Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ζίγκριντ Λάουμπε - Μαρία Μπλαζεγιόφσκι, Ο παππούς πετάει

Μετάφραση: Χαρά Στρώνη, Εκδόσεις Κάστωρ, Αθήνα 2000 (από 5 ετών)


Μερικές φορές τα βιβλία έρχονται και σε βρίσκουν μ' έναν τρόπο απρόσμενα αποκαλυπτικό. Ξυπνούν μέσα σου σκέψεις κι αισθήματα που δεν υπολόγιζες ότι έμεναν εκεί, τόσο καλά φυλαγμένα, ανέγγιχτα από τη διάβρωση του χρόνου και την -αναπόφευκτη- μετάλλαξη που επιφέρει η προσγείωση στην ενηλικίωση. Το συγκεκριμένο βιβλίο ήρθε και με βρήκε ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό, δώδεκα χρόνια μετά την έκδοσή του. Βλέπετε, όταν είχε πρωτοβγεί, εγώ ούτε παιδιά είχα ούτε παιδικά βιβλία διάβαζα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα πείτε. Εγώ απλώς είπα ευτυχώς που μικροί εκδότες όπως ο Κάστωρ πρόλαβαν να μας χαρίσουν τέτοια αριστουργήματα.

Ένας παππούς κατάκοιτος, με αδύναμη καρδιά, ανήμπορος. Και δίπλα του ένας εγγονός, ο Βάλεντιν, που του κρατά το χέρι και του υπόσχεται πως αν καταφέρει να γίνει ανάλαφρος σαν πουλί θα τον πάρει μαζί του σε μια βόλτα στον κόσμο. Το θαύμα συντελείται κι οι δυο τους ξεκινούν το μαγικό τους ταξίδι πάνω από δέντρα, χωριά, λιβάδια, δάση. Ο παππούς παραδίνεται στη μαγεία των αισθήσεων: στο θρόισμα του ανέμου, στα παιχνιδίσματα του φωτός, στο άγγιγμα του νερού, στο μεθυστικό άρωμα και στη γεύση των φρούτων, στους ήχους του δάσους, στην παρατήρηση των εντόμων και των ζουζουνιών, στα χρώματα των λουλουδιών. Άλλοτε χαρούμενος κι άλλοτε συγκινημένος, άλλοτε ανέμελος κι άλλοτε περήφανος. Και τόσο όμορφος που, όπως λέει ο εγγονός του, έχει στο πρόσωπό του ένα ουράνιο τόξο. Το τέλος της μέρας φέρνει σύννεφα στον ουρανό και βαραίνει τις κινήσεις του παππού, που, αποκαμωμένος, κλείνει τα μάτια, ήρεμος πια και χαμογελαστός και με το χέρι του πάντοτε μες στο χέρι του εγγονού του.

Ένα ποιητικό βιβλίο για τη ζωή και για το θάνατο. Για την αγάπη παππού κι εγγονού, που γίνεται η κινητήρια δύναμη για το ταξίδι στο όνειρο, κάνοντας εφικτό το αδύνατο. Ο παππούς θέλει μα δεν μπορεί. Ο εγγονός, πάλι, και θέλει και μπορεί. Είναι η ορμητικότητα, η σφοδρότητα της επιθυμίας της παιδικής ηλικίας που κατορθώνει να κάνει τον παππού να πετάξει για να γευτεί με όλη τη δύναμη των αισθήσεών του, έστω για τελευταία φορά, τη χαρά της ζωής. Και είναι η πηγαία αισιοδοξία και η αστείρευτη χαρά του παιδιού αυτή που θα μετατρέψει το θαυμαστό τους ταξίδι σε ένα απέραντο πανηγύρι χρωμάτων, ήχων, αγγιγμάτων, αρωμάτων και γεύσεων, όπου ο χρόνος, εξόριστος, επιβραδύνεται για να αφήσει απερίσπαστες τις αισθήσεις να μεταγγίσουν στον παππού λίγη από την παιδική ανεμελιά, τη δίψα για ζωή του εγγονού Βάλεντιν.

Η αφήγηση στο τέλος του βιβλίου προτιμάει να υπονοήσει παρά να πει. Το πουλί που πετάει παίρνει μαζί του τη μέρα και συνειρμικά μάς οδηγεί να σκεφτούμε το φτερούγισμα της ψυχής του παππού προς το θάνατο. Μόνο που, κλείνοντας τα μάτια παντοτινά, ο παππούς παίρνει μαζί του την όμορφη εκδρομή και το τραγούδι του κότσυφα που πετάει κι αυτό ψηλά μαζί του.

Η ονειρική εικονογράφηση της Μαρία Μπλαζεγιόφσκι κινείται με μια έμπνευση που την οδηγεί πέρα από το κείμενο, όχι σχολιαστικά, αλλά επιτείνοντας την ποιητική, υπερβατική διάθεσή του. Έτσι, όταν παππούς κι εγγονός ξεκινούν το ταξίδι τους στους αιθέρες, τους βλέπουμε γαντζωμένους σε μια πολύχρωμη ομπρέλα. Οι εξημμένες αισθήσεις τους απ' όλα τα θαυμαστά που θ' ανταμώσουν στο δρόμο τους αποτυπώνονται οπτικά με τη μεγέθυνση των πλασμάτων της φύσης, των λουλουδιών και των φρούτων ή με την εικαστική μεταμόρφωση του Βάλεντιν και του παππού άλλοτε σε πουλιά, άλλοτε σε ιπτάμενους καβαλάρηδες γιγαντιαίων ακρίδων, άλλοτε σε ταξιδευτές μέσα σε θάλασσες λουλουδιών. Μόνο που η επανερχόμενη φιγούρα του παππού αμίλητου, με κλειστά μάτια και ένα μελαγχολικό μειδίαμα στα χείλη σε κάποιες σελίδες λειτουργεί ως υπενθύμιση της αναπότρεπτης πραγματικότητας. Στο προτελευταίο σαλόνι, ντυμένοι στα μελαγχολικά χρώματα του σούρουπου και της επερχόμενης καταιγίδας, παππούς κι εγγονός είναι ξαπλωμένοι στα σύννεφα. Ο μικρος μπρούμυτα, με το χαμογελαστό, γεμάτο περιέργεια και προσμονή πρόσωπό του στραμμένο σε όλα τα επερχόμενα θαύματα της μελλοντικής ζωής του. Ο παππούς ανάσκελα, λίγο πιο ψηλά, με τα μάτια κλειστά. Ήδη φευγάτος.

Κλείνοντας το βιβλίο, ξανάριξα μια ματιά στην εικόνα του εξώφυλλου: ένας παππούς με αγγελικά φτερά αναπαύεται τρισευτυχισμένος μέσα σ' ένα γιγαντιαίο κατακόκκινο λουλούδι κι ο χαμογελαστός εγγονός κρατάει το μίσχο με τα δικά του φτερά παραμάσχαλα. Και δεν μπόρεσα παρά να μακαρίσω κάθε τυχερό παππού που φεύγει για το μεγάλο ταξίδι προλαβαίνοντας να κλείσει μέσα στο είναι του τόση απέραντη ομορφιά, τόση αστείρευτη ζωή, τόσες μεθυστικές αισθήσεις όσες χωράνε σε μια μικρή παιδική παλάμη.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου