Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Μαρία Αγγελίδου, Ιστορίες που τις είπε ο πόλεμος

Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012 (από 9 ετών)

 
 



Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί, ενώ τα βιβλία μυθολογίας για παιδιά κυκλοφορούν σε αφθονία, τα αντίστοιχα βιβλία ιστορίας είναι αισθητά λιγότερα; Η απάντηση, νομίζω, είναι προφανής: Η μυθολογία σού παρέχει μια ιστορία έτοιμη: υπόθεση, πλοκή, ήρωες, συχνά ακόμα και ηθικό δίδαγμα. Αντιθέτως, η ιστορία, ως παράταξη πραγματικών γεγονότων, και παρά τις αιτιακές συνδέσεις που τη διέπουν, δεν παύει να είναι έρμαιο του τυχαίου, του αναπάντεχου: Σου πεθαίνει, για παράδειγμα, στα καλά του καθουμένου ο βασικός πρωταγωνιστής κι εσύ τρέχεις και δε φτάνεις! Αφήνω τις διαφορετικές ερμηνείες κι εκτιμήσεις, τις αναπόφευκτες συναισθηματικές αποχρώσεις, ακόμα και τις μυστικές ή ασαφείς πτυχές των ίδιων των γεγονότων… 
Η συγγραφέας των Ιστοριών που τις είπε ο πόλεμος φαίνεται πως είχε κατά νου όλες αυτές τις δυσκολίες όταν ξεκίνησε να καταγράψει στιγμές από τους πολέμους Ελλήνων και Περσών σ’ ένα βιβλίο που περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια: τα τρία πρώτα αφορούν τις μάχες του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας· το τέταρτο κάνει ένα άλμα στο χρόνο και μας πάει στη μάχη του Αλέξανδρου με το Δαρείο τον Γ’ στα Γαυγάμηλα. Τέσσερις μάχες με τους ίδιους λαούς αντιμέτωπους, αλλά με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές, σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς όρους. Ποια είναι η συνδετική γραμμή ανάμεσά τους; Μα ο κοινός αφηγητής. Που δεν είναι όποιος κι όποιος, αλλά ο καθ’ ύλην αρμόδιος να μιλήσει για τέτοια ζητήματα: ο κυρ Πόλεμος αυτοπροσώπως!
Κι αν κάτι μας ξεκαθαρίζει εξαρχής ο αφηγητής μας, είναι ότι κάθε μάχη είναι ένας άλλος κόσμος, μια άλλη ιστορία. Ότι δεν υπόκειται σε κατηγοριοποιήσεις και κανόνες. Αυτό καθιστούν σαφές και οι τίτλοι των τεσσάρων επιμέρους κεφαλαίων: τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι ομοιόμορφες, τυποποιημένες ιστορίες βαλμένες στην αράδα, που περιμένουν από σένα να τις θυμηθείς με βάση μονάχα ονόματα κι ημερομηνίες· καθένα έχει τη δική του, μοναδική υπόσταση: άλλες μάχες κερδίζονται με την τρεχάλα, σ’ άλλες θριαμβεύουν οι νικημένοι και σ’ άλλες οι νικητές, κάποιες άλλες, πάλι, με διαφορετικές προθέσεις ξεκινάνε κι αλλιώς καταλήγουν…
Κάποτε ο τίτλος μπορεί να υποδεικνύει και τον βασικό αφηγηματικό άξονα, το εύρημα εκείνο που μπολιάζει τα ιστορικά γεγονότα μεταλλάσσοντάς τα σε συνεκτικές αφηγήσεις. Όπως γίνεται στην περίπτωση της μάχης που κερδήθηκε τρέχοντας – γνωστής και ως μάχης του Μαραθώνα. Άντε μετά από τόση τρεχάλα να βρεθεί έστω και μισό παιδί που να μην έχει εμπεδώσει αυτό το θαυμαστό επίτευγμα ανθρώπινης θέλησης! Άλλοτε το στίγμα το δίνει μια –φαινομενικά ασήμαντη– λεπτομέρεια, όπως η ιεροτελεστία της φροντίδας της κόμης πριν από τη μάχη, όπως γίνεται στην εξιστόρηση της μάχης των Θερμοπυλών, κι άλλοτε μια χαρακτηριστική φράση ενός ηγέτη που μπορεί να αλλάξει διαμιάς τον ρου των γεγονότων.
