Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Αγγελική Δαρλάση, Το παλιόπαιδο

Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014

 
 


Το τελευταίο βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού παιδιού, μεγαλωμένου σε μια οικογένεια τραυματισμένη από την αρρώστια και την ανεργία, που αναγκάζεται, για λόγους επιβίωσης, να ενταχθεί σε μια συμμορία ανηλίκων. Από αυτή και τη συνακόλουθη εγκληματική δράση θα το σώσει ένας άντρας, ανοίγοντάς του ένα παράθυρο ελπίδας και δίνοντάς του την ευκαιρία να χαράξει έναν καινούριο δρόμο μέσα απ’ τον κόσμο της μουσικής.

Αφορμώμενη από τη δράση του ιδρυτή του El Sistema Χοσέ Αντόνιο Αμπρέου, η συγγραφέας βάζει εξαρχής τον αναγνώστη της στο ζοφερό κλίμα της καθημερινότητας του ήρωά της: η φτώχεια της οικογένειας, η αρρώστια της μάνας, η απουσία του πατέρα, κι ένα παιδί χωρίς όνομα, πρακτικά χωρίς ταυτότητα. Και χωρίς φωνή. Η πρώτη φορά που ακούμε τον μικρό να αρθρώνει λόγο είναι όταν εντάσσεται στη συμμορία Τίγρεις των Δρόμων. Εκεί μοιάζει να αποκτά και κάποιου είδους ψευδαίσθηση ταυτότητας. Η ένταξη στην ομάδα ωστόσο δεν ισοδυναμεί με την ευτυχία, το καινούριο μπουφάν που αντικαθιστά το παλιό θλιβερό παλτό του φαντάζει παράταιρο, κι η φωνή της όποιας συνείδησης, όπως εκφράζεται από τη μομφή της μητέρας, μοιάζει κι αυτή να το σπρώχνει στην παραβατική συμπεριφορά. Η εμφάνιση του άντρα που θα χαρίσει στον μικρό ένα βιολί είναι αυτή που του δίνει υπόσταση, που του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει επιτέλους το όνομά του (Φέλιξ, Ευτυχισμένος), που τόσο αταίριαστο έμοιαζε με την προηγούμενή του κατάσταση, και να ξαναφορέσει το παλιό του γκρίζο παλτό, που μένει να του θυμίζει τις ρίζες και τις κοινωνικές αναφορές του. Η σταδιακή κλιμάκωση, σε συνδυασμό με ένα κείμενο σφιχτό, απέριττο, όπου η μια –σύντομη συνήθως– πρόταση διαδέχεται την άλλη χωρίς πισωγυρίσματα και φλυαρίες, με μικρές ωστόσο ποιητικές ανάσες, λειτουργεί καθηλωτικά χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματα του αναγνώστη, προξενώντας του μια υποβλητική συγκίνηση. Η επιλεκτική, έως φειδωλή, εξάλλου, εστίαση σε λεπτομέρειες, όχι μόνο δεν οδηγεί σε αφηρημένες, τεχνητές γενικεύσεις, αλλά πετυχαίνει την άμεση ταύτιση του αναγνώστη με καταστάσεις και πρόσωπα.

Η Ίρις Σαμαρτζή με χρωματικά της όπλα το ασπρόμαυρο και το κόκκινο, συνδυάζοντας σε ορισμένα σημεία σκίτσο και φωτογραφία, σε μια απόπειρα ένταξης της μυθοπλασίας στην πραγματικότητα, αποτυπώνει τη δύσκολη καθημερινότητα του παιδιού τονίζοντας με πινελιές κόκκινου χαρακτηριστικά, πράξεις, συναισθήματα, ακόμα κι αναμνήσεις. Η γνωριμία του παιδιού με τον κόσμο της μουσικής συνοδεύεται από την πιο εκτεταμένη χρήση του χρώματος, χωρίς ωστόσο η κυριαρχία του να είναι συντριπτική. Γιατί, όσο κι αν το πρώτο, βροχερό, μαυρόασπρο σαλόνι του βιβλίου μετατρέπεται σε μια βροχή από νότες και κτίρια με κόκκινα περιγράμματα στο τελευταίο σαλόνι, η δυστυχία, ο πόνος, ο κοινωνικός αποκλεισμός κι η φτώχεια ούτε εκλείπουν ούτε απαλείφονται από τη μνήμη με τρόπο μαγικό.

Δεν είναι άλλωστε το στιγμιαίο, περαστικό, άκοπο θαύμα το ζητούμενο. Ούτε στην τέχνη αλλά ούτε και σ’ αυτό τον κόσμο. Η ιστορία του Παλιόπαιδου, μια ιστορία στην οποία η μουσική, με όπλα την επιμονή και την πίστη, τολμά να αναμετρηθεί με τη ζοφερή πραγματικότητα και κατορθώνει να τη νικήσει, είναι η ζωντανή απόδειξη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου