Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Στέφανο Μπορντιλιόνι – Φαμπιάνο Φιορίν, Ιστορίες πριν από την Ιστορία

Απόδοση: Δήμητρα Δότση, Κέδρος, Αθήνα 2014

 

Η προϊστορία στη σκέψη ενός παιδιού, μην πω κι ενός ενήλικα, φαντάζει κάτι σαν τοπίο ενός άγνωστου πλανήτη. Πώς ήταν άραγε η ζωή των πολύ μακρινών προγόνων μας; Τι σκέφτονταν; Πώς επικοινωνούσαν μεταξύ τους; Τι αισθάνονταν; Τα δυο βιβλία της σειράς με τους τίτλους Κυνηγώντας το μαμούθ και Γύρω από τη φωτιά επιχειρούν με τρόπο απλό και εύληπτο να διαφωτίσουν τους μικρούς τους αναγνώστες σχετικά με τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που έζησαν πριν από την Ιστορία.
Στα δυο βιβλία παρακολουθούμε τις περιπέτειες της φυλής του Κόραν, μιας μικρής ομάδας αποτελούμενης από γυναίκες, άντρες αλλά και παιδιά. Τα προβλήματα που τους απασχολούν περιστρέφονται γύρω από ζητήματα επιβίωσης (εύρεση τροφής, προστασία από τις καιρικές συνθήκες και τα άγρια ζώα κτλ.), μέσα από τα οποία αναφύονται τριβές, διαφωνίες και κίνδυνοι, αναδεικνύονται ανθρώπινες αρετές και αδυναμίες ή προκύπτουν νέες ανακαλύψεις που κάνουν τη ζωή λίγο καλύτερη. Τα αισθήματα, αν και συχνά στοιχειώδη και πρωτόγονα, δεν παύουν να αποτελούν αδιαμφισβήτητη ανθρώπινη ιδιότητα, την ώρα που οι χαρακτήρες, κάπως σχηματικοί, θα επιτρέψουν την εύκολη ταύτιση των μικρών αναγνωστών με τα δυο παιδιά ήρωες.

Στα συν των δυο βιβλίων η χαριτωμένη, ζωντανή και με κωμικά στοιχεία εικονογράφηση, όπως και η πολύ έξυπνη, αβίαστη ενσωμάτωση στη ροή της αφήγησης σημαντικών πληροφοριών γύρω από τη ζωή των πρωτόγονων ανθρώπων (προσδόκιμο ζωής, υλικά και εργαλεία, δεισιδαιμονίες, καθημερινές συνήθειες, μετανάστευση κτλ.). 
 
   

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Αγγελική Δαρλάση, Το παλιόπαιδο

Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014

 
 


Το τελευταίο βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού παιδιού, μεγαλωμένου σε μια οικογένεια τραυματισμένη από την αρρώστια και την ανεργία, που αναγκάζεται, για λόγους επιβίωσης, να ενταχθεί σε μια συμμορία ανηλίκων. Από αυτή και τη συνακόλουθη εγκληματική δράση θα το σώσει ένας άντρας, ανοίγοντάς του ένα παράθυρο ελπίδας και δίνοντάς του την ευκαιρία να χαράξει έναν καινούριο δρόμο μέσα απ’ τον κόσμο της μουσικής.

Αφορμώμενη από τη δράση του ιδρυτή του El Sistema Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, η συγγραφέας βάζει εξαρχής τον αναγνώστη της στο ζοφερό κλίμα της καθημερινότητας του ήρωά της: η φτώχεια της οικογένειας, η αρρώστια της μάνας, η απουσία του πατέρα, κι ένα παιδί χωρίς όνομα, πρακτικά χωρίς ταυτότητα. Και χωρίς φωνή. Η πρώτη φορά που ακούμε τον μικρό να αρθρώνει λόγο είναι όταν εντάσσεται στη συμμορία Τίγρεις των Δρόμων. Εκεί μοιάζει να αποκτά και κάποιου είδους ψευδαίσθηση ταυτότητας. Η ένταξη στην ομάδα ωστόσο δεν ισοδυναμεί με την ευτυχία, το καινούριο μπουφάν που αντικαθιστά το παλιό θλιβερό παλτό του φαντάζει παράταιρο, κι η φωνή της όποιας συνείδησης, όπως εκφράζεται από τη μομφή της μητέρας, μοιάζει κι αυτή να το σπρώχνει στην παραβατική συμπεριφορά. Η εμφάνιση του άντρα που θα χαρίσει στον μικρό ένα βιολί είναι αυτή που του δίνει υπόσταση, που του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει επιτέλους το όνομά του (Φέλιξ, Ευτυχισμένος), που τόσο αταίριαστο έμοιαζε με την προηγούμενή του κατάσταση, και να ξαναφορέσει το παλιό του γκρίζο παλτό, που μένει να του θυμίζει τις ρίζες και τις κοινωνικές αναφορές του. Η σταδιακή κλιμάκωση, σε συνδυασμό με ένα κείμενο σφιχτό, απέριττο, όπου η μια –σύντομη συνήθως– πρόταση διαδέχεται την άλλη χωρίς πισωγυρίσματα και φλυαρίες, με μικρές ωστόσο ποιητικές ανάσες, λειτουργεί καθηλωτικά χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματα του αναγνώστη, προξενώντας του μια υποβλητική συγκίνηση. Η επιλεκτική, έως φειδωλή, εξάλλου, εστίαση σε λεπτομέρειες, όχι μόνο δεν οδηγεί σε αφηρημένες, τεχνητές γενικεύσεις, αλλά πετυχαίνει την άμεση ταύτιση του αναγνώστη με καταστάσεις και πρόσωπα.

Η Ίρις Σαμαρτζή με χρωματικά της όπλα το ασπρόμαυρο και το κόκκινο, συνδυάζοντας σε ορισμένα σημεία σκίτσο και φωτογραφία, σε μια απόπειρα ένταξης της μυθοπλασίας στην πραγματικότητα, αποτυπώνει τη δύσκολη καθημερινότητα του παιδιού τονίζοντας με πινελιές κόκκινου χαρακτηριστικά, πράξεις, συναισθήματα, ακόμα κι αναμνήσεις. Η γνωριμία του παιδιού με τον κόσμο της μουσικής συνοδεύεται από την πιο εκτεταμένη χρήση του χρώματος, χωρίς ωστόσο η κυριαρχία του να είναι συντριπτική. Γιατί, όσο κι αν το πρώτο, βροχερό, μαυρόασπρο σαλόνι του βιβλίου μετατρέπεται σε μια βροχή από νότες και κτίρια με κόκκινα περιγράμματα στο τελευταίο σαλόνι, η δυστυχία, ο πόνος, ο κοινωνικός αποκλεισμός κι η φτώχεια ούτε εκλείπουν ούτε απαλείφονται από τη μνήμη με τρόπο μαγικό.

Δεν είναι άλλωστε το στιγμιαίο, περαστικό, άκοπο θαύμα το ζητούμενο. Ούτε στην τέχνη αλλά ούτε και σ’ αυτό τον κόσμο. Η ιστορία του Παλιόπαιδου, μια ιστορία στην οποία η μουσική, με όπλα την επιμονή και την πίστη, τολμά να αναμετρηθεί με τη ζοφερή πραγματικότητα και κατορθώνει να τη νικήσει, είναι η ζωντανή απόδειξη.

 

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Μαρία Αγγελίδου, Οδύσσεια, Η πολυμήχανη ιστορία

Εικόνες: Ίρις Σαμαρτζή, Εκδόσεις Βιβλιόφωνο, Αθήνα 2011





Εν αρχή ην ο μύθος, οι ήρωες κι οι άθλοι τους. Εκεί που αυτοί τελειώνουν, αρχίζει η περιπέτεια, με την αριστοτελική έννοια του όρου, ως αιφνίδια μεταστροφή της τύχης. Ή, αλλιώς, ως ταξίδι σε θάλασσες άγνωστες και κόσμους ανεξερεύνητους. Ως οδύσσεια.

Κάπως έτσι μας εισάγει στην πολυμήχανη ιστορία του Οδυσσέα της η Μαρία Αγγελίδου. Όχι για να μας ξαναπεί τα γεγονότα, ή τουλάχιστον όχι μόνο γι’ αυτό. Αυτά είναι η αφορμή για την περιπέτεια της δικής της αφήγησης. Για την αναζήτηση, πέρα από τα γεγονότα, των ανθρώπων –ποιοι ήταν, αλήθεια, ο Οδυσσέας, οι σύντροφοί του κι όσοι συνάντησαν στον δρόμο τους; ποια συναισθήματα κι επιθυμίες τούς όριζαν, ποιες πληγές γύρευαν να ξεχάσουν;–, αλλά και του σκηνικού, των τόπων – ποια η υφή τους; η μυρωδιά τους; η γεύση τους; ο καιρός τους; το χρώμα τους;

Γιατί αυτό το τελευταίο κυρίως είναι ετούτη η Οδύσσεια: μια ιστορία χρωμάτων. Ένα ταξίδι όχι μόνο σε χρωματιστούς τόπους, αλλά και σε ποικιλόχρωμες ιστορίες. Η συγγραφέας είναι αυτή που επιλέγει κάθε φορά το κυρίαρχο χρώμα, κι η εικονογράφος πατάει πάνω του για να χτίσει κόσμους. Άλλοτε άγριους, άλλοτε παραδεισένιους, άλλοτε φωτεινούς, άλλοτε σκοτεινούς. Κρατάω, ανάμεσα σε άλλες, την υποβλητική εικόνα –άσπρες γραμμές σε μαύρο φόντο– του καραβιού του Οδυσσέα να κατευθύνεται στον κόσμο του Άδη. Ή την υπέροχη εναλλαγή του φωτεινού τιρκουάζ του νησιού της Καλυψώς με το δροσερό γκριζοπράσινο της σκιερής σπηλιάς της. Αλλά και το πανταχού παρόν κοκκινωπό σκαρί του Οδυσσέα, με το ξεφτισμένο πανί του, ζωντανή απόδειξη των περιπετειών και των βασάνων του.

Εκείνων που θα τον οδηγήσουν μόνο και τσακισμένο στο πολυπόθητο τέλος του ταξιδιού. Στην Ιθάκη, που, μην τα ξαναλέμε, σου δίνει το ωραίο ταξίδι κι άλλα δεν έχει να σου δώσει μετά. Ή μήπως δεν είναι έτσι ακριβώς; Ίσως χάριν αυτού του μετέωρου ερωτήματος η συγγραφέας επιλέγει να σταματήσει την αφήγησή της τη στιγμή της άφιξης του ομηρικού βασιλιά στο νησί του. Εκεί που το ταξίδι μοιάζει να τελειώνει αλλά η περιπέτεια επιμένει να συνεχίζεται. Ως διαρκής αναζήτηση κάθε δυνατού κι αδύνατου προορισμού. Αλλά κι ως αναγκαίος όρος κάθε αληθινής ζωής και δημιουργίας.
 
Καλή χρονιά σε όλους, όσο κι αν η μέρα που γράφτηκε τούτη η ανάρτηση δεν είχε πάνω της τίποτα καλό.