Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Τζον Μπόιν, Μπάρναμπι Μπρόκετ

Εικονογράφηση: Όλιβερ Τζέφερς, μετάφραση: Μαλβίνα Αβαγιανού, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2013 (από 11 ετών)

 
 


Ο Μπάρναμπι Μπρόκετ είναι το τρίτο παιδί μιας καθ’ όλα συνηθισμένης, αξιοσέβαστης και βαρετής οικογένειας, ωστόσο ο ίδιος, από τη στιγμή που γεννιέται, δε φαντάζει καθόλου βαρετός και συνηθισμένος, αφού αιωρείται, αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας. Πανικόβλητοι, οι γονείς του προσπαθούν να το κρύψουν, απομονώνοντάς τον στο σπίτι, στέλνοντάς τον σε ένα σχολείο για «ιδιαίτερα παιδιά» ή φορτώνοντάς τον με δυσβάσταχτα βάρη για να τον κρατήσουν στη γη. Δε δίνουν μία για τα ταλέντα και τα ενδιαφέροντά του, όπως η αγάπη του για το διάβασμα. Στη δική τους αντίληψη για τον κόσμο, οτιδήποτε ξεπερνάει το μέτριο είναι καταδικαστέο, ενώ ουκ ολίγες φορές αποδίδουν την ιδιαιτερότητα του Μπάρναμπι σε ισχυρογνωμοσύνη και απείθεια. Ώσπου μια μέρα, απαυδισμένοι, αποφασίζουν να τον ξεφορτωθούν αφήνοντάς τον να φύγει ψηλά στον ουρανό… Εκεί στους αιθέρες θα τον ψαρέψει ένα αερόστατο με δυο γηραιές κυρίες, κι η γνωριμία του παιδιού μαζί τους θα σταθεί η αφορμή για ένα μαγικό ταξίδι σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου: Νότια και Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, Αφρική, ακόμα και στο διάστημα θα φτάσει η χάρη του! Στην περιπλάνησή του, θα κάνει ένα σωρό φίλους που θα τον βοηθήσουν στα δύσκολα, θα σταθεί κι ο ίδιος βοηθός για πολλούς από αυτούς, θα αντιμετωπίσει κινδύνους και απρόβλεπτες καταστάσεις, ακόμα και παλιούς, χαμένους φίλους θα ξανανταμώσει! Κι όλα αυτά ενώ εκεί πίσω στην πατρίδα του την Αυστραλία κάποιοι, αμήχανοι αλλά αμετανόητοι, εξαφανίζουν κάθε αποδεικτικό στοιχείο της πρόθεσης του ιπτάμενου πιτσιρικά να επιστρέψει στα πάτρια, ενώ κάποιοι άλλοι τον νοσταλγούν, χάνουν το κέφι τους και τη διάθεσή τους τσακισμένοι από την απουσία του…

Ξαναγυρνάμε στον Μπάρναμπι, του οποίου ο διακαής πόθος είναι η επιστροφή στο λατρεμένο του Σίδνεϊ. Θα τα καταφέρει τελικά να γυρίσει, και μάλιστα μέσω διαστήματος! Κι όχι μονάχα αυτό: Το φινάλε του ταξιδιού του μπορεί να μην του χαρίσει το θαύμα που προσδοκά, θα του παράσχει ωστόσο ιατρική λύση στο πρόβλημά του. Αλήθεια, πώς θα σας φαινόταν ένας «προσγειωμένος» Μπάρναμπι; Τι το μοναδικό, ιδιαίτερο, συναρπαστικό θα είχε η συναναστροφή μαζί του; Και το ταξίδι του; Θα είχε ποτέ πραγματωθεί αν ο μικρός υπάκουε αυστηρά στους νόμους της βαρύτητας; Κάπως έτσι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας αντιλαμβάνεται ότι, αν δεν ήταν αυτός που είναι, τίποτα από τα θαυμαστά που έζησε, κανένας απ’ τους ανθρώπους που αντάμωσε δε θα είχε βρεθεί στο δρόμο του. Συνειδητοποιεί ότι δικοί μας είναι εκείνοι που μας δέχονται έτσι ακριβώς όπως είμαστε – και κανένας άλλος. Κι αυτό θα αποδειχθεί έμπρακτα στο απογειωτικό φινάλε του βιβλίου, καθώς στην απόφασή του να τραβήξει το δικό του δρόμο θα τον ακολουθήσει συνειδητά εκείνος που περισσότερο απ’ όλους πόνεσε στη διάρκεια της απουσίας του.

Έντονα αντιρεαλιστικά στοιχεία από τον Τζον Μπόιν, με πρώτο και καλύτερο το διαζύγιο που έχει πάρει ο ήρωάς του με τη βαρύτητα! Η χρήση αντιρεαλιστικών στοιχείων μέσα σε ένα τυπικά ρεαλιστικό πλαίσιο αποδεικνύεται ευφυής, αφού απαλύνει ικανοποιητικά τη σκληρή πραγματικότητα –ένα παιδί που δεν το θέλουν οι γονείς του–, σε αρκετές περιπτώσεις προωθεί αβίαστα την πλοκή –όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την έξω από κάθε λογική περιπλάνηση του μικρούλη στο διάστημα, αλλά και με το γεγονός ότι, αν και οχτώ χρονών, περιφέρεται από χώρα σε χώρα με αεροπλάνα και βαπόρια χωρίς ποτέ κανείς να του ζητήσει διαβατήριο–, επί της ουσίας απλοποιεί τόσο τα πράγματα ώστε να αφεθεί απρόσκοπτα ο αναγνώστης στη μαγεία της περιπέτειας. Σε κάποιες περιπτώσεις η επιλεκτικότητα στη διαχείριση πρακτικών ζητημάτων είναι κραυγαλέα, όπως συμβαίνει όταν ο Μπάρναμπι ξεμένει από λεφτά για ταξί, πράγμα που πάντως δεν τον εμποδίζει αμέσως μετά να μπει χωρίς εισιτήριο σε ένα στάδιο… Είναι κι αυτός, νομίζω, ένας από τους τρόπους του συγγραφέα να απαλλάξει το μυθιστόρημά του από το βάρος ενός μέρους της πραγματικότητας. Όσο για το χιούμορ, άλλοτε υποδόριο κι άλλοτε σαρκαστικό και πικρό, δεν αποφορτίζει μόνο, αλλά γίνεται και το εργαλείο για να βγει στην επιφάνεια η ανθρώπινη σκληρότητα σε όλο της το μεγαλείο και να ειπωθούν αβάσταχτες, οδυνηρές αλήθειες.

Η διαχείριση των χαρακτήρων παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Σε ό,τι αφορά τον πρωταγωνιστή, για παράδειγμα, κινητήρια δύναμή του είναι η ικανότητά του να επιβιώνει βασισμένος στις δυνάμεις του, η παιδική του αισιοδοξία, η καλοσύνη του κι η πεποίθησή του πως αιτία των περιπετειών του υπήρξε ένα ατυχές συμβάν, όχι η συνειδητή απόφαση των γονιών του να τον διώξουν από κοντά τους. Μπορεί βαθιά μέσα του να έχει τις αμφιβολίες του, πάντως αυτό δε θα κλονίσει την απόφασή του να γυρίσει πίσω, ούτε θα τον εμποδίσει να βοηθήσει τους ανθρώπους που θα συναντήσει να αποκαταστήσουν τις χαμένες ισορροπίες με τις δικές τους οικογένειες. Η σταδιακή του ωρίμανση επιτυγχάνεται μέσα από τις πολλές διαφορετικές του εμπειρίες στη διάρκεια του ταξιδιού του, καθώς χάρη σ’ αυτές ανακαλύπτει ότι υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που και τον αποδέχονται αλλά και τον χρειάζονται.

Οι περισσότεροι από τους καινούριους του φίλους, βλέπετε, είναι άνθρωποι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «ιδιαίτεροι», είτε επειδή έχουν κάνει επιλογές ζωής που απέχουν από τις συνήθεις, είτε επειδή έχουν αποφασίσει να καλλιεργήσουν ένα ταλέντο, είτε γιατί έχουν κάποια σωματική αναπηρία – πάντοτε όμως, ακόμα κι αν έχουν πετύχει στη ζωή, βαθιά μέσα τους χάσκει μια πληγή, αφού για να κυνηγήσουν το όνειρό τους χρειάστηκε να αποκοπούν ολοκληρωτικά από τις απορριπτικές οικογένειές τους. Η συνάντηση του Μπάρναμπι μαζί τους θα μπορούσε να εκφυλιστεί σε βαρετή περιπτωσιολογία, αν ο συγγραφέας δεν είχε ενσωματώσει στη ροή της βασικής αφήγησης, ως αποτέλεσμα κάποιας αιφνίδιας μεταστροφής στην περιπλάνηση του ήρωά του, την εμφάνιση καθενός τους. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό ότι οι ιστορίες τους μένουν ανοιχτές, αφού πάντοτε ο αποχωρισμός τους από τον μικρό πρωταγωνιστή τούς αφήνει στα πρόθυρα ενός μεγάλου βήματος που εμείς απλώς φανταζόμαστε ότι θα συμβεί. Αν μάλιστα αναλογιστούμε την ομοιότητα που διαθέτει καθεμιά από αυτές τις ιστορίες με την προσωπική περιπέτεια του ίδιου του Μπάρναμπι –γονεϊκή απόρριψη–, ο ατελής τους χαρακτήρας ενισχύει το αίσθημα αισιοδοξίας και προσμονής για το αίσιο τέλος και της δικής του περιπλάνησης.

Όσο για τους απίθανους γονείς του μικρού, τι να πει κανείς γι’ αυτούς τους τύπους; Άραγε δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για την εξωφρενική στάση τους; Ω, μα ναι! Οι δικοί τους καταπιεστικοί, απαιτητικοί γονείς, που, θέτοντας στα παιδιά τους δυσθεώρητους στόχους, τα έκαναν να επιδιώκουν την πλήρη αφάνεια και μετριότητα για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Όλοι κουβαλάμε τις πληγές μας τελικά. Το ζητούμενο είναι πώς τις διαχειριζόμαστε ώστε να μη μεταλλασσόμαστε από θύματα σε θύτες των άλλων. Κι οι γονείς του Μπάρναμπι Μπρόκετ, δυο καρικατούρες «καθωσπρέπει» ανθρώπων, είναι δυστυχισμένα πλάσματα που έχουν επιλέξει ως στάση ζωής τη λογική του κουκουλώματος και της δήθεν κανονικότητας σε μια απόπειρα απόδρασης από την τραυματική παιδική τους ηλικία.

Δεκαπέντε ασπρόμαυρες εικόνες από τον Όλιβερ Τζέφερς και τρεις καρτ ποστάλ γραμμένες απ’ το «χέρι» του ήρωα συνοδεύουν το κείμενο. Ο Τζέφερς σε κάποια σημεία παίρνει τις ελευθερίες του, όπως στην εικόνα του Μπάρναμπι στο διάστημα, η οποία απέχει από την περιγραφή που δίνει το κείμενο. Αλλού μας κλείνει πονηρά το μάτι με αναφορά στην εικονογράφηση των δικών του βιβλίων – όπως συμβαίνει με εκείνο το ελάφι με τα σαν ξύλα ποδαράκια μέσα στο πάρκο, που κάτι μας θυμίζει…

Ο Μπάρναμπι Μπρόκετ οφείλει τη γοητεία του στο ότι είναι ένα κράμα πολλών διαφορετικών πραγμάτων: από τη μια ένα βιβλίο διασκεδαστικό, περιπετειώδες, γεμάτο ανατρεπτική φαντασία, από την άλλη μια προσωπική ιστορία απόρριψης σκληρά αποκαλυπτική, οδυνηρά αληθινή. Πάνω απ’ όλα όμως το βιβλίο του Μπόιν είναι βαθιά αισιόδοξο απ’ την αρχή του ως το ασυμβίβαστο φινάλε του, εκεί που το Σίδνεϊ, «η πιο υπέροχη πόλη του κόσμου», η Ιθάκη που έδωσε στον πρωταγωνιστή το ωραίο ταξίδι, αντί να σηματοδοτήσει το τέλος –έστω και συμβατικά ή συμβιβαστικά ευτυχές– της διαδρομής, γίνεται η αφετηρία για μια νέα βουτιά στον υπέροχο απέραντο κόσμο, μια βουτιά που είναι αδύνατον να τη χαρείς αν δεν έχεις αγαπήσει κι αποδεχτεί ολοκληρωτικά αυτό τον εαυτό που κουβαλάς μέσα σου.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου