Έριχ Κέστνερ, Η τάξη που πετάει, εικονογράφηση: Βάλτερ Τρίερ, μετάφραση: Κίρα Σίνου, απόδοση στίχων: Ρένα Καρθαίου, Μετόπη, Αθήνα 1981, 2η έκδοση Ψυχογιός, Αθήνα 1989 [εξαντλημένη] (από 9 ετών)
Παραμονές των περσινών Χριστουγέννων έγραφα εδώ για τα δικά μου
χριστουγεννιάτικα διαβάσματα, κι ανάμεσά τους για το αγαπημένο μου
χριστουγεννιάτικο βιβλίο. Ένα βιβλίο που δεν απέκτησα ποτέ: Το είχα δανειστεί
από τη βιβλιοθήκη του σχολείου μου στα δέκα μου και έκτοτε δεν το ξανάπιασα στα
χέρια μου. Η ανάμνηση όμως της συγκίνησης που μου είχε προξενήσει έμενε στη
σκέψη μου παραπάνω από ζωντανή. Φέτος, τριάντα χρόνια αργότερα, αποφάσισα να
επιχειρήσω το crash test: Πώς προσλαμβάνει, αλήθεια, μια ενήλικη το βιβλίο που
είχε αγαπήσει παιδάκι;
Το εγχείρημα δεν υπήρξε εύκολο. Όχι για τους λόγους –αμιγώς αναγνωστικούς– που
φαντάζεστε. Αλλά επειδή η Τάξη που πετάει
του Έριχ Κέστνερ είναι εξαντλημένη στα ελληνικά. Και κανείς από τους
γνωστούς και φίλους μου δε διέθετε κάποιο αντίτυπο. Όπως και κανένα
βιβλιοπωλείο. Σε βιβλιοθήκες δεν πρόλαβα να ψάξω. Βλέπετε, μια καλή νεράιδα βρήκε
πρώτη το βιβλίο και έσπευσε να μου το στείλει (ήταν η έκδοση του Ψυχογιού). Οι δυσκολίες έλαβαν τέλος κάπου εκεί.
Γιατί, διαβάζοντας την Τάξη που πετάει,
ίσως να μην μπόρεσα να ξαναβρώ ανάμεσα στις σελίδες της τη δεκάχρονη
αναγνώστρια που το πρωτοαγάπησε, ένιωσα πάντως την ίδια, μπορεί και μεγαλύτερη,
συγκίνηση με τότε.
Να σας πω συνοπτικά την ιστορία: Η Τάξη
που πετάει είναι ο τίτλος ενός θεατρικού έργου που ανεβάζει παραμονές
Χριστουγέννων μια ομάδα αγοριών στο οικοτροφείο τους, προτείνοντας μια ολωσδιόλου πρωτότυπη μέθοδο διδασκαλίας του μαθήματος της γεωγραφίας! Γύρω από αυτό το κομβικό γεγονός ο συγγραφέας στήνει μια
πλοκή που περιλαμβάνει την κόντρα της παρέας των παιδιών με τους μαθητές ενός
άλλου σχολείου, την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσουν με
έναν από τους καθηγητές τους, αλλά και την αναβίωση μιας παλιάς φιλίας χάρη στη
συνδρομή τους, την ώρα που οι προσωπικές και οικογενειακές
δυσκολίες δύο παιδιών έρχονται να ανατρέψουν σχέδια διακοπών, αλλά και να φωτίσουν
τις άσχημες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της μεσοπολεμικής Γερμανίας, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο φτώχειας, απελπισίας και κοινωνικής αδικίας.
Η γραφή του Κέστνερ αποτυπώνει με ειλικρίνεια και κοινωνική ευαισθησία την πραγματικότητα των παιδιών, χωρίς να λείπουν η φαντασία, το χιούμορ κι η αισιοδοξία, που
έρχονται να παραμερίσουν το λεπτό κι ωστόσο εμφανές πέπλο μελαγχολίας που
καλύπτει την ιστορία. Η πίστη στη δύναμη της ανθρωπιάς και της φιλίας είναι διάχυτη - και μάλιστα οι δυο χαμένοι φίλοι που
ξαναβρίσκονται σε ώριμη πια ηλικία μοιάζουν να παραδίδουν τη σκυτάλη στους δυο
ξεχωριστούς πιτσιρικάδες που τους βοήθησαν να ξανασυναντηθούν. Οι χαρακτήρες (ο
έξυπνος πλην φτωχός Μάρτιν, ο πλούσιος πλην δειλός Ούλι, ο καλόβολος μποξέρ
Ματίας, ο κλειστός, μυστικοπαθής «πραγματιστής» Σεμπάστιαν, ο εγκαταλειμμένος
απ’ τους γονείς του Τζόνι, με το άφθονο συγγραφικό ταλέντο, ο μποέμ μουσικός
που κουβαλάει μια βαθιά πληγή, ο δάσκαλος-σύμβολο ανθρωπιάς) δεν είναι
ούτε σχηματικοί ούτε στατικοί: έχουν γωνίες και φωτοσκιάσεις,
εξελίσσονται, δοκιμάζουν τα όριά τους, μας εκπλήσσουν. Κι όσο για το
συγγραφέα-αφηγητή, αυτός μπαίνει αβίαστα στην ιστορία και συνδιαλέγεται με τους
ήρωές του όχι από παιγνιώδη διάθεση, αλλά επειδή τυχαίνει να ξέρει καλά πως η
παιδική ηλικία δεν είναι ένα παραδείσιο νησί χαμένο στο πουθενά, αλλά ένα κομμάτι της ζωής
μας με τις δικές του πίκρες κι αγωνίες, ανεξίτηλα χαραγμένες μέσα μας.
Εκδομένη το 1933, παραμονές της ανόδου του ναζισμού, η
Τάξη που πετάει δεν μπόρεσε παρά να
κάνει το σημερινό, ενήλικο εαυτό μου να δαγκωθεί διακρίνοντας πίσω απ’ τις γραμμές
της τη φτώχεια και την ανεργία στη Γερμανία, αλλά και διαβάζοντας για τα
όνειρα οικογενειακής ευτυχίας που πλάθει ο Τζόνι ή το πώς οραματίζεται ο Μάρτιν τη ζωή τη δική του και των γονιών του σε δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια, λέει ο πατέρας
του. Πολλά μπορούν να έχουν συμβεί μέχρι τότε. Δε θα χρειαστεί να περάσει μια
δεκαετία: Την ίδια εκείνη χρονιά, το 1933, ο Κέστνερ θα δει τα βιβλία του να
καίγονται στις ναζιστικές πυρές. Λίγα χρόνια αργότερα η χώρα του θα σύρει την
ανθρωπότητα σ’ έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο. Αναπόφευκτα αναρωτήθηκα: Άραγε
πόσα από εκείνα τα τίμια, καθαρά αγόρια της ιπτάμενης τάξης του μπόρεσαν να
επιβιώσουν απ’ το μακελειό, κρατώντας μέσα τους ζωντανό κάτι από τον αγνό εαυτό
των παιδικών τους χρόνων; Η λογοτεχνία ίσως να μην μπορεί να δώσει απάντηση σ’
αυτό. Μπορεί ωστόσο να κάνει το φως εκείνης της όμορφης, γεμάτης ελπίδα νιότης
να ταξιδέψει ως το 2013 κι ακόμα παραπέρα, έστω κι αν η νιότη αυτή έχει από
καιρό σβήσει, σαν τα μακρινά αστέρια που χαζεύει στο χριστουγεννιάτικο ουρανό ο μικρός Μάρτιν, ο χαρισματικός ήρωας της Τάξης που πετάει.
Αυτά για φέτος. Ραντεβού του χρόνου.
Πολύ με συγκίνησε το κείμενό σας. Η τάξη που πετάει είναι και το δικό μου αγαπημένο χριστουγεννιάτικο βιβλίο και (τι σύμπτωση!) έγραψα γι' αυτό πριν λίγες μέρες στη LIFO: http://www.lifo.gr/team/bitsandpieces/44909. Καλή χρονιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αγάπη δυο ανθρώπων για ένα τόσο σπουδαίο βιβλίο κάθε άλλο παρά συμπτωματική μού φαίνεται. Και είμαι σίγουρη ότι τη συμμερίζονται και πολλοί άλλοι. Με τις επιλογές που κάνετε στο άρθρο σας σε μεγάλο βαθμό ταυτίζομαι. Πολύ ενδιαφέρουσα και η αναφορά στο γερμανικό εξώφυλλο. Ευχαριστώ για την επίσκεψη, ελπίζω να ξαναδούμε σύντομα την "Τάξη που πετάει" στα ελληνικά βιβλιοπωλεία και εύχομαι στο μέλλον να αποδειχτεί ότι αυτή δεν είναι η μοναδική κοινή αναγνωστική μας αγάπη. Καλή χρονιά, καλή συνέχεια!
Διαγραφή