Μόνο που στις αφηγήσεις υπάρχουν και τα πρόσωπα, αυτοί που κινούν τα νήματα. Γι’ αυτό και ανάλογη έμφαση δίνεται στην παρουσίαση των ιδιαίτερων χαρακτηρολογικών στοιχείων αλλά και στην αντιπαράθεση της ψυχοσύνθεσης των μεγάλων πρωταγωνιστών (Ξέρξης-Λεωνίδας, αλλά και Ξέρξης-Θεμιστοκλής, όπως και Αλέξανδρος-Δαρείος Γ’). Από κει και πέρα, μες στις αδρές αυτές γραμμές μπορούν να χωρέσουν περίπου τα πάντα: οι ιδιαίτερες συνθήκες των μαχών, οι αναπάντεχες εφορμήσεις του τυχαίου στο ρου των γεγονότων, οι πολιτισμικές διαφορές των λαών, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, ο ρόλος δευτερευόντων προσώπων και γεγονότων. Μπορούν να διαφανούν οι αιτίες – ή έστω κάποιες από αυτές. Αλλά και να αποκατασταθούν παρεξηγήσεις, απόρροια μάλλον συναισθηματικής φόρτισης, όπως η αντίληψη ότι ο Δαρείος ή ο Ξέρξης ήταν βασιλιάδες της πλάκας… Ακόμα και να διατυπωθούν νύξεις για τον τρόπο με τον οποίο γράφεται τελικά η ιστορία – με τις αναφορές στις μάχες που δίνονται στα βάθη των βιβλίων!
Χιούμορ αλλά και κριτική διάθεση, προσήλωση στα γεγονότα αλλά και αποστασιοποίηση από πολεμοχαρείς κι εθνικιστικές εμμονές, μια νηφάλια ματιά μέσα από ένα σύγχρονο αλλά και βαθιά ανθρώπινο πρίσμα.  
Κι ερχόμαστε στην εικονογράφηση: Για την Ίριδα Σαμαρτζή έχω την αίσθηση ότι, όσο ετερόκλητα κι αν είναι τα βιβλία που καλείται κάθε φορά να εικονογραφήσει, έχει την ικανότητα, χωρίς να προδίδει στο ελάχιστο το προσωπικό καλλιτεχνικό της στίγμα, να αποτυπώνει με εκπληκτική ακρίβεια το πνεύμα του εκάστοτε κειμένου. Όχι σχολιάζοντας αλλά συνδημιουργώντας. Εδώ, για παράδειγμα, η εικονογράφηση θυμίζει ανασκαφή: εικόνες αλλά και θραύσματα εικόνων· αναφορές σε αρχαιοελληνικά μοτίβα και τεχνοτροπίες· σπαράγματα χαρτών, αγαλμάτων και αγγείων· αλλά και χρωματικές αντιθέσεις δηλωτικές της αντιπαράθεσης των δύο πολιτισμών. Με δυο λόγια, η αποσπασματικότητα μιας ιστορίας που έφτασε ως τις μέρες μας μέσα από ό,τι κατόρθωσε να διασωθεί από τη μήνι του χρόνου και των ανθρώπων.
Τις Ιστορίες που τις είπε ο πόλεμος τις αγόρασα πριν από λίγους μήνες για να τις δωρίσω σ’ ένα γνωστό μου δεκάχρονο παιδάκι το οποίο απεχθανόταν την ιστορία. Υποψιαζόμουν ότι γι’ αυτή την απέχθεια δεν έφταιγε ούτε η ιστορία ούτε το παιδί, αλλά ο τρόπος με τον οποίο είχαν επιλέξει να του την επιβάλουν: αποστειρωμένη, αποκομμένη από τα πάντα, νεκρή. Εγώ, από την άλλη, ήθελα να του δώσω να καταλάβει πως ό,τι καταγράφηκε ως ιστορικό γεγονός στο πέρασμα του χρόνου έλαβε χώρα όχι σε κάποιο διαστημικό τοπίο ούτε σε μια στιγμή αποκομμένη από το χρόνο, αλλά κάπου εδώ δίπλα, σε μιαν ώρα σαν και τούτη. Ότι εκείνος ο μακρινός Μαραθώνας ήταν ο ίδιος μ’ αυτόν που είχε πάει πολλές φορές για κολύμπι, ότι εκείνη η ηρωική Σαλαμίνα είναι το νησάκι που πετάχτηκε άλλες τόσες φορές για μια κυριακάτικη εκδρομή. Ομολογώ ότι όταν διάβασα το βιβλίο μετά βίας αντιστάθηκα στην παρόρμηση να γράψω γι’ αυτό. Σκέφτηκα να το παρουσιάσω κάποια στιγμή στο μέλλον μαζί με όλα τα υπόλοιπα βιβλία της σειράς. Αν αποφάσισα τελικά να μιλήσω μόνο γι’ αυτό σήμερα, ήταν επειδή, όταν καταστάλαξε η πρώτη εντύπωση στο μυαλό μου, θεώρησα ότι, εντάσσοντάς το σε ένα ευρύτερο σύνολο, θα αδικούσα τη μοναδικότητά του, θα κατέπνιγα ενδεχομένως την αυθεντικότητα της φωνής του αφηγητή του. Αυτής της φωνής που σ’ ένα σημείο του βιβλίου ενδίδει στη συγκίνηση από την απέλπιδα προσπάθεια του Λεωνίδα, των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων στις Θερμοπύλες. Και που κάπου αλλού μας υπενθυμίζει, σχεδόν τρυφερά, ότι η «μάχη που κερδήθηκε τρέχοντας» έγινε «μια γλυκιά μέρα του Σεπτέμβρη» σαν και τη σημερινή, σε μια παραλία λίγα χιλιόμετρα από το σημείο όπου γράφονται οι τελευταίες λέξεις αυτής εδώ της ανάρτησης.
 
 
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου