2016




Το βιβλίο για το οποίο γράφω σήμερα δεν ξέρω αν πρέπει πρώτα να διαβαστεί από τρίχρονα και πεντάχρονα ή από ενήλικες, γονείς, δασκάλους, καθέναν από μας. Γιατί τα δίγλωσσα Παιδικά όνειρα της Μαρίνας Μιχαηλίδου-Καδή και της Ντανιέλας Σταματιάδη, μέσα από την απίστευτη απλότητα των ιστοριών τους και την ιδιαίτερη εικονογραφική τους αντίληψη, δε σε ξαναγυρνούν απλώς στο μακρινό χτες της δικής σου παιδικής ηλικίας αλλά και σε βάζουν να αναλογιστείς τη συνάφειά του με το απολύτως πραγματικό σήμερα.

Για τι πράγμα μιλάει όμως αυτό το βιβλίο; Είναι οι μικρές ιστορίες παιδικών ονείρων με ευτυχή κατάληξη: ένα παιδί που ήθελε ν’ αγγίξει τ’ αστέρια, κι ένα άλλο που ονειρευόταν να πετάξει σαν πουλί, ένα που ήθελε να φτιάξει έναν μεγάλο πύργο κι άλλο που γύρευε θησαυρούς στη γη. Κι άλλα παιδιά. Με όνειρα μοναδικά. Καθένα με όπλο το πείσμα του ονείρου του κι απέναντι όλα τα μη και τις απαγορεύσεις του ενήλικου κόσμου: φόβους, ανασφάλειες, αυθαίρετες βεβαιότητες, άρνηση του διαφορετικού, εμμονή σε τυποποιημένες συμπεριφορές κι αντιλήψεις. Στο τέλος το πείσμα του ονείρου πάντα νικά την κάθε απόπειρα ματαίωσής του. Τα παιδιά του χτες είναι οι ευτυχισμένοι ενήλικες του σήμερα.

Κάπου εκεί όμως το μυαλό σου ξεγλιστρά από αυτή την εικόνα πετώντας και στους ενήλικες του σήμερα που τα όνειρά τους κουτσουρεύτηκαν από γονικές φιλοδοξίες, από ένα μονολιθικό και στενόμυαλο εκπαιδευτικό σύστημα, από την ανάγκη επιβίωσης σε μια ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αντιλήψεις. Και είναι ακριβώς η αφοπλιστική απλότητα των ιστοριών, το αυτονόητο της θετικής τους έκβασης, που υπογραμμίζουν το μέγεθος της ματαίωσης, την τραγική συνειδητοποίηση μιας άνευ όρων παράδοσης στο γκρίζο του συμβιβασμού. Ένα γκρίζο που εμφατικά χρησιμοποιεί σε ορισμένα σημεία της κατά τ’ άλλα πολύχρωμης εικονογράφησής της η Ντανιέλα Σταματιάδη για να δηλώσει τυποποιημένες λογικές που λειτουργούν ως τροχοπέδη στα παιδικά όνειρα. Οι υπόλοιπες εικόνες της, που έφεραν στη δική μου μνήμη μορφές παλιών παιδικών παιχνιδιών και εικονογραφημένων βιβλίων της δικής μου παιδικής ηλικίας, συνοδεύονται από ενδιαφέροντα μοτίβα στο κάτω μέρος ή στο πλάι της σελίδας που προεκτείνουν ευρηματικά το κείμενο – όπως, για παράδειγμα, το μονότονο πλακόστρωτο στην ιστορία του κοριτσιού που ονειρευόταν να γελάσει με τα άλλα παιδιά, το οποίο στο αμέσως επόμενο σαλόνι, που το όνειρό της έχει ευοδωθεί, μετατρέπεται σε σύνθεση από πλακάκια διαφόρων σχεδίων.

Το παιδί που οδηγούσε χτες το αυτοκίνητό μου άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο περιμένοντας να ανάψει πράσινο στα φανάρια της Χαριλάου Τρικούπη. Πού και πού, τα κορναρίσματα των απελπισμένων οδηγών που της υπενθύμιζαν ότι έπρεπε να ξεκινήσει την επανέφεραν στον ενήλικο εαυτό της. Δεν μπορούσαν ωστόσο να σβήσουν από το μυαλό της τόσες και τόσες αναμνήσεις από ανθρώπους που τα παιδικά τους όνειρα έμειναν για πάντα φυλακισμένα σε απόμερες γωνιές του μέσα τους ώσπου κακοφόρμισαν. Όπως το κορίτσι που ήθελε να γίνει μουσικός αλλά ο μπαμπάς του είπε «ούτε κατά διάνοια». Το αγόρι που ήθελε να γίνει μηχανικός μα η μαμά του τόνισε πως οι γιατροί βγάζουν περισσότερα λεφτά. Αλλά και κείνο το κορίτσι που, όσο κι αν προτίμησε αρχικά τη συμβατική επιλογή του «χρήσιμου επαγγέλματος» αντί της τέχνης που αγαπούσε, βρήκε χρόνια αργότερα το όνειρο αυτής της δεύτερης να την περιμένει φρέσκο και ζωντανό και κατάλαβε ότι ποτέ δεν είναι αργά να ξαναπιάσεις το νήμα του και να το αφήσεις να σε πάει.

Ξαναγυρνάω στο παιδί που οδηγούσε χτες το αυτοκίνητό μου. Από μικρό είχε μια εμμονή με αρχιγράμματα, γραμματοσειρές, κεραίες, εισαγωγικά, το μέγα μυστήριο της τυπογραφίας. Χρόνια μετά, και συγκεκριμένα χτες το μεσημέρι, βγαίνοντας με το αυτοκίνητο απ’ την Τρικούπη στην Αλεξάνδρας, απόθεσε το διαβασμένο πια βιβλίο με τα παιδικά όνειρα στη θέση του συνοδηγού, πάνω σ’ έναν πάκο από χαρτιά γεμάτα διορθώσεις που σε λίγους μήνες θα γίνονταν κι αυτά βιβλίο. Τα μεγάλα μυστήρια της τυπογραφίας είχαν εδώ και χρόνια λυθεί.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Λίνα Μουσιώνη, Το Μουσείο των Υποσχέσεων


Εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016

 





Ένα μουσείο κρύβει πάντα μέσα του τις αφορμές για ποικίλα συναισθήματα και συγκινήσεις. Από τη μια το πριν - η προσδοκία της επαφής με τους κόσμους από τους οποίους προέρχονται τα εκθέματά του. Από την άλλη το μετά – το καταστάλαγμα της εντύπωσης που παγιώνεται σε συναίσθημα. Συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στο άυλο πριν και στο εξίσου άυλο μετά είναι τα εκθέματα, εκπρόσωποι συνήθως ενός υλικού κόσμου. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει στα συμβατικά μουσεία. Τι γίνεται όμως μ’ ένα μουσείο στο οποίο και τα ίδια τα εκθέματα είναι εξίσου άυλα με προσδοκίες κι εντυπώσεις; Ένα μουσείο υποσχέσεων;

Σ’ ένα τέτοιο μουσείο θα βρεθεί –και μάλιστα με τα χίλια ζόρια κι αναζητώντας ένα χαμένο έκθεμα– η Μαργαρίτα, η αφηγήτρια του βιβλίου που παρουσιάζω σήμερα, ονειροπόλα, κάπως ενοχική, όχι φοβερά φιλαλήθης και καθόλου ένθερμη οπαδός των μουσείων, με τα οποία τη συνδέει ένα αρκετά βεβαρημένο παρελθόν. Η περιπλάνησή της, μέσα από μυστηριώδεις γρίφους και σπαζοκεφαλιές, από αίθουσα σε αίθουσα του παράδοξου Μουσείου θα της αποκαλύψει ένα σωρό θαυμαστά εκθέματα που καθένα έχει να της διηγηθεί μια διαφορετική ιστορία υποσχέσεων και προσδοκιών, αναμοχλεύοντας μνήμες, πυροδοτώντας σκέψεις, φέρνοντας στην επιφάνεια καλά κρυμμένες προσωπικές αλήθειες. Ένα ταξίδι αυτογνωσίας, που θα φτάσει στο τέρμα του μέσα από την υπερβατική ανακάλυψη του χαμένου εκθέματος.

Ευφάνταστη ιστορία, ειπωμένη με χιούμορ, ντυμένη με πολύχρωμες εικόνες, γρίφους και ομοιοκατάληκτους διαλόγους εμποτισμένους με έντονη ποιητική διάθεση, με βασικό αφηγηματικό μοχλό της τη διαρκή εναλλαγή και διαπλοκή του εξωτερικού –μουσειακού– κόσμου και των συναισθημάτων και σκέψεων της ηρωίδας. Σχέση αμφίδρομη, αφού αυτά ακριβώς τα συναισθήματα κι οι σκέψεις που πυροδοτούνται από την επαφή με τα εκθέματα γίνονται και ο προσωπικός μίτος χάρη στον οποίο το κορίτσι οδηγείται τελικά στη λύση του μυστηρίου και στη συμφιλίωση τόσο με τον εαυτό του όσο και με τον απεχθή μουσειακό χώρο, που από μέρος ψυχρό κι αδιάφορο μεταλλάσσεται σε καθρέφτη της ίδιας της της ύπαρξης.

Η Ναταλία Καπατσούλια αναλαμβάνει ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, που δεν είναι άλλο από το να εικονοποιήσει το άυλο και υπερβατικό των υποσχέσεων. Και το πετυχαίνει, ντύνοντας με διαφορετικά κι απολύτως ταιριαστά χρώματα τις αίθουσες του ιδιαίτερου αυτού μουσείου, παίζοντας άλλοτε με το φως κι άλλοτε με τη σκιά, ισορροπώντας ανάμεσα στο χιούμορ και στην υπαινικτική αφαιρετικότητα, αποδίδοντας εξαιρετικά την ατμόσφαιρα της ιστορίας και ελαφρύνοντάς την όπου αυτό είναι αναγκαίο.

Παραδόξως, αν και καθόλου δεν πιστεύω στις υποσχέσεις, απόλαυσα την αναγνωστική περιπλάνηση στο μουσείο που τις στεγάζει. Κι όχι μονάχα για τη χαρά του ταξιδιού. Αλλά και για ό,τι αναπάντεχο με περίμενε στο τέλος της διαδρομής, χαμογελώντας μου υπαινικτικά από τον ανοιχτό ορίζοντα του αγνώστου.