Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Τζον Μπόιν, Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα

Μετάφραση: Αριάδνη Μοσχονά, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2006 (από 13 ετών)



Η λογοτεχνία είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα οπτικής, κι αυτό φαίνεται να το γνωρίζει πολύ καλά ο Τζον Μπόιν, εφαρμόζοντάς το εξαιρετικά στο βιβλίο του Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα. Το οποίο, εκ πρώτης όψεως, είναι η ιστορία ενός συνηθισμένου πιτσιρικά κεραυνοβολημένου από την αιφνίδια μετάθεση του καριερίστα μπαμπά του, η οποία θα πάρει τον μικρό μακριά από το σπίτι που μεγάλωσε, από την πόλη του και τους αγαπημένους του φίλους. Αλλά τι σόι δουλειά είναι αυτή που κάνει ο μπαμπάς; Και πού ακριβώς βρίσκεται το μακρινό μέρος που σηματοδοτεί τη ραγδαία επαγγελματική του ανέλιξη; Πώς θα τη βγάλει καθαρή ο μικρός στο αφιλόξενο Ούστβιτς; Τι ρόλο θα παίξουν στη ζωή του οι άνθρωποι που θα γνωρίσει εκεί; Και πώς η συνάντησή του με ένα αγόρι με ριγέ πιτζάμα θα χαράξει με τρόπο καθοριστικό τη μοίρα του;

Μια ιστορία για το Ολοκαύτωμα ιδωμένη από την πλευρά του προνομιούχου πλην ανύποπτου μέχρι αφέλειας γιου του διοικητή ενός ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης. Ο εννιάχρονος Μπρούνο, του οποίου η εμφάνιση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρότυπο του Άριου που λανσάρει το χιτλερικό καθεστώς, ξεριζωμένος από το μέρος που μεγάλωσε, ζώντας σε ένα στρατοκρατούμενο κι αφιλόξενο σπίτι που ποτέ δε γίνεται σπίτι του, αποκομμένος από τους γονείς του, που μοιάζουν να ζουν ο καθένας στον κόσμο του, εστιάζει στα καθημερινά αγνοώντας παγκόσμιους συσχετισμούς, συχνά παρερμηνεύοντας καταστάσεις ή δίνοντας αυθαίρετα υποκειμενικές ερμηνείες στα γεγονότα, ψηλαφώντας βήμα με το βήμα, μέρα με τη μέρα, μια πραγματικότητα της οποίας ως το τέλος δε θα μπορέσει να αντιληφθεί πλήρως τη φρίκη. Μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της αφελούς ματιάς του, τα πάντα –από τον αλκοολισμό και την απιστία της μαμάς, μέχρι τα βάσανα που υφίστανται οι Εβραίοι κρατούμενοι πέρα απ’ το συρματόπλεγμα που χωρίζει το σπίτι του με το στρατόπεδο– αποκτούν μια έντονα ειρωνική αν και στο βάθος τραγική διάσταση. Η βία, ακόμα κι όταν είναι απροκάλυπτα παρούσα, παραλείπεται εύγλωττα, λες κι ο μικρός Μπρούνο, κάποτε όχι άμοιρος ευθυνών κι ενοχών, επιλέγει να κλείσει τα μάτια ασκώντας αυστηρή λογοκρισία σε μια πραγματικότητα που του είναι αβάσταχτη. Την ίδια ώρα η επιμονή του να παραποιεί συστηματικά τοπωνύμια και ονόματα προσώπων –ο Φύρης, το Ούστβιτς–, όσο κι αν δίνει μια ανάλαφρη, παιγνιώδη νότα στην ιστορία του, μοιάζει με απελπισμένη όσο και συνειδητή ως έναν βαθμό απόπειρα αναδίπλωσης σε μια μύχια παιδικότητα που θα τον προστατέψει από τη φρίκη της πρόωρα κι οδυνηρά επερχόμενης ενηλικίωσης. Ο Μπρούνο δεν είναι ήρωας, δεν είναι μια εξιδανικευμένη μορφή, δεν ξεπερνάει σχεδόν ποτέ τον εαυτό του. Κι αυτή ακριβώς η ειρωνική απόσταση που διατηρεί από αυτόν ο συγγραφέας, σε αντιδιαστολή με τη διστακτική αν και πολύ πιο συνειδητή στάση του φίλου του του Εβραίου Σμούελ, υπογραμμίζει εμφατικά το τυχαίο της θέσης και της μοίρας του καθενός τους.

Όσο για τον Σμούελ, το αγόρι απ’ την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος, το μικρό Εβραιόπουλο με τη ριγέ πιτζάμα, γεννημένο την ίδια ακριβώς μέρα με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, μοιάζει με αντικατοπτρισμό του ίδιου του Μπρούνο: Όσα κι αν είναι αυτά που τους χωρίζουν, δεν παύουν να είναι δυο παιδιά μόνα και φοβισμένα, σ’ έναν κόσμο εφιαλτικά παράδοξο κι ακατανόητο, δυο πιτσιρικάδες που, αγνοώντας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την ακριβή τους κατάσταση, γυρεύουν να μοιραστούν σκέψεις κι αγωνίες. Δυο παιδιά τόσο όμοια, με το συρματόπλεγμα και τη διαφορετική τους αμφίεση να τραβούν μια αυθαίρετη γραμμή ανάμεσα στο θύτη και στο θύμα, στον ευνοημένο από τη μοίρα και στον καταδικασμένο να πάει ως πρόβατο στη σφαγή.

Καθώς ο συγγραφέας οδηγεί με αφηγηματική ακρίβεια την ιστορία του προς τη συγκλονιστική της κλιμάκωση και το αναπάντεχο τέλος, ξυπνώντας στον ενήλικα αναγνώστη μνήμες από την Εκλογή της Σόφι ή από το Η ζωή είναι ωραία, η ριγέ πιτζάμα του Σμούελ αναδεικνύεται σε κομβικό στοιχείο της πλοκής ως ειδοποιό χαρακτηριστικό ταυτισμένο με την προδιαγεγραμμένη μοίρα του κατόχου της. Μόνο που ο Τζον Μπόιν δεν αρκείται σε αυτό τον ρόλο, υποβάλλοντας στον αναγνώστη του το ανατριχιαστικό, τελειωτικό ερώτημα: Άραγε μπορεί ένα απλό ρούχο, εκτός από δηλωτικό της μοίρας εκείνου που το φοράει, να φτάσει ακόμα και να την ορίσει; Η απάντηση-γροθιά στο στομάχι στις σελίδες αυτού του εξαιρετικού βιβλίου.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου