Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Μεγαλώνω τη γιαγιά μου



Ζωγραφική: Κάτια Βαρβάκη, Παιδική Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016





Οι ιστορίες μας – αυτές που αγαπάμε να διαβάζουμε κι εκείνες που γράφουμε: Μια τεράστια δεξαμενή από σκέψεις και αισθήματα, επιθυμίες και όνειρα. Ο τρόπος μας να βλέπουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει και μέσα σ’ αυτόν να χτίζουμε τον δικό μας. Το μέσον που έχουμε για να επικοινωνούμε με τους άλλους, να μοιραζόμαστε μαζί τους ιδέες, αγωνίες, αγάπες, προσδοκίες. Διαμορφώνοντας σχέσεις αναγνωστικής συγγένειας, «εξ αίματος», αν θέλετε, συγγένειας – με το «αίμα» να είναι η κοινή γραμμή γνώσεων και ιδεών που συνδέει γενιές με γενιές. Το κοινό τους έρμα, η κοινή τους μνήμη.

Πάνω σε ιστορίες σαν κι αυτές που περιγράφω χτίζεται η σχέση που αναπτύσσει ο μικρός αφηγητής του βιβλίου του Βαγγέλη Ηλιόπουλου με τη γιαγιά του. Αυτή τον φροντίζει και τον μεγαλώνει προσφέροντάς του τον πλούτο των διαβασμάτων της, φτιάχνοντας κόσμους ολόκληρους και χτίζοντας όνειρα μαζί του. Κι όταν μια μέρα η γιαγιά αρρωσταίνει, η σχέση τους αντιστρέφεται. Ο εγγονός είναι εκείνος που τη φροντίζει, που της διαβάζει ιστορίες, που παλεύει να φωτίσει την κλονισμένη μνήμη της με τα βιβλία που εκείνη αγαπά αλλά και με τα δικά του αγαπημένα, που αναζητά συναισθηματικό στήριγμα και για τους δυο τους σε θραύσματα ιστοριών και σε όνειρα, από ιστορίες κι αυτά φτιαγμένα, που εκείνη μια εποχή έπλαθε γι’ αυτόν.

Σε αυτό το απλό και βαθιά τρυφερό κείμενο, ο συγγραφέας σκόπιμα εστιάζει στη σχέση γιαγιάς και εγγονού, αφήνοντας εντελώς απέξω τον υπόλοιπο κόσμο. Γονείς, συγγενείς, φίλους, νοσοκόμες, γιατρούς. Αλλά και παραμερίζοντας πρακτικά ζητήματα, εύλογα ερωτήματα, αχρείαστες λεπτομέρειες. Το ρήμα «φροντίζω» εξάλλου δεν έχει να κάνει εδώ μέσα με πρακτικά, χρηστικά ζητήματα, αλλά αποκλειστικά με τη στοργή, την υπομονή, την κατανόηση. Την αφοσίωση στο πνεύμα του άλλου ακόμα κι όταν εκείνο αρχίζει να τον εγκαταλείπει. Έχοντας ωστόσο μεταλαμπαδευτεί και γιγαντωθεί μέσα στον νου και στην καρδιά ενός νεότερού του ανθρώπου. Της συνέχειάς του.

Η Κάτια Βαρβάκη ζωγραφίζει κόσμους. Τη ζωή, άλλοτε αληθινή, άλλοτε μυθοπλασιακή, μες στην οποία πορεύονται εγγονός και γιαγιά. Εκείνη που τους κλείνει το μάτι στα πάρκα, στους δρόμους της πόλης, στην ησυχία του σπιτιού. Αλλά και την άλλη, που ξεχύνεται ορμητική μέσ’ απ’ τα βιβλία, άλλοτε λουλουδένια κι άλλοτε με τη μορφή μιας βροχής από γράμματα, για να ομορφύνει, να μεταμορφώσει, να μπολιάσει, να ορίσει, να πάει παρακάτω την πραγματική ζωή.