Lothian Books, Sydney 2000 (από 8 ετών)
Ένας άντρας μάς αφηγείται τη μοναδική ιστορία που θυμάται: το πώς ανακάλυψε
μικρός ένα «χαμένο αντικείμενο» στην παραλία και πώς κουβάλησε μαζί του στο σπίτι του το
υπερμέγεθες κόκκινο εύρημά του –στην πραγματικότητα ένα υβρίδιο τσαγερού και θαλάσσιου πλάσματος–, χωρίς, παραδόξως, να προσελκύσει το ενδιαφέρον των
περαστικών και των δικών του, πέρα από κάποιες εφήμερες χλιαρές αντιδράσεις. Κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται για τη φύση ή την
προέλευση του αντικειμένου, εκτός από αυτόν τον ίδιο, που επιθυμεί να το
επιστρέψει εκεί που ανήκει. Ύστερα από κοπιώδη αναζήτηση, στο δρόμο του θα
βρεθεί κάποιος που θα τον οδηγήσει σε μια ανοιχτωσιά όπου φαίνεται πως ανήκει
το περίεργο πλάσμα, παρέα μ’ ένα σωρό άλλα, εξίσου παράδοξα αντικείμενα.
Πηγή φωτογραφίας: www.shauntan.net |
Η τεχνική του κολάζ επιτρέπει στον Shaun Tan να συνθέσει ένα ευφυές σύνολο όπου κείμενο και εικόνα συνεργάζονται για
να αφηγηθούν την ελλειπτική ιστορία του: Έτσι, πάνω σε ένα φόντο γεμάτο μαθηματικούς
τύπους και διαγράμματα, βρίσκει τη θέση της η λεκτική εκδοχή της ιστορίας, γραμμένη
στο χέρι πάνω σε διάσπαρτα κομματάκια χαρτί, θαρρείς βιαστικά κομμένα από
σχολικό σημειωματάριο. Μια λεκτική εκδοχή επίπεδη, ελάχιστα κατατοπιστική γύρω από
τον κόσμο στον οποίο ζει ο νεαρός αλλά και γύρω από τη φύση του χαμένου
αντικειμένου. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται από τα αυτοϋπονομευτικά σχόλια του
ίδιου του αφηγητή, που χαρακτηρίζει την ιστορία του ασήμαντη, όχι ιδιαίτερα αστεία ή πρωτότυπη και χωρίς δίδαγμα. Αυτό το έλλειμμα των λέξεων έρχονται να συμπληρώσουν, αν και ανατρεπτικά, οι εικόνες:
Κατακερματισμένες, ανισομεγέθεις, άλλοτε εστιάζοντας σε μια μικρή λεπτομέρεια,
άλλοτε παίζοντας με την οπτική, και βαλμένες κι αυτές πάνω στο ίδιο φόντο από
τύπους και διαγράμματα, «χτίζουν» μια βιομηχανική πόλη στην οποία
κυριαρχούν τα μουντά χρώματα και οι τυποποιημένες ανθρώπινες συμπεριφορές. Τόσο
τυποποιημένες ώστε το τεράστιο, κραυγαλέα κόκκινο, εξωπραγματικό αντικείμενο που
συνοδεύει παντού τον αφηγητή να περνά απαρατήρητο στους δρόμους, στο μετρό, στο
τραμ! Αυτή η συνύπαρξη εικόνων μιας δυστοπικής καθημερινότητας και της γκροτέσκας
μορφής του αντικειμένου γεννά ένα παράδοξο που πρακτικά πολλαπλασιάζει αντί να
απαντά στα ερωτήματα του αναγνώστη.
Τι μαθαίνουμε τελικά για την ταυτότητα του χαμένου αντικειμένου; Και τι για
τον ιδιοκτήτη του; Ή για την προέλευσή του – είναι μεταλλαγμένος οργανισμός; πλάσμα
της φαντασίας; προϊόν ενός άλλου κόσμου; Απολύτως τίποτα. Στο βιβλίο δε χωρούν
τέτοιου είδους εξηγήσεις – όπως και στον κλειστοφοβικό, μονότονο κόσμο του
αφηγητή δε χωράει τίποτα που να ξεπερνά τη νόρμα, αφού η επίπεδη καθημερινότητα
το καθιστά αόρατο, και κατ’ επέκταση ανύπαρκτο. Όχι τυχαία, ο
νεαρός έχει ανακαλύψει το «χαμένο αντικείμενο» σε μια παραλία έξω απ’ την πόλη
του – κι όχι τυχαία, το αντικείμενο θα βρει ξανά τη θέση του και τον εαυτό του σε
έναν ανοιχτό χώρο γεμάτο φως, παρέα με άλλα, εξίσου αλλόκοτα αν και μοναδικά «χαμένα
αντικείμενα». Καθώς ο αφηγητής το αποχαιρετά, αφήνει κι ο ίδιος πίσω του
σταδιακά την ιδιαίτερη παιδική ματιά που τον έκανε να το ξεχωρίσει εκείνο το
μακρινό πρωινό της νιότης του. Η ενηλικίωση εξοβελίζει τη φαντασία, τη
διαφορετική ματιά, το πέρα απ’ το προφανές. Του είναι πια δύσκολο να ξετρυπώσει
μυστικά δρομάκια που οδηγούν σε αλάνες γεμάτες φως. Κι οι φευγαλέες ματιές προς
τα εκεί που μοιάζουν να κρύβονται αδιόρατες υφές θαμμένων συναισθημάτων ολοένα
και φθίνουν – αν και ως τη στιγμή που κλείνουμε το βιβλίο παραμένουν αισιόδοξα
υπαρκτές.
To Τhe Lost Thing του Shaun Tan, Αυστραλού συγγραφέα και εικονογράφου βραβευμένου με το Astrid Lindgren Memorial Award, έγινε το 2010 ταινία κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους, κερδίζοντας το Βραβείο Όσκαρ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου