Τι κάνεις όταν ένα παιδί που μόλις τέλειωσε την Α΄ Δημοτικού σού ξεφουρνίζει
πρωί πρωί: «Μαμά, σκέφτηκα έναν τρόπο να μην τελειώνει ποτέ ένα βιβλίο! Κοίτα
τι γίνεται: Είναι ένα βιβλίο που κάποιος λέει μια ιστορία. Αλλά στην ιστορία
του μιλάει για κάποιον άλλο που αρχίζει να λέει κι αυτός μια ιστορία. Κι εκεί
μέσα είναι κάποιος άλλος που λέει κι εκείνος μια δική του ιστορία. Μέσα σε κάθε
ιστορία είναι μια άλλη ιστορία. Κι έτσι το βιβλίο δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί οι
ιστορίες είναι άπειρες!»;
Τι κάνεις λοιπόν;
Ενδύεσαι μήπως τον θεωρητικό σου μανδύα και περιγράφεις όσο πιο απλά
γίνεται τι θα πει εγκιβωτισμός;
Θυμάσαι τις ενήλικες αναγνωστικές σου εμμονές και ξεφουρνίζεις ότι αυτό το
βιβλίο με τις άπειρες ιστορίες θ’ άρεσε πολύ στον λατρεμένο σου Χόρχε Λουίς Μπόρχες;
Ανακαλείς νοσταλγικά τη νιότη σου και βάζεις αυτό το τραγουδάκι;
Αφήνεις να αναδυθεί ο άκρατος φορμαλισμός σου υποστηρίζοντας ότι, εκτός από
άπειρες, οι ιστορίες, ακόμα κι αν μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους, μπορεί και να
είναι ειπωμένες με άπειρους τρόπους;
Εγώ λοιπόν δεν είπα τίποτα. Μόνο χαμογέλασα αμήχανα και σχολίασα ότι βρίσκω
την ιδέα ενός τέτοιου βιβλίου φοβερή.
Ώρες μετά, ξανασκέφτομαι την πρωινή
μας κουβέντα και ξεφυλλίζω νοερά αυτό το βιβλίο με τις άπειρες ιστορίες. Υποψιάζομαι
ότι, ιδωμένο μακριά από το χαρούμενο παιχνίδι ενός μικρού παιδιού, ίσως τελικά θα
μπορούσε να συμβολίζει την απελπισμένη ανάγκη του άπληστου αναγνώστη να μην
ξεμείνει ποτέ από πλοκές και χαρακτήρες, από γεγονότα κι αφηγήσεις. Ή και την
επιθυμία του, περνώντας μέσα από πολλά διαφορετικά στρώματα ιστοριών, να
καταδυθεί ως τις απώτατες αβύσσους τους, αναζητώντας την πιο καθαρή, την πιο
μοναχική κι ιδανική μορφή τους.
Ούτε αυτές τις σκέψεις είναι εύκολο να τις μοιραστείς μ’ ένα παιδί εφτάμισι
χρονών. Κι ας γνωρίζεις καλά ότι ένα κομμάτι της δικής σου αναγνωστικής ταυτότητας,
αυτό που καταθέτεις δυο χρόνια τώρα εδώ μέσα, το οφείλεις αποκλειστικά σ’ αυτό το
παιδί και στ’ αδερφάκι του. Όπως και πολλά, πολλά άλλα, είναι η αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου